Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Οι γάμοι ανηλίκων ως παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η περίπτωση του Λιβάνου

της Χριστίνας Χαχαμίδη
 
Το φαινόμενο των παιδικών γάμων αποτελεί μία παγκόσμια μάστιγα με βαθιές θρησκευτικές και κοινωνικές ρίζες, παρόλο που δεν αναδεικνύεται ως κοινωνικό ζήτημα. Αν και υπάρχει η αντίληψη ότι οι γάμοι των ανηλίκων, σπανίζουν στον 21ο αιώνα ή αφορούν μόνο συγκεκριμένες χώρες, κάτι τέτοιο αποδεικνύεται αναληθές με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της UNICEF. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα φαινόμενο αρκετά συχνό και ευρέως διαδεδομένο, ιδιαίτερα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, το οποίο έχει πολλές και διαφορετικές πτυχές.                          
Καταρχάς, είναι μείζονος σημασίας το γεγονός πως στην έννοια του «γάμου ανηλίκων[1]» συμπεριλαμβάνεται κάθε επίσημη, αλλά και άτυπη ένωση πριν την ηλικία των 18 ετών.  Η σημασία της «άτυπης ένωσης» έγκειται στο ότι δεν είναι απαραίτητη η επισημοποίηση του φαινομένου από το κράτος ή τη θρησκευτική αρχή για την ύπαρξη και την απόδειξή του. Παρόλο που η πλειοψηφία των περιπτώσεων αφορούν σε ανήλικα κορίτσια[2], τα οποία πέφτουν θύματα αναγκαστικών γάμων, δεν είναι λίγες και φορές κατά τις οποίες εξαναγκάζονται σε γάμο και αγόρια, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο μία μάστιγα, η οποία μοιάζει να μη γνωρίζει φύλο και λαούς, αντιθέτως όμως έχει έμφυλη διάσταση. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί πως ο γάμος θεωρείται ως μία εκ των μορφών αναγκαστικού γάμου[3], καθώς λαμβάνει χώρα πριν την ηλικία συγκατάθεσης του παιδιού, η οποία προωθείται μέσα από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989).                                                                      
 Σε ό,τι αφορά τα δεδομένα που υπάρχουν για την καταγραφή του φαινομένου, η UNICEF,  αναφέρει πως παγκοσμίως ένα στα επτά[4] κορίτσια (ηλικίας 15 -19 ετών) βρίσκεται είτε σε γάμο, είτε σε ένωση. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες της Μέσης Ανατολής κυμαίνεται γύρω στο 14%, γεγονός που τις καθιστά χώρες υψηλού κινδύνου για τη συγκεκριμένη μάστιγα. Σχετικά με τα αγόρια  που βιώνουν αυτές τις συνθήκες ζωής, τα καταγεγραμμένα στοιχεία είναι πολύ λιγότερα, γεγονός που δυσχεραίνει τη σαφή απεικόνιση των περιπτώσεων. Ωστόσο, υπάρχουν δεδομένα για εννέα χώρες[5] σε παγκόσμιο επίπεδο, στις οποίες περισσότερο από το 10% των αγοριών υφίστανται τον αναγκαστικό γάμο.                        
   Έχοντας αυτά τα παγκόσμια και περιφερειακά στοιχεία ως βάση, οι καταγραφές των περιπτώσεων γάμων ή ένωσης ανηλίκων φαίνονται ελάχιστες με αποτέλεσμα να  δημιουργείται η εντύπωση πως δεν αποτελεί σημαντικό κοινωνικό  ζήτημα. Παρόλα αυτά, η αντίληψη αυτή απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ο γάμος και η ένωση ανηλίκων αποτελούν μείζον ζήτημα για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μολονότι η αντιμετώπιση τους από πολλές από τις κοινωνίες στις οποίες λαμβάνουν χώρα δεν είναι αντίστοιχη. Αφενός, μέσα από το φαινόμενο αυτό καταπατώνται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτό της ζωής και της ελευθερίας της βούλησης, αφού δεν υπάρχει αυτονομία των παιδιών σε κανένα επίπεδο. Στην πραγματικότητα μέσα από τη διαδικασία των παιδικών γάμων – ακόμα και αν τυπικά ένα παιδί 14 ετών «συμφωνήσει» με αυτή-, στην ουσία χάνεται το δικαίωμα της επιλογής του παιδιού πάνω στο σώμα του, γεγονός που καθιστά και τέτοιες πρακτικές αρκετά επικίνδυνες για τη ζωή των εμπλεκόμενων ανήλικων παιδιών.
 Αφετέρου, πέρα των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία παύουν να υφίστανται, τίθεται και το ζήτημα της έκθεσης σε κίνδυνο, εφόσον αρκετά συχνά το φαινόμενο των αναγκαστικών γάμων για τα κορίτσια έχει ως αποτέλεσμα πρώιμες εγκυμοσύνες, ιδιαίτερα επιβλαβείς για την υγεία των ανήλικων κοριτσιών ή και άλλα προβλήματα που επιβαρύνουν την υγεία, ενώ παράλληλα είναι σχεδόν βέβαιες οι σοβαρές επιπτώσεις στην εκπαίδευσή τους, καθώς τα περισσότερα κορίτσια δε συνεχίζουν το σχολείο. Τέλος, οι τεράστιες συνέπειες που έχει ο παιδικός γάμος στη ζωή των ανήλικων παιδιών τόσο σε ψυχικό, όσο και σε σωματικό επίπεδο, οδηγούν στη διαιώνιση πολλών ακόμα μεγαλύτερων κοινωνικών προβλημάτων, όπως για παράδειγμα της φτώχειας, η οποία σχετίζεται άμεσα και με την έλλειψη παιδείας και της γενικότερης υποβάθμισης του ρόλου των παιδιών μέσα από αυτές τις πρακτικές.                                                    
 Είναι απαραίτητο να επισημανθεί πως οι παιδικοί γάμοι τις περισσότερες φορές είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη θρησκεία και την κουλτούρα της περιοχής, ενώ άλλες φορές οι λόγοι είναι καθαρά οικονομικοί. Το συγκεκριμένο φαινόμενο, σε πολλές κοινωνίες θεωρείται κομμάτι της «παράδοσης»[6] μεταξύ των γενεών μιας οικογένειας, γεγονός που διαφαίνεται και μέσα από την αντιμετώπιση των παιδιών που οδηγούνται σε αναγκαστικό γάμο. Ωστόσο, στην πραγματικότητα πίσω αυτή τη φαινομενικά «παραδοσιακή» πρακτική, κρύβονται άλλοι λόγοι, βαθειά ριζωμένες αντιλήψεις και κοινωνικά στερεότυπα, κάτι το οποίο σχετίζεται κυρίως με τα κορίτσια – θύματα του φαινομένου.                          Στις περισσότερες από τις χώρες με υψηλά ποσοστά παιδικών γάμων, η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία είναι ιδιαιτέρως υποβαθμισμένη, λόγω της μη ύπαρξης της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων. Οι περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς οδήγησαν σε αναγκαστικό γάμο τα ανήλικα κορίτσια τους, εξαιτίας της ανασφάλειας που είχαν για την τύχη του παιδιού τους και της οικονομικής τους δυσχέρειας, είναι πάρα πολλές. Συγκριτικά με αυτό, δεν είναι τυχαία η αύξηση του αριθμού των παιδικών γάμων σε περιόδους ενόπλων συγκρούσεων, ανθρωπιστικών κρίσεων ή ακόμη και φυσικών καταστροφών.                                               
  Όσον αφορά την περίπτωση του Λιβάνου για τη συγκεκριμένη μάστιγα, υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι παιδικοί γάμοι. Αναλυτικότερα, η UNICEF[7] αναφέρει πως για το 2016, το 6% των κοριτσιών έως 18 ετών είναι θύματα αναγκαστικού γάμου, ενώ το 1% αναφέρεται στα θύματα παιδικού γάμου, τα οποία είναι μικρότερα των 15 ετών. Αν και το ποσοστό τέτοιου είδους περιστατικών στο Λίβανο είναι πολύ μικρότερο από άλλες χώρες, αυτό δε σημαίνει πως το φαινόμενο έχει εξαλειφθεί ή πως δεν επηρεάζει την κοινωνία. Βέβαια, στα συγκεκριμένα στοιχεία δεν περιλαμβάνεται το ποσοστό των Σύρων προσφύγων στο Λίβανο, οι οποίοι λόγω του φόβου οδήγησαν τα παιδιά τους σε αυτή την πρακτική.                                                
 Η διαφορά του Λιβάνου με τις υπόλοιπες χώρες έγκειται στο γεγονός πως μέχρι στιγμής βάσει της νομοθεσίας της χώρας δεν υπάρχει κάποιο καθορισμένο όριο ηλικίας για την τέλεση του γάμου. Αντιθέτως, οι νόμοι των θρησκευτικών κοινοτήτων συχνά επιτρέπουν το γάμο παιδιών μικρότερων των 15 ετών. Παρόλα αυτά, οι πρόσφατες θετικές προσπάθειες που γίνονται για την αλλαγή στην εσωτερική νομοθεσία της χώρας, μέσω της εισαγωγής αντίστοιχου νομοσχεδίου[8] που προβλέπει την οριοθέτηση στα 18 έτη, μαρτυρά την πρόθεση για αντιμετώπιση του ζητήματος, ιδιαίτερα στις πολύ μικρές ηλικίες. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως παρόμοιες ενέργειες γίνονται και για την αντιμετώπιση των παιδικών γάμων και σε ό,τι αφορά τους Σύριους πρόσφυγες που βρίσκονται στη χώρα[9]. Παρά το γεγονός ότι παρόμοιοι νόμοι οι οποίοι ισχύουν στις υπόλοιπες χώρες της Μέσης Ανατολής δεν εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου, είναι σημαντική η οριοθέτηση αυτή στο ζήτημα της νόμιμης ηλικίας, η οποία στο κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο και μαζί με τους αρμόδιους φορείς είναι δυνατό να αποτρέψει τη συνέχιση των παιδικών γάμων στις ηλικίες κάτω των 15 ετών, εξασφαλίζοντας την προστασία των παιδιών.                                 
Καταλήγοντας, το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι αρκετά σημαντικό για τις κοινωνίες και χρήζει αντιμετώπισης, καθώς θίγει σε βάθος θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Το γεγονός ότι τα κράτη δεν μεριμνούν για την προστασία των παιδιών σε κάθε περίπτωση, αλλά επιτρέπουν τους γάμους ανηλίκων στο πλαίσιο της «παράδοσης», θέτει πολλά ζητήματα προς συζήτηση. Ταυτόχρονα, τη στιγμή που θα έπρεπε να εξασφαλίζεται μια καλή ποιότητα ζωής για όλους και προπαντός για τα παιδιά, οι χώρες της Μέσης Ανατολής δεν φροντίζουν ούτε για την προστασία των βασικών τους δικαιωμάτων, αποκλείοντάς τα από ένα καλύτερο μέλλον.



[1] UNICEF, Child Protection from Violence, Exploitation and Abuse, Child Marriage, (August, 2016), διαθέσιμο: https://www.unicef.org/protection/57929_58008.html [Ημ/νία πρόσβασης: 28/6/17].
[2] Το γεγονός πως οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν σε γάμους κοριτσιών, συχνά καθιστά το φαινόμενο ως ζήτημα παραβίασης των δικαιωμάτων των γυναικών, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μια έμφυλη διάσταση στο πλαίσιο της συνολικότερης καμπάνιας για την προώθηση των δικαιωμάτων γυναικών και κοριτσιών. UNICEF, Child Marriage and the Law, (January, 2008), διαθέσιμο: https://www.unicef.org/policyanalysis/files/Child_Marriage_and_the_Law(1).pdf [Ημ/νία πρόσβασης: 27/6/17].
[3]United Nations, UNWRA, Child Protection Framework,  διαθέσιμο: https://www.unrwa.org/sites/default/files/content/resources/child_protection_framework.pdf [Ημ/νία πρόσβασης: 29/6/17].
[4]UNICEF, UNICEF Data: Monitoring the Situation of Children and Women, Child Marriage, (February, 2017), διαθέσιμο: https://data.unicef.org/topic/child-protection/child-marriage/ [Ημ/νία Πρόσβασης: 28/6/17].
[5] Στις χώρες αυτές ανήκει η Κούβα, το Νεπάλ, η Μαδαγασκάρη κ.α. Ibid,
[6] Girls Not Brides, Why Does Child Marriage Happen?, διαθέσιμο: http://www.girlsnotbrides.org/why-does-it-happen/ [Ημ/νία Πρόσβασης: 27/6/17].
[7] Girls Not Brides, Child Marriage around the World: Lebanon, διαθέσιμο: http://www.girlsnotbrides.org/child-marriage/lebanon/ [Ημ/νία πρόσβασης: 29/6/17].
[8] HRW, Lebanon: Pass Bill to End Child Marriage, (April, 2017), διαθέσιμο: https://www.hrw.org/news/2017/04/12/lebanon-pass-bill-end-child-marriage [Ημ/νία πρόσβασης: 29/6/17].
[9] Ibid, Girls Not Brides, Child Marriage around the World: Lebanon.
Share:

Χρήση drones: Η ηθική διάσταση

του Βασίλη Πανταζόπουλου
 
 
Ο πόλεμος ενάντια της τρομοκρατίας, ο οποίος «κηρύχτηκε» από τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ George Bush Jr μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις  στους Δίδυμους Πύργους το 2001 έχει εκδηλωθεί μέσα από διάφορες εκφάνσεις όλα αυτά τα χρόνια. Από επιθέσεις ενάντια κρατών «στόχων» όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ και επιχειρήσεις ειδικών δυνάμεων, όπως η επιχείρηση της δολοφονίας του πρώην αρχηγού της Al Qaida Osama bin Laden, μέχρι πιο πρόσφατα τις επιθέσεις μη επανδρωμένων ιπτάμενων οχημάτων (Uninhabited Aerial Vehicles/UAV/drones) που υπόσχονταν χτυπήματα ακριβείας εναντίων συγκεκριμένων στόχων, με φυσικό επακόλουθο την ελαχιστοποίηση των παράπλευρων απωλειών αλλά και την προστασία του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ[1]                               
  Θεωρητικά, η προσέγγιση αυτή εξελίσσει τον «πόλεμο», αν πράγματι μπορεί να οριοθετηθεί με τη χρήση αυτού του όρου η αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής, σε μονομαχία, όπως ορίζεται από τον Clausewitz[2], ανάμεσα σε άμεσα εμπλεκόμενους πόλους αφήνοντας τους αμάχους σχετικά ασφαλείς και το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων το οποίο χειρίζεται τα UAV χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη σύγκρουση. Πολλά ερωτήματα ηθικής φύσεως εγείρονται με την εμφάνιση κάθε νέου όπλου καθώς οι λήπτες αποφάσεων, η ακαδημαϊκή κοινότητα και οι αναλυτές προσπαθούν να οριοθετήσουν τη χρήση του νεοεισαγώμενου όπλου αλλά και να οριοθετήσουν το βέλτιστο τρόπο εκμετάλλευσης του. Για παράδειγμα, κατά πόσο πράγματι ελαχιστοποιούνται οι απώλειες αμάχων ή σε ποιο βαθμό η χρήση των όπλων αυτών έχει ως «αποδέκτες» επιβεβαιωμένους στόχους και δεν αποτελούν χτυπήματα τα οποία βασίζονται σε πληροφορίες που συνάδουν γενικά με τις κινήσεις τρομοκρατών (δηλαδή κινήσεις που βασίζονται σε πιθανότητες και όχι στην ακρίβεια); Επιπλέον, σε έναν τέτοιο πόλεμο, χαρακτηρίζονται όντως οι πολίτες σαν άμαχοι; Τέλος, κατά πόσο είναι ηθικό να απομακρύνονται οι υπηρεσίες και οι τακτικές αυτού του είδους από τον στρατιωτικό έλεγχο; Με την χρήση πολιτικού προσωπικού ως χειριστές, το όπλο αυτό μεταμορφώνεται σε πολιτικό εργαλείο ή καλύτερα ως εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική πολιτική, εξέλιξη η οποία αλλάζει ριζικά τη φύση του. Εκτός από όπλο, αποκτά και την ιδιότητα του μέσου καταστολής, ιδιότητα που έρχεται σε αντίθεση με την αρχή την εθνικής κυριαρχίας καθώς χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ για αντιμετώπιση απειλών σε κράτη με τα οποία δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Αυτό συνεπάγεται ότι περνά στον έλεγχο διαφορετικών υπηρεσιών οι οποίες δεν βρίσκονται  υπό τον έλεγχο της κοινής γνώμης, με την ευρύτερη φυσικά έννοια, εννοώντας ότι ακολουθούνται διαδικασίες οι οποίες δεν δημοσιοποιούνται.                                          
Από την έναρξη της συγκεκριμένης επιχειρησιακής προσέγγισης, ουσιαστικά υπό την προεδρία του Barack Obama χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό UAV για επιθέσεις εναντίον στόχων οι οποίοι σχετίζονται με τρομοκρατικές οργανώσεις, είτε την Al-Qaida και παρακλάδια της, είτε το ISIS. Από τα 563 χτυπήματα που πραγματοποιήθηκαν στην περίοδο αυτή, έχασαν την ζωή τους από 384 μέχρι 807 άμαχοι σε περιοχές του Πακιστάν, της Υεμένης και ιδιαίτερα της Σομαλίας[3]. Από τους συγκεκριμένους αριθμούς είναι προφανές ότι ο στόχος της ελαχιστοποίησης των παράπλευρων απωλειών όχι μόνο δεν έχει επιτευχθεί, αλλά οι άμαχοι θυσιάζονται κατά κάποιο τρόπο καθώς ο σχεδιασμός τον επιθέσεων είναι εμποτισμένος από μία λογική «ελέγχου ρίσκου», η οποία έχει ως αποτέλεσμα την στόχευση «κατά προσέγγιση» πιθανών και όχι επιβεβαιωμένων στόχων. Οι απώλειες αυτές όμως, είναι περισσότερο αποδεκτές από την κοινή γνώμη των ΗΠΑ από ότι θα ήταν πιθανές απώλειες αμερικανών στρατιωτών σε αποστολές τέτοιου τύπου. Επιπλέον, με την ρητορική που έχει αναπτυχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες από την προεδρία Bush ακόμη, ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού έχει σχηματίσει την άποψη ότι οι Μουσουλμάνοι στην πλειοψηφία τους είτε είναι τρομοκράτες, είτε τους στηρίζουν παθητικά, οπότε σε ένα βαθμό είναι και αυτοί «μάχιμοι».                        Όταν η χρήση των UAV περνά από τον έλεγχο του στρατού σε αυτόν των μυστικών υπηρεσιών και χρησιμοποιείται πολιτικό προσωπικό ως χειριστές, αλλά και σε άλλους ρόλους, τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται. Ο λόγος είναι ότι ο έλεγχος δεν είναι τόσο εύκολος και δεν διέπουν οι ίδιοι κανόνες τις επιχειρήσεις από πολιτικό προσωπικό σε καιρό ειρήνης και αυτές από στρατιωτικό προσωπικό σε εμπόλεμη περίοδο. Επιπλέον, πολιτικό προσωπικό μπορεί να πραγματοποιεί επιχειρήσεις με UAV σε περιοχές όπου δεν έχει κηρυχτεί επίσημα πόλεμος, όπως το Πακιστάν, κάτι που αντίκειται στο θέσφατο του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας. Έχοντας αυτό κατά νου λοιπόν, είναι προβληματική η χρήση drones για τέτοια χτυπήματα ακριβείας, τουλάχιστον για όσο καιρό η τεχνολογία δεν μπορεί να εγγυηθεί την ελαχιστοποίηση των παράπλευρων απωλειών και όσο δεν δημιουργείται ένα θεσμικό πλαίσιο που να θωρακίζει την νομιμότητα των συγκεκριμένων χτυπημάτων[4].                                                        
  Συν τοις άλλοις, η ευκολία με την οποία πραγματοποιούνται τα συγκεκριμένα χτυπήματα, αποξενώνει σε ένα βαθμό τους χειριστές από την πραγματικότητα της σύρραξης. Κάποιοι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονται ότι οι εν λόγω χειριστές φτάνουν στο σημείο να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις σαν ηλεκτρονικό παιχνίδι ξεχνώντας, λόγω της απόστασης αλλά και της ασφάλειας που απολαμβάνουν, ότι όταν αυτοί πραγματοποιούν ένα χτύπημα, πραγματικοί άνθρωποι πεθαίνουν και όχι απλά σχήματα σε μία οθόνη. Όπως παρατήρησε και ένας πρώην αρχηγός επιτελείου, « Η νοοτροπία του Nintendo είναι μια αποσυνδεδεμένη νοοτροπία, ενώ αυτά τα πράγματα είναι αληθινά»[5].                                                    Εν κατακλείδι, η χρήση UAV είναι ένα νέο, σχετικά, στοιχείο που εισάγεται στην ένοπλη σύγκρουση και στην κρατική καταστολή ή παρακολούθηση. Ως εκ τούτου, όπως και όλες οι καινοτομίες που εισέρχονται στον τομέα της ένοπλης σύγκρουσης (όπως η αεροπορία, οι βαλλιστικοί πύραυλοι και τα όπλα μαζικής καταστροφής) απαιτεί την δημιουργία ενός πλαισίου για την χρήση του. Τα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύουν νομικά και άμαχους και τους εμπλεκόμενους στη σύγκρουση, δυστυχώς όμως σε κάποιες περιπτώσεις τα όρια είναι δυσδιάκριτα με αποτέλεσμα να πλήττονται εξίσου άμαχοι και ενεργά εμπλεκόμενοι. Φαίνεται σαν μια επιστροφή σε ένα βαθμό στην μεσοπολεμική περίοδο, όπου η άνοδος της αεροπορίας τότε έκανε διάφορους θεωρητικούς της στρατηγικής, όπως ο Ιταλός Douhet, να στοχοποιήσουν τον πληθυσμό του «αντίπαλου» κράτους και να τον θεωρήσουν ως το μαλακό υπογάστριο της πολεμικής του προσπάθειας. Σήμερα, σε ένα καιρό όπου ο θρησκευτικός φανατισμός γιγαντώνεται εκ νέου και προκαλεί βίαιες ενέργειες, φυσικά δεν ευθύνεται  αποκλειστικά αυτός όμως, η δολοφονία αμάχων από UAV το μόνο που επιφέρει είναι η δημιουργία μαρτύρων και η αναζωπύρωση του μίσους ενάντια στην Δύση κάτι που δεν βοηθά ούτε στην επίτευξη της συλλογικής ασφάλειας, ούτε στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, αλλά ούτε και στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού και δημιουργίας θετικών παραδειγμάτων ώστε οι χώρες της Μέσης Ανατολής, παραδείγματος χάρη, να δεχτούν να ακολουθήσουν έναν πιο φιλελεύθερο και ειρηνικό δρόμο στην άσκηση τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής πολιτικής τους[6].                                                                                                                                                                   
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               


[1] Enemark, Christian: “Drones, Risk, and Perpetual Force”, Ethics & International Affairs, Vol.28, No. 3 (2014), pp. 365-381.
[2] Clausewitz, Carl Von: “On War”, (Hertfordshire: Wordsworth Editions Limited, 1997).
[3]  Obama’s covert drone war in numbers: ten times more strikes than Bush, (by: Purkiss, Jessica & Serle, Jack), https://www.thebureauinvestigates.com/stories/2017-01-17/obamas-covert-drone-war-in-numbers-ten-times-more-strikes-than-bush (τελευταία πρόσβαση: 29/5/2017)
[4] Rasmussen, Mikkel Vedby: “’It Sounds Like a Riddle’: Security Studies, the War on Terror and Risk”, Journal of International Studies, Vol.33, No. 2, (2004), pp. 281-295.
[5] Gregory, Derek: “From a view to a Kill. Drones and Late Modern art”, Theory, Culture and Society, Vol. 28, No. 7-8, (2011), pp. 188-215
[6] Adams, Richard, Barrie, Chris: “The bureaucratization of war: moral challenges exemplified by the covert lethal drone”, Ethics &Global Politics, Vol. 6, No. 4, (2013), pp.245-260
 
Share:

Υποκλέπτοντας τη Δημοκρατία: Το Hacking ως Εργαλείο των Σύγχρονων Προεκλογικών Εκστρατειών

της Άντας Καλλιτέρη
 
 
Οι τελευταίοι μήνες έχουν σηματοδοτήσει ένα διεθνές κύμα πολιτικών αλλαγών, κυρίως λόγω της πραγματοποίησης κεντρικών εκλογικών αναμετρήσεων σε αρκετά από τα ισχυρότερα κράτη της δύσης. Για τα δημοκρατικά αυτά συστήματα, οι ελεύθερες εκλογές αποτελούν την κορωνίδα της πολιτικής ζωής, και είναι μία διαδικασία με συγκεκριμένες αρχές και κανόνες που οφείλουν να σέβονται όλοι οι υποψήφιοι[1]. Εντούτοις, με αρχή τις Αμερικανικές εκλογές του 2016, και εν συνεχεία τις Γαλλικές του 2017, σημειώθηκαν προσπάθειες ψηφιακής χειραγώγησης των εκλογικών αποτελεσμάτων. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν έντονη ανησυχία στις πολιτικές ηγεσίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών, ενώ ανέδειξαν το ζήτημα του διακρατικού ανταγωνισμού μέσω της διαδικτυακής ισχύος. 

Ένα κεντρικό στοιχείο των Αμερικανικών εκλογών του 2016 ήταν οι προσπάθειες ψηφιακών δρώντων να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα μέσω διαδικτυακών επιθέσεων. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, υπήρξαν δύο γεγονότα που θεωρήθηκαν ιδιαίτερα κρίσιμα. Το πρώτο ήταν η στόχευση του δικτύου της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος. Την ευθύνη ανέλαβε η ομάδα Guccifer 2.0, που προώθησε τα υποκλαπέντα δεδομένα στην ιστοσελίδα WikiLeaks για δημοσιοποίηση[2]. Η ανάρτηση των αρχείων ξεκίνησε στις 22 Ιουλίου. Το δεύτερο ήταν η στόχευση της ομάδας της Δημοκρατικής υποψήφιας για την Προεδρία Hillary Clinton. Στις 7 Οκτωβρίου, η ιστοσελίδα WikiLeaks ξεκίνησε να δημοσιεύει υποκλαπείσες ηλεκτρονικές επικοινωνίες του John Podesta, διευθυντή της εκστρατείας της Clinton[3]. Οι Αμερικανικές αρχές άρχισαν ενδελεχείς έρευνες προκειμένου να εντοπίσουν τους υπεύθυνους. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ θεωρούν ότι οι επιθέσεις σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν έπειτα από εντολές ανώτατων Ρώσων αξιωματούχων, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο[4]. Η Ρωσική ηγεσία, ωστόσο, έχει πολλάκις αντικρούσει τις κατηγορίες[5]. Εκτός αυτού, ένα απόρρητο- αλλά όχι ακόμα επισήμως επιβεβαιωμένο- αρχείο που διέρρευσε πρόσφατα αναφέρει πως καταγράφηκαν κυβερνο-επιθέσεις εναντίον μίας τουλάχιστον εταιρείας που προμηθεύει τα ειδικά μηχανήματα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τις Αμερικανικές εκλογές, αλλά και πιθανές επιθέσεις κατά τοπικών οργανισμών υπεύθυνων για τη διεξαγωγή των εκλογών[6].

Για τους περισσότερους ειδικούς, θεωρείται δεδομένο πως υπήρξαν οργανωμένες ψηφιακές προσπάθειες προκειμένου να  επηρεαστούν τα αποτελέσματα των εκλογών. Όμως, ούτε οι αρχές ούτε οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν μέχρι σήμερα καταλήξει σε ένα σαφές συμπέρασμα για το αν και κατά πόσο η δημοσιοποίηση των υποκλαπέντων δεδομένων επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, οι κυβερνο-επιθέσεις σήμαναν συναγερμό σε άλλα δημοκρατικά κράτη, ιδιαίτερα στις χώρες όπου θα διεξάγονταν εκλογικές αναμετρήσεις τους επόμενους μήνες[7]. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Ολλανδίας. Ο Υπουργός Εσωτερικών Ronald Plasterk ζήτησε από το Κοινοβούλιο να επιτραπεί η «απαρχαιωμένη» μέθοδος χειροκίνητης καταμέτρησης των ψήφων στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 2017[8]. Η αιτία για αυτή την απόφαση ήταν ορισμένα ευάλωτα σημεία του ηλεκτρονικού προγράμματος που χρησιμοποιούσαν οι δημόσιες υπηρεσίες, και τα οποία θα μπορούσαν θεωρητικά να εκμεταλλευθούν οι επίδοξοι hackers[9]. 

Οι φόβοι των Ευρωπαϊκών κομμάτων επαληθεύτηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τη Γαλλική Προεδρία. Στις 5 Μαΐου, την τελευταία ημέρα της εκστρατείας, διέρρευσαν οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες του επιτελείου του ανεξάρτητου υποψηφίου Emmanuel Macron[10]. Σε αντίθεση με τις Αμερικανικές εκλογές, η επίθεση κατά της ομάδας του Macron δεν φαίνεται να είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Παράλληλα, κατανοώντας τον αυξημένο κίνδυνο, οι τεχνικοί IT του Macron είχαν προνοήσει να δυσκολέψουν το έργο των hackers. Αυτό επετεύχθη με την αποθήκευση «ψευδών δεδομένων» ως δόλωμα για να προκαλέσουν σύγχυση σε όσους επιχειρούσαν να υποκλέψουν πληροφορίες[11]. Παρά τις εντατικές προσπάθειες των Γαλλικών αρχών να εντοπίσουν τους υπεύθυνους, δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής επαρκή στοιχεία που να ενοχοποιούν κάποια πλευρά[12], ενώ οι ειδικοί διαφωνούν για το ποιος θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την επίθεση[13].  

Η επιτυχημένη- από θέμα υλοποίησης- επίθεση στη Γαλλία, κατέστησε πιο εμφανή τον κίνδυνο για τις αρχές άλλων Ευρωπαϊκών κρατών. Ο Udo Helmbrecht, διευθυντής της Υπηρεσίας για τη Διαδικτυακή και Πληροφοριακή Ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξήγησε πώς η περίοδος των προεκλογικών εκστρατειών είναι εξαιρετικά εύφορη για κάθε επίδοξο hacker[14]. Πέραν του προφανούς κινήτρου της άμεσης εκλογικής επιρροής, η προεκλογική περίοδος σημαίνει ότι οι υποψήφιοι δεν διατηρούν το καθεστώς του αιρετού, και, επομένως, δεν βρίσκονται υπό την αυξημένη ασφάλεια που παρέχουν οι κρατικές υπηρεσίες[15]. Σε αντίθεση με τους δημόσιους θεσμούς, τα κομματικά επιτελεία ή οι μεμονωμένοι υποψήφιοι έχουν σαφώς πιο περιορισμένες γνώσεις και μέσα για να αντιμετωπίσουν τις ψηφιακές απειλές[16]. Επιπροσθέτως, εξαιτίας της αυξανόμενης διασύνδεσης της καθημερινότητας των πολιτών, ένας εκλεγμένος υποψήφιος που έχει υποστεί κυβερνο-επίθεση χωρίς να το γνωρίζει, μπορεί να βοηθήσει ακούσια τους hackers να αποκτήσουν πρόσβαση σε κρατικά δίκτυα[17]. Εξαιτίας αυτού, οι Βρετανικές[18] και Γερμανικές[19] αρχές έχουν δηλώσει την έντονη ανησυχία τους σχετικά με τις δυνητικές συνέπειες των ηλεκτρονικών επιθέσεων που δέχονται τόσο οι δημόσιοι οργανισμοί όσο και τα κομματικά στελέχη.

Ένας σημαντικός- αν όχι ο πιο κρίσιμος- παράγοντας των ψηφιακών επιθέσεων κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών είναι ποιος τις οργανώνει και ποιος τι πραγματοποιεί. Η προσπάθεια επιρροής του εκλογικού αποτελέσματος δεν αποτελεί καινοτόμο ιδέα για τα δημοκρατικά συστήματα. Υποψήφιοι με μειωμένη αυτοπεποίθηση και οργανωμένες ή ανεπίσημες ομάδες με συγκεκριμένα συμφέροντα έχουν επιχειρήσει στο παρελθόν να παρέμβουν στην επιλογή των πολιτών[20]. Στον 21ο αιώνα, ένα άτομο ή μία ομάδα hackers             δύνανται να επιχειρήσουν να παρέμβουν μέσω επιθέσεων στα εκλογικά μηχανήματα ή τα ιδιωτικά δίκτυα των υποψηφίων. Οι προσπάθειες αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν παραδοσιακά ποινικά αδικήματα, ή έστω τρομοκρατικές επιθέσεις[21]. Η κατάσταση διαφοροποιείται, όμως, αν στις επιθέσεις εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα αξιωματούχοι ξένων κρατών. Σε μία τέτοια περίπτωση, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την αρχή της μη επέμβασης. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, μία κρατική επέμβαση θεωρείται παράνομη όταν αφορά σε «ζητήματα επί των οποίων κάθε κράτος έχει τη δυνατότητα, βάση της αρχής της κρατικής κυριαρχίας, να αποφασίζει ελεύθερα. Ένα από αυτά είναι η επιλογή ενός πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού συστήματος, και η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής»[22].

Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι τι μέτρα υπάρχουν για την αντιμετώπιση των κυβερνο-επιθέσεων με πολιτική στόχευση. Όσον αφορά σε κρατικό επίπεδο, εντοπίζονται τρεις πιθανές επιλογές. Καταρχάς, η αποτροπή μέσω κανονισμών αξιοποιεί το υπάρχον διεθνές νομικό πλαίσιο[23], όπως για παράδειγμα  τη γνωμοδότηση της Ομάδας Κυβερνητικών Ειδικών των Ηνωμένων Εθνών. Η ομάδα είχε καταλήξει πως το διεθνές δίκαιο ισχύει για το διαδίκτυο το 2013, ενώ το 2015 πρότεινε τις εξής μη δεσμευτικές αρχές: αφενός, τα κράτη να μην συμμετέχουν σε επιθέσεις εναντίον των κρίσιμων υποδομών ή των πληροφοριακών συστημάτων άλλων κρατών, και αφετέρου, να βοηθούν κάθε κράτος που αιτείται βοήθεια για την αντιμετώπιση των κυβερνο-επιθέσεων[24]. Κατά δεύτερον, η αποτροπή μέσω άρνησης αξιοποιεί τεχνικά εργαλεία, όπως τείχη προστασίας και υψηλή κρυπτογράφηση, προκειμένου να εμποδίσει τις κυβερνο-επιθέσεις και δεν εγείρει νομικά ζητήματα[25]. Κατά τρίτον, η αποτροπή μέσω κυρώσεων αξιοποιεί τη διπλωματική ή στρατιωτική ισχύ του κράτους για να απειλήσει κάθε ενδεχόμενη ψηφιακή επέμβαση άλλων κρατών[26]. Ένα παράδειγμα ήταν η απόφαση του Προέδρου Obama να απελάσει 35 Ρώσους διπλωμάτες ως αντίποινα για τις επιθέσεις εναντίον των Δημοκρατικών στελεχών[27]. Η επιλογή αυτή αποκλίνει από το διεθνές δίκαιο που ορίζει τη χρήση συμμετρικών αντίμετρων σε διακρατικές επιθέσεις[28].
Εντέλει, οι πιο σημαντικοί δρώντες είναι τα ίδια τα πολιτικά στελέχη. Για ορισμένους, πρέπει να ανησυχούν μόνο όσοι έχουν κάτι να κρύψουν[29]. Ωστόσο, οι κυβερνο-επιθέσεις, ασχέτως του αν είναι επιτυχημένες ή όχι, πλήττουν το αδιάβλητο των δημοκρατικών διαδικασιών[30]. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο, οι υποψήφιοι και οι ομάδες τους να κατανοήσουν τη φύση των επιθέσεων και να λάβουν μέτρα περιορισμού τους. Πέρα από τη χρήση των κατάλληλων υλικοτεχνικών μέσων, είναι απαραίτητο να γίνει ευρύτερα αντιληπτή η σοβαρότητα της απειλής[31]. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανθεκτικές έναντι των παραδοσιακών προπαγανδιστικών τακτικών που χρησιμοποιούσαν τα απολυταρχικά καθεστώτα τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι κυβερνο-επιθέσεις αποτελούν απλώς τη σύγχρονη εξέλιξη αυτών των μεθόδων και χρίζουν αντίστοιχης αντιμετώπισης.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     


[1] Klein, Angelika (2011). Concepts and Principles of Democratic Governance and Accountability: A Guide for Peer Educators. Kampala: Konrad-Adenauer-Stiftung, σελ. 5.
[2] Kiely, Eugene (2017), 'Timeline of Russia Investigation', FactCheck.org, 9 Ιουνίου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.factcheck.org/2017/06/timeline-russia-investigation/ [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[3] Ibid.
[4] Office of the Director of National Intelligence (2017). Assessing Russian Activities and Intentions in Recent US Elections. ICA 2017-01D, σελ. 1-3.
[5] Graham, Chris (2017), 'Vladimir Putin: US Hackers could have framed Russia over Election Attacks', The Telegraph, 3 Ιουνίου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.telegraph.co.uk/news/2017/06/02/vladimir-putin-us-hackers-could-have-framed-russia-election/  [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[6] Riechmann, Deb & Bynum, Russ (2017), 'Report: Russian Hackers Attacked Election Software Supplier', Time, 5 Ιουνίου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://time.com/4806709/russia-hack-election-donald-trump-nsa-reality-winner/  [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[7] Fidler, David P. (2017). Cyber Brief: Transforming Election Cybersecurity. Council of Foreign Relations. May 2017.
[8] The Guardian (2017), 'Dutch will Count All Election Ballots by Hand to Thwart Hacking', The Guardian, 2 Φεβρουαρίου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.theguardian.com/world/2017/feb/02/dutch-will-count-all-election-ballots-by-hand-to-thwart-cyber-hacking [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[9] Ibid.
[10] Rettman, Andrew (2017), 'Russian Spies or US Neo-Naziz: Who Hacked Macron?', EU Observer, 12 Μαΐου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euobserver.com/elections/137884 [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[11] Rettman, Andrew (2017), 'Lessons for Germany from the Macron Hack', EU Observer, 9 Μαΐου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euobserver.com/foreign/137832 [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[12] Associated Press (2017), 'The Latest: France Says No Trace of Russian Hacking Macron', Associated Press News, 1 Ιουνίου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.apnews.com/fc570e4b400f4c7db3b0d739e9dc5d4d [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[13] Rettman, Andrew (2017b), 'Russian Spies or US Neo-Naziz: Who Hacked Macron?', EU Observer, 12 Μαΐου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euobserver.com/elections/137884 [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[14] Hern, Alex (2017), 'MPs Vulnerable to Cyberattacks after Dissolution of Parliament', The Guardian, 4 Μαΐου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.theguardian.com/technology/2017/may/04/mps-vulnerable-to-cyberattacks-after-dissolution-of-parliament-report [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[15] Ibid.
[16] Ibid.
[17] Ibid.
[18] Ibid.
[19] Delcker, Janosch (2017), 'Germany Fears Russia Stole Information to Disrupt Election', Politico, 6 Μαΐου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.politico.eu/article/hacked-information-bomb-under-germanys-election/ [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[20] Buchanan, Ben & Sulmeyer, Michael (2016). Hacking Chads: The Motivations, Threats, and Effects of Electoral Insecurity. Paper: October 2016. Belfer Center for Science and International Affairs, σελ. 3-4.
[21] Ibid, σελ. 3-4.
[22] Militarv and Puramilitary Activities in und aguinst Nicaragua (Nicaragua v. United States of America). Merits, Judgment. I.C.J. Reports 1986, παρ. 205.
[23] Fidler, David P. (2017). 'The U.S. Election Hacks, Cybersecurity, and International Law', Symposium on Cybersecurity and the Changing International Law of Data. DOI:10.1017/aju.2017.5, σελ. 338.
[24] Ibid, σελ. 339-340.
[25] Ibid, σελ. 338.
[26] Ibid, σελ. 338.
[27] Graham, Chris (2017), 'Vladimir Putin: US Hackers could have framed Russia over Election Attacks', The Telegraph, 3 Ιουνίου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.telegraph.co.uk/news/2017/06/02/vladimir-putin-us-hackers-could-have-framed-russia-election/  [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[28] Fidler, David P. (2017). 'The U.S. Election Hacks, Cybersecurity, and International Law', Symposium on Cybersecurity and the Changing International Law of Data. DOI:10.1017/aju.2017.5, σελ. 338.
[29] Rettman, Andrew (2017), 'Lessons for Germany from the Macron Hack', EU Observer, 9 Μαΐου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euobserver.com/foreign/137832 [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
[30] Buchanan, Ben & Sulmeyer, Michael (2016). Hacking Chads: The Motivations, Threats, and Effects of Electoral Insecurity. Paper: October 2016. Belfer Center for Science and International Affairs, σελ. 15.
[31] Delcker, Janosch (2017), 'Germany Fears Russia Stole Information to Disrupt Election', Politico, 6 Μαΐου. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.politico.eu/article/hacked-information-bomb-under-germanys-election/ [τελευταία πρόσβαση: 2017-06-10].
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *