Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Οι προοπτικές για την Ενεργειακή Αγορά της Τουρκίας υπό το πρίσμα των νέων προκλήσεων και προοπτικών


της Δήμητρας Μπίτσα


Η ενεργειακή πολιτική που χαράσσει η Τουρκία τα τελευταία είκοσι χρόνια συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά μίας σύγχρονης οικονομίας, η οποία προσπαθεί να συγχρονιστεί, αφενός με τις εξελίξεις της διεθνούς αγοράς και αφετέρου με τις επιταγές της εθνικής πραγματικότητας. Η αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση και ο υψηλός δείκτης εισαγωγών σε ενέργεια αποτελούν δυο αντικρουόμενες μεταβλητές, που επιφέρουν μια οικονομική δυσαρμονία και δημιουργούν ένα σημαντικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, οι διεθνείς και περιφερειακές ενεργειακές εξελίξεις φέρνουν την Τουρκία αντιμέτωπη με μια σειρά βασικών ερωτημάτων: Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της στην νέα ενεργειακή πραγματικότητα; Είναι εφικτή η ανάδειξη της σε ένα νέο ενεργειακό κόμβο; Είναι δυνατόν οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα να αποτελέσουν το κλειδί για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας; Όπως προκύπτει, η Τουρκία βρίσκεται στο σημείο μηδέν για τον ενεργειακό αναπροσδιορισμό της, καθώς και στο επίκεντρο σημαντικών ενεργειακών δρόμων και εξελίξεων.
            Η Τουρκία είναι μια χώρα που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Ασία, ενώ ένα μικρό τμήμα της επικράτειάς της (μόλις 3%) βρίσκεται στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Συγκεκριμένα, βρίσκεται ακριβώς στο σημείο συνάντησης των χωρών παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, που αντιστοιχούν στο 75% των παγκόσμιων αποθεμάτων αερίου (Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία, Ρωσία) και των μεγαλύτερων καταναλωτών ενέργειας, τις ευρωπαϊκές αγορές. Η γεωγραφική θέση της έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής πορείας της χώρας.[1]
Από το 2000 και έπειτα, η Τουρκία προσπαθεί να διεκδικήσει ένα παγκόσμια στρατηγικό ρόλο, επιτυγχάνοντας αξιοπρόσεκτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, κατατάσσεται στη 17η θέση των μεγαλύτερων παγκόσμιων οικονομιών και στη 6η θέση των ευρωπαϊκών οικονομιών.[2] Επιπλέον, από το 1999 συμμετέχει στην σύνοδο κορυφής των G20, έχοντας πρωταγωνιστήσει, μάλιστα και στη διαχείριση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008.[3] Ο σημαντικότερος, όμως, στόχος, όπως είχε εκφραστεί και από τον πρώην Πρωθυπουργό της Τουρκίας Ahmet Davutoglu,[4] παραμένει η είσοδος της Τουρκίας στην ομάδα των δέκα ισχυρότερων κρατών μέχρι το 2023, ημερομηνία ορόσημο, καθώς πρόκειται για την επέτειο των εκατό χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
            Η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού με την αυξανόμενη αστικοποίηση και η οικονομική μεγέθυνση, με την συνοδευόμενη αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι παράγοντες που επηρεάζουν καταλυτικά τον δείκτη της ενεργειακής ζήτησης.[5] Πράγματι, σύμφωνα με την έκθεση του Μαΐου της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας, η Τουρκία αποτελεί τον 18ο μεγαλύτερο καταναλωτή ενέργειας παγκοσμίως.[6] Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του 2018, αναφορικά με το πρωτογενές ενεργειακό μίγμα, η κατανάλωση πετρελαίου και άλλων ορυκτών καυσίμων τοποθετείται στις πρώτες θέσεις, κατέχοντας το συντριπτικό ποσοστό του 87% (πετρέλαιο 31%, άνθρακας 28,1%, φυσικό αέριο 28,1%). Το υπολειπόμενο ποσοστό μοιράζεται στις διάφορες μορφές Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (υδροηλεκτρική ενέργεια 4,2%, γεωθερμική ενέργεια 6,3%, βιομάζα 2,3%).

Ο δρόμος για την αναδιοργάνωση της Αγοράς Ενέργειας.
            Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ενεργειακού προφίλ της χώρας είναι καθοριστικά στη χάραξη της ενεργειακής πολιτικής της για τις επόμενες δεκαετίες. Είναι δεδομένο ότι τα περιορισμένα εθνικά αποθέματα της Τουρκίας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο την καθιστούν μια καθαρά εισαγωγική χώρα ορυκτών καυσίμων. Για να γίνει πιο σαφές, τα αποδεδειγμένα αποθεματικά πετρελαίου αντιστοιχούν σε 312 εκατομμύρια βαρέλια και βρίσκονται στα νοτιοανατολικά της χώρας. Από το 1991, οπότε και κορυφώθηκε η ημερήσια εγχώρια παραγωγή πετρελαίου στα 85.000 βαρέλια, ακολουθεί μια πτωτική πορεία φτάνοντας το 2004 τα 43.000 βαρέλια.[7] Επομένως η εισαγωγή πετρελαίου[8] κρίνεται αναγκαία προκειμένου να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες. Οι εισαγωγές αργού πετρελαίου από το Ιράν και το Ιράκ αντιστοιχούν στο 60% επί του συνόλου, αποτελώντας τις βασικές χώρες-εξαγωγείς αργού στη Τουρκία. Τον κατάλογο των λοιπών χωρών εισαγωγέων συμπληρώνουν με αρκετά μικρότερα ποσοστά η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία, η Κολομβία και το Καζακστάν.[9]
            Μολοταύτα, στις αρχές του περασμένου Οκτώβρη (2019) η Τουρκία πραγματοποίησε την πρώτη παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου, μέσω της μεθόδου της υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking) στη νοτιοανατολική επαρχία Diyabakir.[10] Οι πρώτες προσπάθειες ήταν αρκετά ενθαρρυντικές με την ημερήσια παραγωγή να ξεπερνάει τα 50.000 βαρέλια, σπάζοντας το χαμηλό ρεκόρ της τελευταίας εικοσαετίας. Σύμφωνα, με ανακοινώσεις του Προέδρου Erdogan, ο επόμενος στόχος είναι η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στην Ανατολική Θράκη, όπου εντοπίστηκαν νέα κοιτάσματα 3 δις m3. Όπως είναι αναμενόμενο, μια τέτοια εξέλιξη πρόκειται να φέρει ριζικές αλλαγές στην περιοχή, εκκινώντας ένα νέο πιθανό γύρο προκλήσεων και εντάσεων.
            Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η Τουρκία αποτελεί επίσης ένα σημαντικό καταναλωτή, αλλά και έναν εξίσου σημαντικό διαμετακομιστικό κράτος, λόγω της γεωγραφικής θέσης της μεταξύ ενεργειακών διαδρόμων Δύσης-Ανατολής και Βορρά-Νότου. Τα τουρκικά αποθεματικά υπολογίζονται σε 177 εκατ. κυβικά πόδια (κ.π.). Ωστόσο, η δυναμικότητα της εγχώριας παραγωγής είναι αρκετά περιορισμένη. Ειδικότερα, για το 2015 η εγχώρια παραγωγή άγγιξε μόλις τα 14 εκατ. κ.π.[11]
Η όλο και μεγαλύτερη χρήση του φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εντείνει την ανάγκη για διεύρυνση των μέσων και των δρόμων εισαγωγής φυσικού αερίου. Μάλιστα το 2014, σχεδόν η μίση από τη συνολική κατανάλωση φυσικού αερίου αφορούσε τη χρήση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η εν λόγω επιλογή πραγματοποιείται με γνώμονα τη σταδιακή αποδέσμευση και διαφοροποίηση του κλάδου ηλεκτροπαραγωγής από την αποκλειστική χρήση άνθρακα για παραγωγή ηλεκτρισμού.
Μέσω ενός συστήματος επίγειων αγωγών και σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) η Τουρκία φαίνεται ότι διαθέτει ένα ικανοποιητικά διαφοροποιημένο μείγμα εφοδιασμού. Αναλύοντας τον δείκτη της συνολικής κατανάλωσης, το 99% αντιστοιχεί στις εισαγωγές και μόλις το 1% αντιστοιχεί στην εγχώρια παραγωγή. Ας σημειωθεί ακόμη ότι το 83% αφορά εισαγωγές μέσω επίγειων αγωγών και μόλις 16% από LNG. Η Ρωσία αποτελεί τον κύριο προμηθευτή αερίου σε ποσοστό 56% και ακολουθεί το Ιράν και το Αζερμπαϊτζάν. Η Αλγερία, το Κατάρ και η Νιγηρία αποτελούν τους κύριους προμηθευτές LNG, ενώ η Νορβηγία και η Δημοκρατία της Τρινιντάντ και Τομπάγκο εξάγουν πολύ μικρές ποσότητες στην ολοένα αυξανόμενη ενεργειακή αγορά της Τουρκίας.
Εντούτοις, η Τουρκία αντιμετωπίζει δυο βασικά προβλήματα: την περιορισμένη χωρητικότητα αποθήκευσης φυσικού αερίου, καθώς και την ανεπαρκή χωρητικότητα των αγωγών για να ανταποκριθούν στις έκτακτες ανάγκες υψηλής ζήτησης των χειμερινών μηνών. Η τουρκική κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με μια πραγματική πρόκληση την οποία και θα πρέπει να διευθετήσει άμεσα και αποτελεσματικά, όταν μάλιστα, προβλέπεται συνεχιζόμενη αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης κατά 50%,[12] καθώς και περαιτέρω ανάπτυξη του εγχώριου βιομηχανικού τομέα.
Έχει καταστεί σαφές ότι η αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση, αλλά και η εξάρτηση στις εισαγωγές είναι οι βασικές μεταβλητές για τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Κατά συνέπεια, ως βασικές αρχές του νέου Τουρκικού Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια ορίζονται η εξασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασμού, η προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής προστασίας σε όλα τα στάδια της ενεργειακής αλυσίδας, η θέσπιση διαφανών και ανταγωνιστικών κανόνων αγοράς με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας και η οικονομική ενίσχυση της έρευνας σε νέες τεχνολογίες.[13]
Αναντίρρητα η νέα θεώρηση της ενεργειακής πραγματικότητας προωθεί την υιοθέτηση νέων στόχων και πολιτικών. Η διαφοροποίηση των πηγών και των δρόμων ενέργειας αποτελεί πλέον τον βασικό στόχο κάθε κράτους, ώστε να επιτευχθεί η ενεργειακή ασφάλεια και να αποφεύγεται η εργαλειοποίηση της ενέργειας, ως μοχλός πίεσης και διαμόρφωσης συνειδήσεων από τις χώρες παραγωγής, έναντι των χωρών-καταναλωτών και των χωρών-διαμετακομιστών. Η έμφαση στη χρήση των τοπικών πηγών ενέργειας και συγκεκριμένα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα αναμένεται να επιφέρει πολύ-επίπεδες αλλαγές στην εσωτερική αγορά σε συνδυασμό και με την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Τέλος, ο στόχος για την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί ένα μεγαλεπήβολο στοίχημα για την τουρκική ηγεσία εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Η επιτυχής ολοκλήρωση της κατασκευής δυο πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας στην περιοχή του Akkuyu και Sinop αδιαμφισβήτητα θα αποτελέσει την έναρξη μιας νέας περιόδου στην ενεργειακή σελίδα της χώρας.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, από το 2010, η Τουρκία διαγράφει μια σταθερά αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση, η οποία την καθιστά μια από τις πιο ταχύτατα αυξανόμενες ενεργειακές αγορές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ[14] (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ενώ προβλέπεται μια κατακόρυφη αύξηση στην ενεργειακή ζήτηση και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2030.[15]
Η γεωγραφική θέση της Τουρκίας δεν τη τοποθετεί μόνο στο κέντρο των ενεργειακών δρόμων εμπορίου, αλλά της δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει διάφορες μορφές Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και να τις εντάξει στο ενεργειακό μίγμα της επιτυγχάνοντας έτσι, τους νέους εθνικούς ενεργειακούς στόχους της. Ειδικότερα, το υπουργείο ενέργειας και φυσικών πόρων[16] ενθαρρύνει την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και την βελτίωση της συνολικής ισχύος[17] τους σε 61.000 MW για το 2023, αυξάνοντας το ποσοστό της συνολικής εγκατεστημένης δυναμικότητάς του κατά 30%. Το συνολικό κόστος της εν λόγω πολιτικής υπολογίζεται στα $60 δις, ενώ υπολογίζεται ότι οι απαιτούμενες επενδύσεις για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας δύνανται να αγγίξουν τα $110δις, ξεπερνώντας κατά διπλάσιο ποσοστό, το σύνολο των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στο εν λόγω τομέα μέσα σε διάστημα δέκα ετών. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω ανάλυση, οι νέες ενεργειακές προοπτικές που προωθεί το νέο κυβερνητικό σχέδιο του υπουργείου ενέργειας εγκαινιάζουν μια νέα ελκυστική αγορά, για νέους επίδοξους εγχώριους αλλά και ξένους επενδυτές και πολυεθνικές εταιρείες ενέργειας.      

Προκλήσεις και Προοπτικές: προς αναζήτηση ενός καίριου ενεργειακού ρόλου.
Η κυβερνητική ατζέντα στο τομέα της ενέργειας περιστρέφεται γύρω από το δίπολο της ενεργειακής ανεξαρτησίας και της διατήρησης του ρόλου του διαμετακομιστικού κόμβου στο περιφερειακό ενεργειακό εμπόριο. Επομένως, η συμμετοχή της Τουρκίας σε μεγάλα ενεργειακά πρότζεκτ[18] όπως ο SouthernGasCorridor(SGC),[19] εξυπηρετεί τον εν λόγω στόχο. Το εν λόγω πρότζεκτ συνολικού μήκους 3.500χλμ και κόστους $8,5 δις, αναμένεται να διανείμει το φυσικό αέριο από τις περιοχές της Κασπίας και της Μέσης Ανατολής στην Ευρωπαϊκή αγορά μέσω της Τουρκίας. Ειδικότερα, ο TANAP (TransAnatolianPipelineProject), που αποτελεί την ραχοκοκαλιά του SGC, εγκαινιάσθηκε στις 12 Ιουνίου 2018 και ολοκληρώθηκε από την 1η Ιουλίου 2019.[20] Οι αγωγοί TANAP και TAP (TransAdriaticPipelineProject) αποτελούν μέρος ενός πολυεθνικού πρότζεκτ και χρηματοδοτούνται από την Παγκόσμια Τράπεζα, της Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης και την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών. Η ολοκλήρωση του εν λόγω έργου θεωρείται πολύ σημαντική από όλες τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό, δεδομένου ότι πέραν από το στόχο της ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας φιλοδοξεί να φέρει μια σχετική ευημερία και ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.[21]
Ένα ακόμη σημαντικό έργο για την Τουρκία, αποτελεί και η ολοκλήρωση του αγωγού TurkishStream,[22] ο οποίος αποτελεί μια εναλλακτική διαδρομή του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη, παρακάμπτοντας την παραδοσιακή διαδρομή της Ουκρανίας.
Τα ενεργειακά πρότζεκτ TANAP και TurkishStream είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την Τουρκία, καθώς εξυπηρετούν τη διαμόρφωση και διατήρηση του στρατηγικού ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή. Συγκεκριμένα, η Τουρκία καταφέρνει να ανανεώσει τους ενεργειακούς δεσμούς της με τις αγορές της Ευρώπης, υπενθυμίζοντας τους τον καίριο ρόλο της ως διαμετακομιστικό κόμβο μεταξύ των χωρών προμηθευτών ενέργειας και των καταναλωτικών ευρωπαϊκών αγορών τους.
Ωστόσο, τα πρόσφατα γεγονότα στις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας θέτουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση την ασφάλεια της μεταφοράς φυσικού αερίου μέσω αγωγών. Προς αυτήν την κατεύθυνση, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ανοδική πορεία που διαγράφει η αγορά του LNG, η οποία παρέχει στα κράτη μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων. Συγκεκριμένα, τα κράτη συμμετέχουν σε μια ελεύθερη αγορά, η οποία διαφέρει από την αγορά φυσικού αερίου και πετρελαίου όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Τα πολύχρονα συμβόλαια (long-term, 20 ή/και 30 χρόνων) αντικαθίστανται από μικρής διάρκειας συμβόλαια (short-term), καθώς επίσης παρέχεται μια πληθώρα διαφοροποιημένων προμηθευτών.[23] Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από το 2016 προωθεί την ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα, μέσω της σχετικής ευρωπαϊκής στρατηγικής της με απώτερο στόχο φυσικά, την διαφοροποίηση των προμηθευτών της και την ενεργειακή ασφάλεια. Επομένως, εάν η Τουρκία θέλει να διατηρήσει, αλλά και να ενισχύσει το δεσμό συνεργασίας της με την Ευρώπη θα πρέπει να προβεί σε αντίστοιχες επενδύσεις και στο συγκεκριμένο τομέα.
Επιπροσθέτως, η πρόθεση της Τουρκίας να χτίσει μια σταθερή σχέση συνεργασίας με την Ευρώπη επιβεβαιώνεται και από τη συμφωνία που υπεγράφη το 2015 μεταξύ της τουρκικής εταιρείας ηλεκτρισμού TEIAS (Turkish Electricity Transmission Company) και του ευρωπαϊκού φορέα European Network of Transmission System Operators for Electricity (ENTSO-E).[24] Η συμφωνία αυτή προωθεί τη μόνιμη ενσωμάτωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας της Τουρκίας και της ΕΕ και εξασφαλίζει τη θέση του μόνιμου παρατηρητή για την Τουρκία.[25] Η εν λόγω συμφωνία είναι συμφέρουσα και για τις δυο πλευρές, δεδομένου ότι αφενός αμφότερες δύνανται να πωλούν επιπλέον ρεύμα και αφετέρου ο προβλεπόμενος μηχανισμός για τη «βοήθεια έκτακτης ανάγκης» αποτρέπει τυχόν διακοπές ρεύματος.
Επεκτείνοντας το συλλογισμό μας, θα λέγαμε πως η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την γεωγραφική θέση της επιθυμεί, πέραν των ενεργειακών εταίρων να αποκτήσει και συμμάχους στα ευρύτερα σχέδια της, στην στρατηγικής σημασίας περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι πρώτες ανακαλύψεις φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο ξεκίνησαν το 2009 με το κοίτασμα Tamar στην αποκλειστική οικονομική ζώνη του Ισραήλ και αργότερα με το Leviathan το 2010. Ενώ αργότερα οι ανακαλύψεις του κοιτάσματος Αφροδίτη στην νότια ακτή της Κύπρου το 2011 και του κοιτάσματος Zohr στην Αίγυπτο το 2015, συνέθεσαν τους βασικούς ενεργειακούς παίκτες της περιοχής.[26] Επόμενο βήμα ήταν η αναγνώριση και οριοθέτηση της θαλάσσιας δικαιοδοσίας μέσω συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών (Κύπρος, Αίγυπτος, Λίβανος, Ισραήλ). Ο αποκλεισμός της Τουρκίας από τις νέες εξελίξεις προκάλεσε την έντονη αντίδρασή της, δεδομένου ότι θεωρεί στρατηγικής σημασίας την ευρύτερη περιοχή, η οποία και αποτελεί μια κόκκινη γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της.[27] Ως απάντηση στις ενέργειες των άλλων κρατών προχώρησε στη υπογραφή αντίστοιχης συμφωνίας οριοθέτησης με την Τουρκο-κυπριακή πλευρά, η οποία εξουσιοδότησε την Τουρκία στο ζήτημα της έρευνας και εξόρυξης στα οριζόμενα πεδία.[28]
Η εμφάνιση της Ιταλικής εταιρείας ΕΝΙ το Φλεβάρη του 2018 για τη διεξαγωγή των πρώτων εργασιών έρευνας στο πεδίο 3, σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου έντασης και αμφισβητήσεων στην περιοχή, με την Τουρκία να κατηγορεί την ιταλική εταιρεία ότι διενεργούσε έρευνες στο έδαφος της παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία, ούσα αποκλεισμένη από τις εξελίξεις στην περιοχή, προωθεί πολιτικές που αποσκοπούν είτε στην αναβολή των προγραμματισμένων ενεργειών, είτε στην επιβολή της συμμετοχής της σε αυτές. Εντούτοις, ο Τούρκος Πρόεδρος αποποιείται των ευθυνών του, θεωρώντας υπαίτιους τα υπόλοιπα περιφερειακά κράτη που αρνούνται να συνεργαστούν όλοι από κοινού για μια δίκαιη μοιρασιά των αποθεμάτων υδρογονανθράκων της περιοχής.[29]
Η προκλητική στάση των Τούρκων απέναντι στην Κύπρο, όπως ήταν αναμενόμενο, οδήγησε στη λήψη μέτρων από την ΕΕ εναντίον της Τουρκίας με τη μορφή ήπιων οικονομικών κυρώσεων το Νοέμβριο του 2019, σε μια προσπάθεια να «ταρακουνήσουν» την τουρκική πλευρά και να άρει την επιθετική πολιτική της. Η τουρκική απάντηση, όμως παρέμεινε στο ίδιο προκλητικό ύφος, απειλώντας την ΕΕ με την αποστολή των μεταναστών από τη Συρία που φιλοξενεί στο έδαφος της σε περίπτωση ενεργοποίησης των εις βάρος της κυρώσεων.
Ανακεφαλαιώνοντας, είναι δυνατόν η Τουρκία να μπορέσει να υποστηρίξει το ρόλο του διαμετακομιστικού κόμβου και τους στρατηγικού παίχτη που θέλει να διαδραματίσει, όταν υπογράφει διμερείς συμφωνίες[30] που στερούνται το μανδύα του διεθνούς δικαίου και απειλεί τόσο απροκάλυπτα σημαντικούς εταίρους της;

Συμπεράσματα
Είναι γνωστό ότι η αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση και η βαθύτατη εξάρτηση της Τουρκίας στις εισαγωγές ενέργειας, την ωθούν ώστε να πάρει σημαντικές αποφάσεις για την ανεξαρτητοποίησή της και την διαφοροποίηση των μορφών ενέργειας που διαθέτει. Η συμμετοχή σε περιφερειακά ενεργειακά πρότζεκτ που ενώνουν τη Δύση με την Ανατολή, αλλά και η προώθηση των ικανοτήτων της για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο έδαφός της αναμένεται να φέρουν πολλαπλά οφέλη σε διάφορους τομείς της χώρας.
Καταρχάς θα καταφέρει να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια. Η μείωση των εισαγωγών σηματοδοτεί την έξοδο λιγότερου «εγχώριου χρήματος», γεγονός που θα εξισορροπήσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, βάζοντας φρένο στην συνεχόμενη υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Από την άλλη μεριά οι ξένες επενδύσεις θα διευκολύνουν αφενός την εισροή ξένου συναλλάγματος και αφετέρου θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, οδηγώντας σε μια γενικότερη τόνωση την τουρκική οικονομία, έπειτα και από την ύφεση που είχε περιέλθει από το 2018. Επιπλέον, οι επενδύσεις σε νέες μορφές ενέργειας είναι δυνατόν να ευνοήσουν την γενικότερη χρηματοδότηση για την ανάπτυξη και προώθηση νέων τεχνολογιών φιλικών προς το περιβάλλον, επιτυγχάνοντας το στόχο για περισσότερες επενδύσεις στην αποτελεσματικότητα και την καινοτομία.
Γίνεται, επομένως, εύκολα αντιληπτό ότι οι τουρκικές έρευνες για υδρογονάνθρακες πέραν της γεωπολιτικής τους διάστασης, ενέχουν και μια πραγματική διάσταση υπογραμμίζοντας την ενεργειακή ασφυξία στην οποία βρίσκεται η χώρα.[31] Το γεγονός ότι είναι “περιθωριοποιημένη” από τους λοιπούς περιφερειακούς παίκτες, εντείνει ακόμα περισσότερο την ενεργειακή ανασφάλεια της, οδηγώντας την σε κινήσεις και επιλογές που την οδηγούν στο διπλωματικό περιθώριο και εντέλει στο αδιέξοδο.


[1] Republic of Turkey. Ministry of Foreign Affairs, Energy Issues, online at: http://www.mfa.gov.tr/turkeys-energy-strategy.en.mfa (11/03/2020).
[2] Erdin, C and Ozkaya G., (2019) Turkey’s 2023 Energy Strategies and Investment Opportunities for Renewable Energy Sources: Site Selection based on ELECTRE, MDPI, Sustainability, 2019,11,2136, online at: https://ideas.repec.org/a/gam/jsusta/v11y2019i7p2136-d221464.html (10/03/2020)
[3] Γρηγοριάδης, Ι, “Το δόγμα Νταβούτογλου και η θέση της Τουρκίας” 11/06/2010, Καθημερινή, onlineat: https://www.kathimerini.gr/720451/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/to-dogma-ntavoytogloy-kai-h-8esh-ths-toyrkias (15/03/2020).
[4]Ibid.
[5]Supranote 2
[6]Νικολετόπουλος, Β., “Η «άλλη»τουρκική ενεργειακή πολιτική”, 16/12/2019, Καθημερινή, onlineat: https://www.kathimerini.gr/1056304/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/basilhs-nikoletopoylos-h-allh-toyrkikh-energeiakh-politikh (18/03/2020).
[7] U.S. Energy Information Administration (2017) Country Analysis Brief: Turkey, online at: https://www.eia.gov/international/analysis/country/TUR (10/03/2020).
[8]Οι εισαγωγές πετρελαίου αντιστοιχούν στο 90% επί της συνολικής κατανάλωσης σε πετρέλαιο.
[9]Supranote 7
[10]Energia, “Ερντογάν: Η Τουρκία ξεκίνησε την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου” 07/10/2019, onlineat: https://www.energia.gr/article/160357/erntogan-h-toyrkia-xekinhse-thn-paragogh-shistolithikoy-petrelaioy (21/03/2020).
[11]Supranote 7
[12] Supra note 1
[13] Supra note 1,2
[14] Supra note 6 kai 7
[15] Supra note 2
[16]Supranote2.
[17]Υδροηλεκτρική ενέργεια: 34.000 MW, Αιολική Ενέργεια 20.000 MW, Γεωθερμική ενέργεια 1.000 MW, Ηλιακή Ενέργεια 3.000 MW, Βιοαπόβλητα και βιομάζα 1.000 MW.
[18]Οιολοκληρωμένοιαγωγοίείναι: SouthCaucasusPipeline (SCP), Baku-Tbilisi-ErzurumNaturalGasPipeline (BTE), Turkey-GreeceInterconnector (ITG), WesternRoute (Russia-Turkey NG Pipeline), Blue Stream Natural Gas Pipeline, Iran – Turkey NG Pipeline,Kirkuk-YumurtalicCrudeoilPipeline (Iraq – TurkeyCrudeOilPipeline), Baku-Tbilisi-CeyhanCrudeOilPipeline (BTC).
[19]Αποτελείται από τρία μέρη – αγωγούς: SouthCaucasusPipeline, TANAP, TAP.
[20] Supra note 1
[21] Supra note 19.
[22]S.E.Garding et all “TurkStream: Another Russian Gas Pipeline to Europe” 11/04/2019, στοδικτυακότόπο: https://fas.org/sgp/crs/row/IF11177.pdf, ημερομηνίαανάκτησης: 22/12/2019.
[23] Carlson, S., (2018) Powerful Ties: EU-Turkey Energy Relations, Turkish Policy Quarterly, Summer 2018, 17:2, online at: http://turkishpolicy.com/article/924/powerful-ties-eu-turkey-energy-relations (23/03/2020).
[24] Supra note 1.
[25] Supra note 24
[26]Saydam, N., “Turkey’s Energy Fight in the Eastern Mediterranean” 11/05/2019, The New Turkey, online at: https://thenewturkey.org/turkeys-energy-fight-in-the-eastern-mediterranean (13/03/2020).
[27]NumanTelci, I., “Why the Eastern Mediterranean is of strategic importance for Turkey” 13/05/2019, The New Turkey, online at: https://thenewturkey.org/why-the-eastern-mediterranean-is-of-strategic-importance-for-turkey
(13/03/2020).
[28] Supra note 27
[29] Supra note 20
[30]Η πρόσφατη Συμφωνία οριοθέτησης με τη Λιβύη.
[31] Supra note 6, 28
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *