του Βασίλη Πανταζόπουλου
Τον Απρίλιο του 1994,
άρχισε να συντελείται ένα από τα χειρότερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην
ιστορία. Στο αφρικανικό κράτος της Ρουάντα (Rwanda),
το οποίο απαρτιζόταν κατά πλειοψηφία από τις κοινότητες των Hutu
και των Tutsi, ξεκίνησε ένα οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των δεύτερων από
τους πρώτους. Οι Hutu αποτελούσαν πλειοψηφία στην χώρα
και μέσα σε περίπου 100 μέρες σκότωσαν περισσότερους από 800,000 πολίτες της
ομάδας των Tutsi. Περίπου δύο εκατομμύρια κάτοικοι αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν τη χώρα.
Οι δύο
κοινότητες αποτελούσαν περίπου τα 4/5 του πληθυσμού του κράτους και οι σχέσεις
τους διακρίνονταν από κοινωνικές ανισότητες, αφού οι Tutsi
κατάφεραν να αποκτήσουν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματα εις
βάρος Hutu μέσω της δημιουργίας ενός πελατειακού συστήματος, οι οποίοι
κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες. Επίσης, περίπου το 1% της
χώρας αποτελούνταν από την κοινότητα Twa. Γερμανοί και Βέλγοι αποικιοκράτες, είχαν τον
έλεγχο της χώρας από το 1898 και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα
διακυβέρνησης βασιζόμενο στο σύστημα των χωρών τους. Η γερμανική διακυβέρνηση,
μέχρι το 1916, ενδυνάμωσε την κοινότητα των Tutsi
και την κυριαρχία της στη χώρα, κάτι που συνεχίστηκε και υπό τον Βελγικό έλεγχο
μετά το 1916 (και με την άδεια της Κοινωνίας των Εθνών). Η γενοκτονία του 1994
δεν προέκυψε ξαφνικά. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, από το 1959
συγκεκριμένα, οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων υπήρξαν τουλάχιστον τεταμένες με
συνεχόμενα πραξικοπήματα και επαναστάσεις έως την κήρυξη της ανεξαρτησίας και
την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος το 1962. Σε αυτά τα τρία χρόνια,
περίπου 20.000 Tutsi έχασαν τη ζωή τους στις
συγκρούσεις και μέχρι τις αρχές του 1964 περίπου 150,000 Tutsi
είχαν εκτοπιστεί. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεν εξομαλύνθηκαν και οι
ένταση συνεχίστηκε.
Το 1990 δημιουργήθηκε το FPR
(Front Patriotique Rwandais) και υπό την ηγεσία των Tutsi
εισέβαλε στη χώρα από το έδαφος της Ουγκάντα. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν
διακόπηκαν στις αρχές του 1991 με εκεχειρία που βοήθησε στην έναρξη
διαπραγματεύσεων μεταξύ του FPR και της κυβέρνησης του Juvenal Habyarimana το 1992 και την
επακόλουθη υπογραφή συμφωνίας το 1993 (μέσα στους όρους ήταν η δημιουργία
μεταβατικής κυβέρνησης με την συμμετοχή του FPR).
Η συμφωνία αυτή, δεν ευχαρίστησε τους Hutu και προκάλεσε
αντιδράσεις[2].
Ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 6 Απριλίου του 1994,
ένα αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν ο πρόεδρος του Burundi Cyprien Ntaryamira και ο ίδιος ο Habyarimana
καταρριφθεί με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι οι επιβαίνοντες. Αρχικά η κυρίαρχη
άποψη ήταν ότι πίσω από την επίθεση βρίσκονταν οι Hutu
αλλά αργότερα υπήρξαν υπόνοιες ότι ευθυνόταν το FPR.
Την ίδια μέρα ξεκίνησε ένα κύμα δολοφονιών ενάντιων Tutsi
και μετριοπαθών Hutu πολιτικών με την μετριοπαθή
πρωθυπουργό Agathe Uwilingiyimana να βρίσκει το θάνατο
την επόμενη μέρα. Μαζί της δολοφονήθηκαν και δέκα Βέλγοι στρατιώτες που ήταν
επιφορτισμένοι με την προστασία της, μέλη της ειρηνευτικής ομάδας του ΟΗΕ στη
χώρα. Ο στόχος πίσω από αυτές τις δολοφονίες ήταν η δημιουργία κενού εξουσίας
το οποίο θα καλυπτόταν από εξτρεμιστές υπό τον συνταγματάρχη Bagosora (για τον οποίο θα αποδειχθεί αργότερα ότι έπαιξε βασικό ρόλο
στη γενοκτονία). Στους επόμενους μήνες, η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση χάους και
αναρχίας, με τον στρατό αλλά και ένοπλες δυνάμεις Hutu
να δολοφονούν πολίτες της κοινότητας των Sutsi.
Στην γενοκτονία όμως, συμμετείχαν και απλοί πολίτες, αφού το ραδιόφωνο καλούσε
τα μέλη της κοινότητας των Hutu να σκοτώσουν τους
Tutsi γείτονές τους μειώνοντας την ανθρώπινη υπόστασή τους και
αποκαλώντας τους «κατσαρίδες». Υπολογίζεται ότι 200.000 Hutu
συμμετείχαν στην γενοκτονία. Οι φρικαλεότητες που ακολούθησαν περιελάμβαναν
ακόμη και βιασμούς από ανθρώπους που ήταν φορείς του HIV/AIDS
με σκοπό την μόλυνση γυναικών της Hutu κοινότητας.
Ο ΟΗΕ προσπάθησε ανεπιτυχώς να πετύχει μια παύση των
εχθροπραξιών και μάλιστα στις 21 Απριλίου ψηφίστηκε διάταγμα για τη μείωση της ειρηνευτικής δύναμης (UNAMIR)
από 2.500 σε 270 μέλη. Ευτυχώς η απόφαση αυτή ανατράπηκε στις 17 Μαΐου με νέα
απόφαση του ΟΗΕ όπου έστειλε 5.500 στρατιώτες, κυρίως από αφρικανικές χώρες, οι
οποίοι όμως δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν εγκαίρως στη χώρα. Τελικά στις 22
Ιουνίου, ο ΟΗΕ υποστήριξε την ανάπτυξη μιας δύναμης υπό Γαλλική διοίκηση για τη
δημιουργία μιας ασφαλούς ζώνης. Η Επιχείρηση βρήκε απέναντί της το FPR,
με την αιτιολογία ότι η Γαλλία ήταν μια χώρα που υποστήριζε την κεντρική κυβέρνηση.
Τα αποτελέσματα της γενοκτονίας, που τελικά σταμάτησε στις 18 ή στις 19
Ιουλίου, ήταν περισσότεροι από 800,000
νεκροί και 2,000,000 εκτοπισμένοι, μέλη και των δύο κοινοτήτων, που κατάφεραν
να γυρίσουν πίσω στα τέλη του 1996 και στις αρχές του 1997[3].
Η επέτειος της γενοκτονίας της Ρουάντα
(Rwanda)
είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για προβληματισμό γύρω από πολλά θέματα. Πρώτον,
κατά πόσο οι χώρες που έχουν ζήσει κάτω από το αποικιοκρατικό καθεστώς έχουν
καταφέρει να επουλώσουν της πληγές τους και να δημιουργήσουν λειτουργικά κράτη;
Δεύτερον, τα κράτη αυτά θα πρέπει να λειτουργούν με βάση τα Δυτικά πρότυπα ή θα
πρέπει να δοθεί χρόνος, χώρος και η απαραίτητη βοήθεια στις χώρες αυτές να
αναπτύξουν ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο θα είναι λειτουργικό σε συνάρτηση
με τα δικά τους, ξεχωριστά πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, γεωγραφικά και
οικονομικά χαρακτηριστικά; Τρίτον, κατά πόσον η κυριαρχία του κράτους απέναντι
στους πολίτες του είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη; Έχει δηλαδή το κράτος το
δικαίωμα να προχωρά σε διακρίσεις ή διωγμούς ομάδων εντός της επικράτειάς του
χωρίς να υπόκειται σε έλεγχο από Διεθνείς Οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ; Τέταρτον, σε
ποια περίπτωση ξένες χώρες αποκτούν το δικαίωμα της παρέμβασης στα εσωτερικά
ενός κράτους; Είναι η «ευθύνη
προστασίας» (Responsibility to Protect ‘R2P’)
υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις; Όλα αυτά
τα θέματα θα πρέπει να αναλογιστούμε καθώς σκεφτόμαστε τι συνέβη στην Ρουάντα (Rwanda)
σε αυτές τις 100 ημέρες του 1994.
Η γενοκτονία ως επίκαιρο μάθημα
Βιώνουμε μια
περίοδο ιδιαίτερα έντονη όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα δέχονται συνεχόμενα
πλήγματα. Οι ατομικές ελευθερίες καταπατώνται συστηματικά ανά τον κόσμο, το
δικαίωμα στην ζωή δεν είναι δεδομένο παντού και τα νέα ζητήματα ασφάλειας που
προκύπτουν προκαλούν «εκπτώσεις» στις δημοκρατικές διαδικασίες και στους
δημοκρατικούς θεσμούς πολλών χωρών. Ο κίνδυνος της τρομοκρατίας δίνει ευκαιρία
σε κυβερνήσεις να τον καρπωθούν και χρησιμοποιώντας μια ρητορική υπέρ της
ασφάλειας των πολιτών προχωρούν σε αυξημένα μέτρα ασφάλειας, παρακολούθησης και
καταστολής. Ταυτόχρονα όμως, τα μέτρα αυτά είναι ελλιπή για την αποτελεσματική
αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου. Εγκλωβισμένες σε μια λογική ελεγχόμενου
ρίσκου, προσπαθούν δια της βίαιης καταστολής να καταστρέψουν τις οργανώσεις και
να τις καταστήσουν ανίκανες να πραγματοποιήσουν χτυπήματα στο εσωτερικό των
χωρών τους. Όμως θεωρώντας σαν απλά «σώματα» τους στόχους δεν χτυπάς τις
ιδεολογίες που τους ωθούν στην πραγματοποίηση τέτοιων ενεργειών[4].
Αντίθετα, εξυψώνονται και γίνονται μάρτυρες, κάτι που προκαλεί άλλα «σώματα» να
πάρουν τις θέσεις τους. Τελικά το κέρδος είναι ελάχιστο και βραχυπρόθεσμο και
το πρόβλημα όλο και γιγαντώνεται.
Όπως στην περίπτωση της Ρουάντα, η Διεθνής Κοινότητα δείχνει
και σήμερα αναποφάσιστη σχετικά με τον τρόπο και την μορφή που θα πρέπει να
πάρουν οι επεμβάσεις που θα πραγματοποιήσει σε χώρες εν κρίση. Η καθυστερημένη
αντίδραση στην περίπτωση της Ρουάντα συντέλεσε στα δραματικά γεγονότα, κάτι που
μπορούμε να δούμε και σήμερα να γίνεται στη Συρία, όπου ο εμφύλιος πόλεμος
ανάμεσα στην κυβέρνηση Assad και στους
επαναστάτες μαίνεται ακόμη από το 2011, με την Διεθνή Κοινότητα διχασμένη
ανάμεσα στις δύο πλευρές[5].
Φυσικά το ζήτημα έγκειται στα διαφορετικά συμφέροντα τα οποία καθορίζουν τις
πολιτικές επιλογές των χωρών που εμπλέκονται στην κρίση και αυτό είναι το
βασικότερο πρόβλημα που καθιστά προβληματική την λειτουργία εννοιών όπως η R2P.
Διότι προσφέρει την δυνατότητα σε διεθνείς δρώντες να επέμβουν χρησιμοποιώντας
την συγκεκριμένη έννοια ως αφορμή σε περιπτώσεις που βολεύουν τους πολιτικούς
τους στόχους και όχι για να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα ή να δώσουν
τέλος σε μια ανθρωπιστική κρίση[6]. Όπως στην περίπτωση της Ρουάντα, έτσι και
σήμερα υπάρχουν κράτη τα οποία κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που διαθέτουν
έναντι στους πολίτες τους. Πολλές χώρες προχωρούν σε διακρίσεις και
περιθωριοποίηση ομάδων, είτε αυτές βασίζονται στην εθνικότητα, είτε στην
γλώσσα, είτε στην θρησκεία κ.ο.κ. Οι διακρίσεις αυτές, πολλές φορές αποτελούν
και το έναυσμα ή έναν από τους κύριους λόγους για την έκρηξη εμφυλίων
συγκρούσεων. Ως αποτέλεσμα, οι χώρες αυτές εισέρχονται σε περίοδο αστάθειας, η
οποία συχνά εξαπλώνεται και σε γειτονικά κράτη προκαλώντας γενικότερη
αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή. Για παράδειγμα σεχταριστικές πολιτικές
είναι μία από τις κύριες αιτίες για την εξάπλωση της αστάθειας στην Μέση
Ανατολή από το 2011 και μετά, που έχει προκαλέσει προβλήματα όχι μόνο στην
συγκεκριμένη περιοχή, αλλά γενικότερα στον κόσμο[7].
Συμπερασματικά, αυτή η θλιβερή στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία,
θα έπρεπε να λειτουργήσει ως φάρος για μια διαφορετική αντιμετώπιση των κρίσεων
παρόμοιου βεληνεκούς στα εσωτερικά των χωρών. Μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου,
τα ζητήματα ασφάλειας έχουν αλλάξει και εξελιχθεί κατά κάποιο τρόπο. Το ζήτημα
της γενοκτονίας, των διακρίσεων και της κρατικής βίας είναι ένα θέμα το οποίο
δυστυχώς αντέχει στο χρόνο. Τα ζητήματα ασφαλείας θα πρέπει λοιπόν να
αντιμετωπίζονται κυρίως σε συνάρτηση με αυτούς που προσπαθούν να βοηθήσουν και
όχι ως εργαλεία επίτευξης στόχων από τους ασκούντες πολιτική. Οι στρατηγικοί
στόχοι της κάθε χώρας μπορούν να επιτευχθούν σε συνάρτηση με την προώθηση της
ασφάλειας και της σταθερότητας χωρίς αυτό να σημαίνει εκπτώσεις στην ομαλή
λειτουργία στο εσωτερικό των χωρών.
[1] Βλ. Rwada Genocide of 1994.
Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:https://www.britannica.com/event/Rwanda-genocide-of-1994 {Ημερομηνία πρόσβασης:
22/4/2017}.
[2]
Williams, Paul D. (edt): Security Studies. An Introduction, (New York:
Routledge, 2016).
[3]
Bellamy, Alex & McDonald, Matt: “’The Utility of Human Security’: Which
Humans? What Security?, Security Dialogue, Vol. 33, No. 3, (2002), pp. 373-377.
[4]
De Larrinaga, Miguel and Doucet, Marc, G.: “Sovereign Power and the Biopolitics
of Human Security”, Security Dialogue, Vol. 39, No. 5, (2008), pp. 517-537.
[5]
Mythen, Gabe and walklate, Sandra: “Terrorism, Risk and International Security:
The Perils of asking ‘What If?’”, Security Dialogue, Vol. 39, No. 2-3, (2008),
pp. 221-242.
[6]
Newman, Edward: “Critical Human Security Studies”, Review of International
Studies, Vol. 36, No. 1, (2013), pp. 77-94.
[7]
Phillips, Christopher: The Battle for Syria (London: Yale, U.P., 2016).