Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

H «κληρονομιά» του Νιχάτ Ερίμ για την Κύπρο


της Μελάνθης Λουκαΐδου
Επίκαιρη, όσο ποτέ άλλοτε, παραμένει η στρατηγική της Τουρκίας επί του κυπριακού ζητήματος, η οποία συντάχθηκε από τον Τούρκο συνταγματολόγο Νιχάτ Ερίμ και έκτοτε ακολουθείται πιστά από την κατοχική δύναμη. Ο Νιχάτ Ερίμ, καθηγητής συνταγματικού δικαίου και βουλευτής του τουρκικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος[1], προσελήφθη το 1956 από τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας, Αντνάν Μεντερές, ως μόνιμος σύμβουλος του κράτους με σκοπό την σύνταξη ενός στρατηγικού σχεδίου βάσει του οποίου θα στηρίζονταν οι μακροχρόνιες επιδιώξεις της Τουρκίας στο κυπριακό πρόβλημα. Οι δυο εκθέσεις του σχετικά με το κυπριακό αποτέλεσαν ισχυρή «κληρονομιά» για την Άγκυρα και την προώθηση των συμφερόντων της έναντι του νησιού, αφού υιοθετήθηκαν από όλες ανεξαρτήτως τις τουρκικές κυβερνήσεις.

Η θεμελιώδης θέση στο διχοτομικό σχέδιο του Νιχάτ Ερίμ είναι η διακήρυξη πως η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να επιμένει ότι στην Κύπρο υπάρχουν δυο διαφορετικές κοινότητες, χωρίς να γίνεται λόγος για την πραγματική θέση που πρέπει να απολαμβάνει η μουσουλμανική μειονότητα στο νησί, όπως ακριβώς η κάθε μειονότητα παντού στον κόσμο. Μάλιστα, ο Τούρκος συνταγματολόγος αναφέρει πως τόσο η μία, όσο και η άλλη πλευρά έχουν το δικαίωμα της ξεχωριστής αυτοδιάθεσης, το οποίο πρέπει να αποφασιστεί κατόπιν δημοψηφίσματος[2]. Επιπλέον, γίνεται λόγος για την απαραίτητη αύξηση του τουρκικού πληθυσμού στο νησί και στην επιθυμία της Άγκυρας να συμμετέχει «στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς» έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ο τουρκικός έλεγχος του νησιού. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διεκδικήσει το ίδιο δικαίωμα για την «τουρκική περιοχή» λόγω απόστασης, αφού το νησί απέχει 600 ν.μ. από την Ελλάδα ενώ μόλις 45 ν.μ. από την Τουρκία.


Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει εξήντα χρόνια από την εκπόνηση των δυο εκθέσεων, οι πολιτικές επιδιώξεις της Τουρκίας όπως έχουν διατυπωθεί από τον Νιχάτ Ερίμ, οι οποίες προσβλέπουν στη διχοτόμηση της Κύπρου και στη δημιουργία δυο ανεξάρτητων κρατών εντός μίας ενιαίας γης, παραμένουν επίκαιρες λόγω της συνέπειας και της σταθερότητας που επέδειξαν οι τουρκικές κυβερνήσεις σε αυτές. Ωστόσο, το παράδοξο στην περίπτωση της Κύπρου είναι το φαινόμενο υιοθέτησης των τουρκικών στρατηγικών βλέψεων έναντι του νησιού πολλές φορές από την πλευρά του ίδιου του θύματος. Από τις συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου μεταξύ Μακαρίου-Ντενκτάς (1977) και Κυπριανού-Ντενκτάς (1979) και έκτοτε, η εκάστοτε ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας κάνει το λάθος να συμμετέχει και να στηρίζει τις δικοινοτικές συνομιλίες μεταξύ του ΠτΔ και του κατοχικού ηγέτη, γνωρίζοντας εν τω μεταξύ πως ο πραγματικός κινητήριος μοχλός στην πολιτική σκηνή των κατεχομένων εδαφών είναι η ίδια η Τουρκία. Επιπλέον, φαίνεται να έχει υιοθετήσει πολλές από τις τουρκικές θέσεεις διαμέσου των χρόνων, όπως για παράδειγμα η αποδοχή παραμονής ενός αριθμού Τούρκων εποίκων[3] (σημειωτέον πως ο εποικισμός αποτελεί έγκλημα πολέμου) και επίσης η αποδοχή της εκ περιτροπής προεδρίας. Τα πιο πάνω αποτελούν δυο μόνο παραδείγματα των διαχρονικών θέσεων της Τουρκίας επί του κυπριακού.


Εντούτοις, ο κυριότερος προβληματισμός που διακατέχει μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού στο νησί είναι η ίδια η βάση λύσης η οποία συζητείται εδώ και τέσσερις δεκαετίες για την οποία ο λαός δεν ρωτήθηκε ποτέ ξεκάθαρα εάν συμφωνεί ή όχι. Η μοναδική φορά κατά την οποία ο κυπριακός λαός ρωτήθηκε εάν συμφωνεί ή διαφωνεί με ένα σχέδιο, και όχι με τη βάση της συζητώμενης λύσης, ήταν το 2004 και το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν το οποίο καταψηφίστηκε. Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία αποτελεί ένα μοντέλο το οποίο δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά αλλού στον πλανήτη, ένα παράλογο -κατά πολλούς- σχέδιο το οποίο στηρίζεται στον εθνοτικό και θρησκευτικό διαχωρισμό[4] ενός νησιού το οποίο δεν ξεπερνά τα δέκα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Προσφέρει απλόχερα στην Άγκυρα το καθεστώς κυριαρχίας στο βορρά αλλά και συγκυριαρχίας στο νότο ενώ παγιδεύει ένα από τα εναπομείναντα πολιτικά και διπλωματικά χαρτιά της ελληνικής πλευράς, τη διεθνή αναγνώριση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτελεί ένα πλαίσιο λύσης το οποίο δεν σέβεται τις τρεις βασικές ελευθερίες, αυτές της ελεύθερης εγκατάστασης, διαμονής και διακίνησης, ενώ ταυτόχρονα αναβαθμίζει το ψευδοκράτος, τα κατεχόμενα δηλαδή εδάφη του νησιού, σε πολιτικά ίση τουρκική συνιστώσα πολιτεία (η οποία αναφέρεται ως «κράτος» πολλάκις) νομιμοποιώντας με τον τρόπο αυτό τα τετελεσμένα της εισβολής και τη διχοτόμηση επί του εδάφους, των εξουσιών και της κοινωνίας εν γένει.


Τα γραπτά του Νιχάτ Ερίμ για το ρόλο της Τουρκίας στην Κύπρο αποτελούν κληρονομιά όχι μόνο για το τουρκικό κράτος αλλά και για τον ίδιο τον ελληνισμό. Είναι στρατηγικά σχέδια τα οποία παρά το ότι δημιουργήθηκαν εδώ και αρκετές δεκαετίες συνεχίζουν να ακολουθούνται πιστά από την Άγκυρα και το παράνομο καθεστώς των κατεχομένων. Εναπόκειται στην κυπριακή πλευρά εάν και πότε ή πώς θα τα λάβει υπόψη. Η τουρκική πλευρά πάντως δε διστάζει να επαναλαμβάνει τις διαχρονικές επιδιώξεις της για το νησί. Πολύ πιο πρόσφατα σε σχέση με τον Ερίμ, ο πρώην Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου τόνισε στο στρατηγικό του βάθος ότι «ακόμα και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ανοικτό το κυπριακό ζήτημα».[5] Η διαχρονικότητα των τουρκικών θέσεων είναι γνωστή. Εάν η κυπριακή, μαζί σαφώς με την ελληνική, πλευρά επιθυμούν να την παγιώσουν τότε μπορούν να συνεχίσουν το ίδιο ακριβώς μονοπάτι που ακολουθείται τα τελευταία -τουλάχιστον- σαράντα δύο χρόνια. Εάν όχι, τότε επιβάλλεται να προχωρήσουν σε αλλαγή στρατηγικής και σκέψης, με πρωταρχικό μέλημα την επιβίωση και ασφάλεια του κυπριακού ελληνισμού στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου.






[1] Αθανασίου, Θ., «Το μεγάλο σχέδιο της Τουρκίας και η επιτυχής υλοποίησή του - Νιχάτ Ερίμ: Ο εμπνευστής της διχοτόμησης», Κέντρο Γεωπολιτικών Αναλύσεων, 24/8/2016, http://bit.ly/2jRsR9j


[2] Λοϊζου, Ά., «Η τουρκική στρατηγική στο κυπριακό», 28/2/2015, http://bit.ly/2kt0UDS


[3] Βενιζέλος, Κ., «Έποικοι των δυο ταχυτήτων – Με βούλα εκτός Κύπρου το εδαφικό», Ο Φιλελεύθερος, 18/10/2016, http://bit.ly/2kiLK4Q


[4] Λυγερός, Σ., «Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία είναι λύση που στηρίζεται στον εθνικό και γεωγραφικό διαχωρισμό: Μια αιρετική εισήγηση», Ινφογνώμων Πολιτικά, 28/12/2016, http://bit.ly/2jRlFdp


[5] Πουλλάδου, Μ., «Ο εποικισμός ως όχημα του Ισλάμ», Η Σημερινή, 7/2/2016, http://bit.ly/2jRzcS3
Share:

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Η εξέλιξη της περιφερειακής πολιτικής του Ισραήλ και η στρατηγική εξωτερικής του εξισορρόπησης

του Αλέξανδρου Δρίβα
 
Η εξέλιξη της εξωτερικής εξισορρόπησης του Ισραήλ. Μια νέα περιφερειακή πολιτική;

            Η υψηλή στρατηγική του Ισραήλ και κατ’ επέκταση η εξωτερική του πολιτική, διδάσκονται στα Πανεπιστήμια Διεθνών Σχέσεων ως case study όλων των παραφυάδων του πολιτικού ρεαλισμού. Η πραγματικότητα είναι πως τα κράτη, -ειδικά το Ισραήλ- κοιτούν μάλλον αντίστροφα τις θεωρίες απ’ ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα. Θαυμάζουν περισσότερο τη γερμανική σχολή σκέψης, η οποία παραδέχεται πως η θεωρία δημιουργείται a posteriori από την πολιτική πρακτική και όχι το αντίστροφο. Το ερώτημα είναι το εξής: Η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ έχει εξελιχθεί ή έχει αλλάξει; Αν ναι, ως προς τί;
 

 

Αλλαγή και εξέλιξη.

            Πρόκειται για δύο έννοιες που διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στη θεωρία των διεθνών σχέσεων αλλά και γενικότερα, στην πολιτική ρητορική και επικοινωνία. Η βούληση για μεγαλύτερη ακριβολογία, μας υποχρεώνει να διαχωρίσουμε τις δύο αυτές έννοιες. Όταν μιλάμε για μια «πολιτική αλλαγή», συνήθως κάνουμε λόγο για αλλαγή στρατηγικής, επομένως, για αλλαγή στόχων. Αν ο μέχρι πρότινος στόχος για ένα κράτος ήταν το Α, η πολιτική αλλαγή σημαίνει πολύ απλά ότι σήμερα, ο στόχος είναι το Β. Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη είναι έννοια που αποσκοπεί στη σηματοδότηση αλλαγής τακτικής. Ο στόχος, δεν έχει απαραίτητα αλλάξει. Αυτό που αλλάζει, είναι τα μέσα υλοποίησης του στόχου. Έτσι, αν ένα κράτος επιθυμούσε το Α, συνεχίζει να το επιθυμεί και τώρα, με τη διαφορά, ότι  χρησιμοποιείyαντί για xμέσα που πριν χρησιμοποιούσε.

            Η τράπεζα ιδεών του συνόλου των ρεαλιστικών κατευθύνσεων, δεν αποδέχεται την έννοια της θεμελιώδους αλλαγής στη διεθνή πολιτική. Ο Robert Gilpin στο έργο του War and Change in International Politics, υποστηρίζει πως «δε γνωρίζω περισσότερα από όσα ήξερε ο Θουκυδίδης 2.500 χρόνια πριν». Η υψηλή στρατηγική του Ισραήλ, ήταν πολύ συγκεκριμένη από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχο κράτος. Αν η επιβίωση είναι για όλα τα κράτη του κόσμου είναι ο τελικός στόχος τους, για το Ισραήλ είναι ο αυτοσκοπός. Επιβίωση και επαύξηση, είναι οι βασικοί μακροπρόθεσμοι στόχοι κάθε κράτους.

Η περιφερειακή στρατηγική του Ισραήλ (peripheral strategy)  και οι γεωπολιτικές επιταγές της.

Το Ισραήλ, δημιουργήθηκε σε ένα εχθρικό περιβάλλον γι’ αυτό. Η εξωτερική του πολιτική, βασίστηκε στην χάραξη μιας στρατηγικής, της περίφημης «περιφερειακής πολιτικής», (peripheral strategy) η οποία χαράχτηκε από τον Δαυίδ Μπεν Γκουριόν. Η αναγκαιότητα αυτής της στρατηγικής, υπαγορεύτηκε από την εξής γεωπολιτική αντίληψη: Το Ισραήλ, εντοπίζεται σε μια περιφέρεια εχθρική ως προς αυτό (Ημισέληνος).[1]Οι δύο στρατηγικές που έπρεπε να επιλέξει για την ανάσχεση των απειλών, όφειλαν να βασιστούν: α) στην αυτοβοήθεια (οικονομική ισχύς που να μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό-στρατιωτική) και β) στην εξωτερική εξισορρόπηση (δημιουργία ειδικών συμμαχιών που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την επιβίωση και την ασφάλεια του Ισραήλ).

            Οι τακτικές που εξυπηρέτησαν αυτές τις δύο στρατηγικές (αυτοβοήθεια και εξωτερική εξισορρόπηση) ήταν: Η υιοθέτηση του δόγματος του προληπτικού πολέμου (preventive war) και του «πολέμου μακριά από το έδαφός μας» και η συνεχής θωράκιση και εξέλιξη του στρατιωτικού οπλοστασίου του Ισραήλ.[2] Όσον αφορά τη δημιουργία συμμαχιών, η ειδική σχέση με τις Η.Π.Α και μετά με την Τουρκία, έδιναν στο Ισραήλ το απαραίτητο γεωστρατηγικό βάθος.

 

Οι Η.Π.Α και η Τουρκία.

            Το στρατηγικό τρίγωνο μεταξύ Ισραήλ, Τουρκίας και Η.Π.Α, εξυπηρέτησε για δεκαετίες την ισραηλινή εξωτερική πολιτική που ουσιαστικά ταυτίστηκε με την έννοια της επιβίωσης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι Η.Π.Α, εστίασαν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η σύγκλιση των αμερικανο-ισραηλινών συμφερόντων, μείωνε το δίλημμα ασφάλειας του Ισραήλ, εξασφαλίζοντάς του ταυτόχρονα, την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων σε περιπτώσεις που το ίδιο έκρινε ότι απειλείται. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, είχε συνέπειες για τις Η.Π.Α τόσο σε γεωπολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Έκτοτε, η στρατηγική της άμεσης προσέγγισης, εγκαταλείπεται από τις Η.Π.Α σταδιακά, προσπαθώντας να εφαρμόσουν την «έξυπνη διοίκηση» για να διατηρήσουν την ηγεμονική σταθερότητα. Πώς μεταφράζεται αυτό για το Ισραήλ; Η παραπάνω στρατηγική σκέψη του Ισραήλ, λαμβάνει σοβαρά υπόψιν οποιαδήποτε αλλαγή σε ό,τι επηρεάζει την τακτική της  εξωτερικής  εξισορρόπησης. Η σταδιακή απομάκρυνση των Η.Π.Α από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, ανησυχεί το Ισραήλ. Αυτή η ανησυχία, έχει αύξουσες τάσεις όταν συνοδεύεται από τον πολλαπλασιασμό των φωνών στις Η.Π.Α που προτείνουν την αμερικανική απαγκίστρωση από τα ισραηλινά συμφέροντα. Η επιστροφή του ρεαλισμού στις Η.Π.Α, θυμίζει τον Κίσσιντζερ που υποστήριζε: «Τα συμφέροντά μας οφείλουν να καθορίζουν τις δεσμεύσεις μας και όχι το αντίστροφο».

            Το ΑΚΡ και ο Ταγίπ Ερντογάν έθεσαν πολλούς στόχους τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων. Αναμφίβολα, η τουρκική ιδιαιτερότητα, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη στενή σύγκλιση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων. Η τουρκική εξωτερική πολιτική, ύστερα από μια σύντομη προσέγγιση της ευρωπαϊκής προοπτικής, αναλώθηκε στη δεύτερη μεγάλη αγορά που μπορούσε να απευθυνθεί. Στη Μέση Ανατολή. Το πολιτικό εργαλείο, είναι το Ισλάμ. Οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις και τα ιστορικά χαμηλά των σχέσεών τους, διαδέχονταν το ένα το άλλο μέχρι το αναγκαστικό σφίξιμο χεριών το οποίο σχεδόν επέβαλε στις δύο χώρες ο Μπάρακ Ομπάμα (με το momentum της Συρίας και του Ιράν να πιέζουν ασφυκτικά). Το θεμελιώδες ζήτημα που καθιστά την Τουρκία πιο μακριά με το Ισραήλ μακροπρόθεσμα, είναι η ίδια η στρατηγική που έχει επιλέξει να ακολουθήσει η Άγκυρα. Από «αστυφύλακας» των δυτικών συμφερόντων της περιοχής, η Τουρκία επιθυμεί να ανασυγκροτήσει το γεωπολιτικό της χώρο και να γίνει περιφερειακή δύναμη, χρησιμοποιώντας δύο άξονες. Ο ένας, είναι η ραγδαία ανάπτυξη που γνώρισε η οικονομία της μετά την έξοδο από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής του ΔΝΤ και ο άλλος, η πολιτική διαχείριση της ισλαμικής ταυτότητας.

            Η τουρκική χρήση πολιτικών που συνθέτουν προβολή ήπιας ισχύος (soft power)  και η γενικότερη περιφερειακή της δραστηριότητα που χρησιμοποίησε την έντασή της με το Ισραήλ προκειμένου να δείξει ένα φιλοϊσλαμικό πρόσωπο, είναι ασυμβίβαστη με τη στρατηγική του Ισραήλ. Ως το μόνο μη αραβικό και μη μουσουλμανικό κράτος της περιοχής, θα ερχόταν προ τετελεσμένων σε περιπτώσεις που ο αραβικός κόσμος θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί υπό την αιγίδα μιας περιφερειακής δύναμης με μεγάλα γεωπολιτικά και γεωπολιτισμικά πλεονεκτήματα. Το Ισραήλ αντιλαμβάνεται πως η Τουρκία εκμεταλλεύεται το διεθνές momentum (ανάδυση πολυπολικού συστήματος) και την (μέχρι πρότινος) αμερικανική ανοχή προκειμένου να «εξαργυρώσει» το γεωπολιτικό ρόλο που διαδραμάτισε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το δομικό κοινό χαρακτηριστικό της αμερικανικής και της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής, είναι η αποτροπή/ανάσχεση οποιασδήποτε ηγεμονικής τάξης. Αν οι Η.Π.Α αποτελούν τη συντηρητική δύναμη του διεθνούς status quo, το Ισραήλ είναι η αντίστοιχη για την περιφέρεια της Μέσης Ανατολής. Το δόγμα της επιβίωσης, δεν έχει αλλάξει στο Ισραήλ,(το παρατηρούμε και στην ιρανο-ισραηλινή διένεξη) μολονότι έχει αναμφισβήτητα εξελιχθεί. Για να το πούμε απλά, το Ισραήλ δε θα πάψει να κινδυνεύει ακόμη και αν «κοινωνικοποιηθεί» το Ιράν, όταν η Τουρκία, φιλοδοξεί να εκμεταλλευτεί το κενό του. Η Τουρκία, από τη στρατηγική της μεταφοράς βαρών, (pivotal state, ήταν το κράτος που μετέφερε τα βάρη όντας νότια του μαλακού υπογαστρίου της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ) προσπαθεί να υλοποιήσει μια περιφερειακή πολιτική πρωτοβουλίας, η οποία δεν αφήνει απ’ έξω τη μεγαλομανία και ορισμένες φορές και τα φανατικά συνθήματα. Παρόλα αυτά, οι τουρκικές υπηρεσίες (σε συνδυασμό με τις αμερικανικές) ήταν και είναι απαραίτητες για το Ισραήλ.

            Οι αντιφάσεις και τα διλήμματα που απασχολούν το Ισραήλ σε σχέση με την Τουρκία και με τις Η.Π.Α, αφορούν την ίδια του την ύπαρξη. Από την ίδρυσή του, το ισραηλινό κράτος γνωρίζει ότι για να παραμείνει σταθερή και επιτυχής η στρατηγική του, οφείλει να χρησιμοποιεί εκείνες τις τακτικές που εξυπηρετούν το στόχο του. Με άλλα λόγια, οι τακτικές της αυτοβοήθειας και της εξωτερικής εξισορρόπησης, δεν πρόκειται να σταματήσουν να εξυπηρετούν τη στρατηγική της επιβίωσης. Τα κράτη με τα οποία μπορεί να συμμαχήσει το Ισραήλ, μπορούν να αλλάξουν.

 

Ισραηλινά στοιχεία ισχύος και εθνική επιβίωση.

            Αν ακολουθήσουμε κατά γράμμα την εξίσωση της ισχύος, το Ισραήλ δεν είναι ισχυρό σε όλους τους συντελεστές που μπορούν να την συνθέσουν. Πληθυσμός και έκταση, συνεχίζουν να είναι οι βασικές αδυναμίες του ισραηλινού κράτους. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες, πιο συγκεκριμένες γεωπολιτικές αδυναμίες, όπως είναι η περικύκλωσή του από (ανατολικά, βόρεια, νότια και νοτιοδυτικά) από αραβικές χώρες (και την Τουρκία που έχει μουσουλμανικό πληθυσμό) που έχουν εκφράσει κατά καιρούς απειλές προς το Ισραήλ. Οι πολιτικές αυτοβοήθειας, είναι εκείνες που έχουν κατοχυρώσει στο Ισραήλ την κατοχή πυρηνικών όπλων και την συνεχή εξέλιξη του συμβατικού του οπλοστασίου. Η οικονομία του Ισραήλ, είναι κυρίως στραμμένη στον τριτογενή τομέα παραγωγής (κατά 66.1% του ΑΕΠ) ενώ αξιοσημείωτη συνεισφορά στο Α.Ε.Π της χώρας έχει και ο δευτερογενής τομέας (31.4% του Α.Ε.Π).[3] Η παραγωγή σύγχρονων οπλικών συστημάτων του Ισραήλ είναι διεθνώς ανταγωνιστική. Το ποσοστό του Α.Ε.Π του Ισραήλ το οποίο διατίθεται για αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, άγγιξε το 2013 το 5.7% σημειώνοντας πτώση από το 7% που δαπανούσε το 2009. [4]

Την τελευταία τετραετία, η ισραηλινή οικονομία παρουσιάζεται προβληματική με σημάδια στασιμότητας, παρόλα αυτά, οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις, βρίσκουν το Ισραήλ να σταθεροποιεί την οικονομία του δεδομένης και της ενδεχόμενης αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που βρίσκονται εντός των χωρικών του υδάτων.[5] Σημαντικός δείκτης που αποδεικνύει την συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον της ισραηλινής οικονομίας, αποτελεί ο δείκτης της επιχειρηματικής-επενδυτικής αυτοπεποίθησης (business confidence). Από το 1.86 που έκλεισε το τελευταίο τρίμηνο του 2013, υπολογίζεται πως στο τέλος του έτους 2014 θα φτάσει το 2.14.[6]

 

Το φυσικό αέριο ως γεωστρατηγική.

Οι ρεαλιστικές θεωρητικές κατευθύνσεις, αποδίδουν μεγάλη βαρύτητα στην υλική βάση της ισχύος. Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του Ισραήλ, μολονότι ήταν θέμα συζήτησης αρχικά στην Κνεσέτ, (πώληση ή/και εσωτερική κατανάλωση) το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, αποφάσισε να απορρίψει τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης και αρκετών Μ.Κ.Ο και να επιτρέψει στην κυβέρνηση να εξάγει το 40% της διαθέσιμης ποσότητας κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Με αυτόν τον τρόπο, το Ισραήλ εισέρχεται δυναμικά στον ενεργειακό χάρτη της Μεσογείου.[7] Εκτός από τα προφανή οικονομικά οφέλη, το Ισραήλ εξασφαλίζει μια σειρά από γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα.[8]

Τα τρία βασικά στρατηγικά πλεονεκτήματα που μπορεί να καρπωθεί το Ισραήλ από την εξαγωγή φυσικού αερίου είναι τα εξής: 1) Αύξηση των κρατικών εσόδων (δυνατότητα για αύξηση της υλικής βάσης της ισχύος). 2) Σε περίπτωση εξαγωγής του φυσικού αερίου, το Ισραήλ προάγει τη διαφοροποίηση της αγοράς φυσικού αερίου. Ακόμη και αν τα κοιτάσματα του Ισραήλ είναι πολύ μικρά σε σχέση με τα αντίστοιχα ρώσικα, χώρες οι οποίες δε θα μπορέσουν μακροπρόθεσμα να αγοράσουν το ρωσικό αέριο, μπορούν να στραφούν στο Ισραήλ. Αυτό παρέχει διττό όφελος στο Ισραήλ: α) οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα στην αγορά ενέργειας και β) αν οι πιθανοί πελάτες του Ισραήλ είναι αραβικά κράτη, τότε θα έχουν συμφέρον να εξoμαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, αναθεωρώντας απειλές που καθιστούσαν επισφαλή την ακεραιότητά του.

Με άλλα λόγια, το Ισραήλ θα ευνοηθεί στην χάραξη στρατηγικής εξωτερικής εξισορρόπησης. 3) Εξασφάλιση αιτιολόγησης αύξησης των εξοπλισμών. Οι δυνητικές πλατφόρμες εξόρυξης φυσικού αερίου και οι υποδομές απαιτούν ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την ασφάλειά τους. Το Ισραήλ σε περίπτωση που αυξάνει τις στρατιωτικές του δαπάνες γίνεται στόχος απειλών από χώρες που εκλαμβάνουν τις δαπάνες αυτές ως εχθρικές κινήσεις (π.χ. Ιράν). Ως παραγωγός και διανομέας φυσικού αερίου, το Ισραήλ θα έχει μεγάλες πιθανότητες να απολαμβάνει μια διεθνή ομπρέλα ασφάλειας, αυξάνοντας έτσι την ποιότητα των αμυντικών δυνατοτήτων αποφεύγοντας δαπάνες αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων.

Η Αμερικανική εξωτερική πολιτική ως παράγοντας ανασφάλειας του Ισραήλ.

Οι Η.Π.Α για αρκετές δεκαετίες, εγγυώνται την ασφάλεια του Ισραήλ καθώς το επίκεντρο των γεωστρατηγικών τους συμφερόντων, βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η άνοδος του Barack Obama στο προεδρικό αξίωμα των Η.Π.Α, σηματοδοτεί τρεις τάσεις που συνιστούν την αμερικανική διαφοροποίηση στην εξωτερική πολιτική, μετά το 2007. Πρώτον, οι Η.Π.Α έχουν αρχίσει να ασπάζονται περισσότερο την έμμεση προσέγγιση παρά την άμεση. Οι λόγοι που υπαγορεύουν αυτήν την αλλαγή, είναι και εσωτερικοί και συστημικοί. Η αμερικανική οικονομία και η ανασυγκρότησή της, επηρεάζει άμεσα την εξωτερική και αμυντική πολιτική των Η.Π.Α. Η πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α στον στρατιωτικό τομέα, δίνει το πλεονέκτημα να χρησιμοποιεί την αποτρεπτική φήμη που έχει χτίσει γύρω από τις αμυντικές τις ικανότητες χωρίς να χρειάζεται να κάνει χρήση ένοπλης βίας. Ο συστημικός λόγος που υπαγορεύει στις Η.Π.Α έναν «οικονομικότερο» τρόπο διατήρησης της ηγεμονικής θέσης τους στο διεθνές σύστημα, είναι ο σταδιακός σχηματισμός ενός ασταθούς πολυπολικού συστήματος. Δεύτερον, η άνοδος της Κίνας και η προσπάθεια επίτευξης περιφερειακής ηγεμονίας στην Βορειο-ανατολική Ασία, έχει υποχρεώσει τις Η.Π.Α να εστιάσουν σε αυτήν την περιοχή και να μην αναλώνουν χρήσιμες δυνάμεις σε άλλες περιοχές (εν προκειμένω, στη Μέση Ανατολή). Τρίτον, η Μέση Ανατολή ατενίζεται από τους Αμερικανούς ως «γόρδιος δεσμός» ο οποίος δημιούργησε πολλά προβλήματα στην αμερικανική οικονομία και κοινωνία. Η τάση για σταδιακή απεμπλοκή από τη Μέση Ανατολή (όχι ολική) είναι εμφανής. Από την στρατιωτική παρέμβαση στη Λιβύη, την κρίση της Συρίας και την προσπάθεια εξεύρεσης διπλωματικής λύσης στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, μέχρι και την προσπάθεια για οριστική απεμπλοκή από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, η Ουάσινγκτον αποδεικνύει πως η Μέση Ανατολή δεν είναι πλέον η περιοχή της απόλυτης προτεραιότητας γι’ αυτήν.

Αυτοί οι λόγοι που συνθέτουν την αλλαγή σύλληψης του διεθνή αμερικανικού ρόλου από τους ίδιους τους Αμερικανούς λήπτες αποφάσεων, επηρεάζουν καθοριστικά την ισραηλινή υψηλή στρατηγική. Μια ένδειξη της αυξανόμενης ανησυχίας του Ισραήλ σε σχέση με την πολιτική των Η.Π.Α, είναι η πρόσφατη ήττα του πανίσχυρου ισραηλινού λόμπι (AIPAC). Το φιλοϊσραηλινό λόμπι, ζήτησε την κύρωση νέων μέτρων κατά του Ιράν η οποία έχει απορριφθεί από τον Μπάρακ Ομπάμα που έχει αποφασίσει να δώσει «χώρο στη διπλωματία» αναφορικά με το Ιράν. Μολονότι, οι δωρεές έχουν αγγίξει επίπεδα ρεκόρ για το AIPAC (που εξασφάλισε αμερικανική βοήθεια προς το Ισραήλ, ύψους 3,1 δις δολαρίων), στο καίριο ζήτημα για τα ισραηλινά συμφέροντα, η προσπάθεια πίεσης δεν καρποφόρησε.[9]

 

Η συνέχιση της εξωτερικής εξισορρόπησης με εναλλακτικούς εξισορροπητές.

            Οι παράγοντες που συνιστούν την ιδιαιτερότητα του Ισραήλ, αναφέρθηκαν στην πρώτη ενότητα. Η πιθανή έλλειψη στρατηγικής εξωτερικής εξισορρόπησης, καθιστά το Ισραήλ απομονωμένο. Ο απομονωτισμός, δημιουργεί δύο βασικές στρατηγικές επιλογές: 1) την αύξηση της αυτοβοήθειας και 2) τον κίνδυνο επιβίωσης του ισραηλινού κράτους. Η αύξηση της αυτοβοήθειας, συνεπάγεται υιοθέτηση τακτικών, εξαιρετικά δαπανηρών (αύξηση δαπανών του στρατιωτικού εξοπλισμού). Το δίλημμα ασφάλειας υποχρεώνει το κράτος να γίνει περισσότερο επιθετικό προκειμένου να αντισταθμίσει τους κινδύνους. Η χρησιμότητα της διπλωματίας και η επίκληση διεθνοδικαιϊκών κανόνων, γίνονται δευτερεύοντα εργαλεία και η προσφυγή σε τακτικές προληπτικών πολέμων, γίνονται πιο προσφιλείς καθώς οι συγκρούσεις αντιμετωπίζονται ως παίγνια μηδενικών αθροισμάτων.

Η επιθετικότητα του Ισραήλ είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ασφάλεια που θεωρεί ότι απολαμβάνει. Οι σχέσεις με την Τουρκία και τις Η.Π.Α, δημιουργούν ανασφάλεια στο Ισραήλ και αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ο Μπέντζαμιν Νεντανιάχου προειδοποίησε τον Αμερικανό Πρόεδρο ότι αν δεν βρεθεί διπλωματική λύση που θα εγγυάται την επιβίωση του Ισραήλ στο ζήτημα με το Ιράν, το πρώτο, θα εξετάσει το σενάριο της μονομερούς επίθεσης εναντίον του Ιράν.

Οι σχέσεις του Ισραήλ με τη Ρωσία.

Οι σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Ρωσίας, έχουν ιστορικό βάθος πολύ πίσω από το 1948, όπου το Ισραήλ απέκτησε νομική προσωπικότητα. Οι σχέσεις των δύο κρατών, έχουν περάσει από πολλές φάσεις. Όταν το Ισραήλ ήταν στενός στρατηγικός εταίρος των Η.Π.Α, λογιζόταν (μαζί και η Τουρκία) ως μη φιλικό κράτος (τουλάχιστον) και αντιμετωπιζόταν με καχυποψία λόγω του ότι «εξυπηρετούσε αμερικανικά συμφέροντα». Στην πραγματικότητα, η Ε.Σ.Σ.Δ, είχε υιοθετήσει μια φιλοαραβική πολιτική καθώς εξυπηρετούσε τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα και μολονότι ήταν από τα πρώτα κράτη που αναγνώρισαν την ανεξαρτησία του Ισραήλ, μετά από σχεδόν 20 έτη (1967) έφτασε να έχει εχθρικές σχέσεις με το Ισραήλ λόγω της επίθεσης του Ισραήλ στον «Πόλεμο των Έξι Ημερών». Κατά τη δεκαετία του 1990, οι οικονομικές σχέσεις των δύο κρατών αυξήθηκαν αλλά η ψύχρανση των σχέσεων παρέμεινε καθώς η Ρωσία, συνέχιζε να στηρίζει τις αραβικές χώρες (ιδίως ο Ρώσος πρωθυπουργός Γιευγένι Πριμακόφ) και τους Παλαιστίνιους.[10]

Η εποχή Πούτιν στη Ρωσία, σηματοδότησε πολλές αλλαγές. Η ρωσική κυβέρνηση που διαδέχτηκε την αντίστοιχη του Γιέλτσιν, μολονότι θεώρησε ως στόχο την αναθεώρηση του ρωσικού αποκλεισμού, (από την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ) δε στηρίχθηκε στα μέσα που χρησιμοποιούσε η Ε.Σ.Σ.Δ. Η υιοθέτηση μιας κομουνιστικής ιδεολογίας διεθνούς βεληνεκούς, θα περιόριζε το εύρος και το βάθος της νέας ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Επίσης, η δραστηριοποίηση ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων, (ομάδες Τσετσένων αυτονομιστών) κυρίως στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, υπαγόρευσε μια ρωσική  στρατηγική, λιγότερο στενή με τον αραβικό κόσμο σε σύγκριση με το παρελθόν. Η στήριξη της Ρωσίας προς τις Η.Π.Α, έφερε μια σχετική σύγκλιση συμφερόντων και με το Ισραήλ. Από το 1999, οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών, μοιράζονταν στοιχεία με τη Μόσχα που αφορούσαν τους Τσετσένους και συνέδεαν την PLO με τους Τσετσένους.[11] Παρόλα αυτά, το μεγάλο «αγκάθι» στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ισραήλ, υπήρξε σταθερά για μια δεκαετία το θέμα του Ιράν. Οι σχέσεις της Ρωσίας με το Ισραήλ, από το 1991 και μετά, βελτιώνονται συνεχώς ειδικά σε θέματα που αφορούν την οικονομία, τον τουρισμό, τη στρατιωτική τεχνολογία και την επιστήμη. Παρόλο που 1 εκ. Ρωσο-ισραηλινοί κατοικούν στο Ισραήλ και σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής οι δύο χώρες έχουν πολύ ισχυρούς δεσμούς, τα στρατηγικά τους συμφέροντα αποκλίνουν σε αρκετές περιπτώσεις.

Αν θέλει κανείς να εξετάσει σε βάθος τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ισραήλ, οφείλει να δει τις ρωσο-συριακές σχέσεις, τις ρωσο-παλαιστινιακές και τις ρωσο-ιρανικές. O Isi Leibler, θεωρεί πως η Ρωσία και το Ισραήλ, δεν μπορούν να θεωρηθούν σύμμαχοι.[12] Στο ζήτημα της Συρίας, η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ πλαισιώνεται από ένα δίλημμα. Από τη μία, τα χημικά όπλα που διαθέτει ο Άσαντ και η παραδοσιακή (τουλάχιστον πριν την συριακή κρίση) σχέση του καθεστώτος με το Ιράν, είναι λόγοι για να απειλείται η επιβίωση του Ισραήλ. Από τη διαμεσολάβηση του Χένρι Κίσσινγκερ το 1974, έχουν καθοριστεί οι κόκκινες γραμμές των σχέσεων μεταξύ Συρίας και Ισραήλ. Παρόλη την εχθρότητα που πλαισιώνει τις σχέσεις των δύο κρατών, το Ισραήλ δε ρισκάρει μια επόμενη μέρα στη Συρία, χωρίς τον Άσαντ.[13] Επομένως, το ζήτημα της Συρίας, μολονότι υπαρκτό, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εξαιρετικά ακανθώδες για τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ισραήλ. Το Παλαιστινιακό Ζήτημα, είναι ακόμη ένα ζήτημα για το οποίο οι δύο χώρες απομακρύνονται. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Liebler, το ότι η Ρωσία ψηφίζει υπέρ των Παλαιστινίων στον Ο.Η.Ε, δεν είναι το ίδιο σημαντικό με το γεγονός ότι στηρίζει το Ιράν.[14] Δεδομένων των νέων συνθηκών, το ζήτημα του Ιράν θα επιχειρηθεί να λυθεί με διπλωματικά μέσα. Η πρόσφατη επίσημη συνάντηση μεταξύ Πούτιν και Νεντανιάχου, ανέδειξε τη θέληση της Ρωσίας να καθησυχάσει το Ισραήλ. «Η Ρωσία, δε θα υποστήριζε ενέργειες οι οποίες απειλούν το Ισραήλ», δήλωσε ο Πούτιν. [15]

Η επανεμφάνιση της ρωσικής ισχύος στη Μέση Ανατολή, έχει και μια ακόμη σηματοδότηση για το Ισραήλ, που κάνει τη Μόσχα επιθυμητό σύμμαχό του. Πρώτον, η Ρωσία με τη δυναμική της είσοδο στις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής, υπαγορεύει στο Ισραήλ να επαναπροσδιορίσει τη γεωπολιτική δυναμική της περιφέρειας. Δεύτερον, η Ρωσία διατηρεί στρατηγικές σχέσεις με το Ιράν και με τη Συρία. Οι δύο χώρες, δύσκολα θα μπορούν να κινηθούν μονομερώς απειλητικά για το Ισραήλ, σε περίπτωση που η Ρωσία αποδοκιμάσει τέτοιου είδους τακτικές. Τρίτον, η Ρωσία μπορεί να  καλύψει το κενό των Η.Π.Α και της Τουρκίας καθώς είναι η εγγύτερη πυρηνική δύναμη που δεν είναι αραβική και αντιμετωπίζει προβλήματα με την ισλαμική τρομοκρατία. Άλλωστε, τα πρόσφατα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Ρωσία, πιθανολογείται ότι θα φέρουν ξανά κοντά τις δύο χώρες στους τομείς ανταλλαγής πληροφοριών. Τέταρτον, σε περίπτωση που το Ισραήλ γίνει παραγωγός φυσικού αερίου, η Ρωσία θα γίνει ακόμη πιο απαραίτητη λόγω της ύπαρξης του ρωσικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η δυνητική είσοδος του Ισραήλ στην αγορά ενέργειας, μολονότι θα διαφοροποιήσει τη διεθνή αγορά ενέργειας (σε έναν βαθμό) και μπορεί να μειώσει το μερίδιο της πανίσχυρης Gazprom, δεν είναι πλήρως ανταγωνιστική με τα ρωσικά συμφέροντα. Αξιωματούχοι του Ισραήλ, κάλεσαν την Gazprom για συνομιλίες σχετικές με τα πλοία που θα μεταφέρουν υγροποιημένο αέριο (LNG).[16] Η ρωσική τεχνογνωσία σε θέματα που αφορούν την ενέργεια, θα αποδειχθεί πολύ χρήσιμη για το Ισραήλ.

Αυτό που τονίζουν οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι, είναι ότι η προσπάθεια βελτίωσης των ρωσο-ισραηλινών σχέσεων δεν έχει ως στόχο την υποκατάσταση των αμερικανο-ισραηλινών σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση, η ρεαλιστική προσέγγιση θεωρεί δεδομένη την αναρχία που επικρατεί στο διεθνές σύστημα. Επιπρόσθετα, οι συμμαχίες έχουν προσωρινό χαρακτήρα που λαμβάνει χώρα μόνο όταν δύο ή περισσότερα κράτη θεωρήσουν ότι τα συμφέροντά τους είναι σε σύγκλιση, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η υψηλή στρατηγική του Ισραήλ υπαγορεύει ξεκάθαρες τακτικές όσον αφορά την επίτευξη συμμαχιών. Για το αν η Ρωσία δυνητικά θα μπορέσει να υποκαταστήσει την κραταιά στρατηγική σχέση μεταξύ Ισραήλ και Η.Π.Α, εξαρτάται –μεταξύ άλλων- από δύο βασικούς παράγοντες: 1) τη στρατηγική των Η.Π.Α αναφορικά με την ευρύτερη Μέση Ανατολή και 2) την πολιτική βούληση της Ρωσίας να αναπληρώσει το κενό που θα αφήσει μια πιθανή αμερικανική απομάκρυνση από την περιοχή.

 

 

 

Το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία. Σύμμαχοι από σύγκλιση ή από σύμπτωση;

            Οι σχέσεις μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διαχρονικά. Το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, ακολουθεί μια εξωτερική πολιτική η οποία προσπαθεί να επιτύχει αντιφατικούς στόχους. Μέχρι και την ιρανική επανάσταση του 1979, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, η Τουρκία και το Ισραήλ, αποτελούσαν βασικούς γεωστρατηγικούς πυλώνες των Η.Π.Α. Με αυτόν τον τρόπο, οι Η.Π.Α ήλεγχαν το γεωπολιτικό τόξο της Ευρασίας, (rimland) αποτρέποντας την Ε.Σ.Σ.Δ να έχει έλεγχο κρίσιμων θαλάσσιων ζωνών. Το Ισραήλ, έδινε μεγάλη σημασία για το πώς πολιτευόταν η Σαουδική Αραβία η οποία, ως χώρα που είχε υπό τον έλεγχό της τους ιερούς τόπους του Ισλάμ, ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή στο σύνολο του αραβικού και μουσουλμανικού κόσμου.

            Από την άνοδο του Νάσερ στην Αίγυπτο στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Σαουδική Αραβία ένιωθε να κινδυνεύει από την άνοδο της Αιγύπτου και την εξέλιξή της σε ηγέτιδα δύναμη του αραβικού κόσμου. Ο νασερισμός, είχε έντονα αντι-αποικιοκρατικά και αντιδυτικά χαρακτηριστικά. Ο Νάσερ ταυτίστηκε με τον παναραβισμό (αραβικό εθνικισμό). Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέκρινε τη στάση της Σαουδικής Αραβίας στο θέμα της ειδικής της σχέσης με τις Η.Π.Α.

            Η σύγκλιση των συμφερόντων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, ακολούθησαν ένα από τα αρχαιότερα δόγματα της στρατηγικής και της εξωτερικής πολιτικής. «Ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου». Η αιγυπτιο-ισραηλινή διένεξη, εκτονώθηκε σε τρεις πολέμους. Η Σαουδική Αραβία, αρχικά υποστήριζε τους Παλαιστινίους και τον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ισραήλ. Όταν ο Νάσερ βοήθησε τους αντικαθεστωτικούς της Υεμένης ώστε να ανατρέψουν το φιλομοναρχικό καθεστώς, η Σαουδική Αραβία προμηθεύτηκε όπλα από το Ισραήλ, μια συναλλαγή που έγινε γνωστή ως Operation Leopard.[17] Η πολιτική της Σαουδικής Αραβίας, ήταν προσεκτική στο θέμα του Ισραήλ. Συχνά-πυκνά, οι επίσημοι του βασιλείου, έκαναν μνεία για τον «σιωνιστικό κίνδυνο», περισσότερο για να δείξουν στον αραβικό κόσμο πως οι αιτιάσεις του Νάσερ δεν είναι δικαιολογημένες. Οι Η.Π.Α άλλωστε, μεσολαβούσαν όταν οι σχέσεις της Ιερουσαλήμ και του Ριάντ, ξεπερνούσαν τα όρια των ρητορικών αντεγκλήσεων.

            Η Ισλαμική Επανάσταση του Αγιατολάχ Χομεϊνί, το 1979 έφερε για άλλη μια φορά κοντά τα δύο κράτη. Η Σαουδική Αραβία, δαιμονοποιήθηκε από το Χομεϊνί ως «προδοτικό κράτος» για τον αραβικό κόσμο και «σατανικό σύμμαχο των Η.Π.Α». Στο Βασίλειο, θεωρούσαν ότι το Ιράν, χρησιμοποιούσε την εσωτερική πολιτική του και το καθεστώς Χομεϊνί για να επηρεάσει τις μοναρχίες της Αραβικής Χερσονήσου.[18]Δημοσιεύματα της Sunday Times, παρείχαν πληροφορίες (στα όρια των φημών) που ήθελαν το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία να έχουν στενές στρατιωτικές σχέσεις από τότε που το Ιράν ξεκίνησε να γίνεται απειλητικό. Τον περασμένο Μάιο, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Η.Α.Ε, ήρθαν σε συμφωνία (σύμφωνα με Telegraph και Sunday Times) για ανταλλαγή πληροφοριών, κοινή χρήση σταθμού ραντάρ και αντιπυραυλική άμυνα. [19]

            Η ρεαλιστική βάση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, δεν έχει σχέση με τις παραπάνω φήμες. Ωστόσο και το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, επιθυμούν τη σύσφιξη των σχέσεών τους, για τους εξής λόγους: 1) Η Σαουδική Αραβία, θεωρεί ότι διατρέχει τον ίδιο υπαρξιακό κίνδυνο με το Ισραήλ σε περίπτωση που το Ιράν πετύχει κατοχή πυρηνικών όπλων. 2) Το Ισραήλ χρειάζεται ανατολικό στρατηγικό βάθος προκειμένου να καταστήσει αξιόπιστη την πυρηνική απειλή του εναντίον του Ιράν, σε περίπτωση που η διπλωματική οδός, αποτύχει. 3) Η Τουρκία, δεν φαντάζει αξιόπιστος στρατηγικός εταίρος για το Ισραήλ. 4) Η Ιερουσαλήμ και το Βασίλειο, αισθάνονται ανασφάλεια από την αμηχανία (όπως τα ίδια τα κράτη θεωρούν) των Η.Π.Α στο ζήτημα του Ιράν. Ωστόσο, αυτή η σύσφιξη δεν μπορεί να εξελιχθεί άμεσα σε «στρατηγική σχέση» για μια άλλη σειρά από λόγους: 1) Η Σαουδική Αραβία, προσπαθεί να διατηρήσει –και να επαυξήσει- τη θέση της ως σημαντικής δύναμης στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Ο μουσουλμανικός κόσμος, δε θα μπορούσε εύκολα να επιδοκιμάσει μια ειδική σχέση μεταξύ του Βασιλείου και του Ισραήλ. 2) Το Ισραήλ, γνωρίζει τους σαουδαραβικούς περιορισμούς και είναι επιφυλακτικό απέναντι στη Σαουδική Αραβία. 3) Το βάθος μιας υποτιθέμενης στρατηγικής σχέσης, δε θα είναι μεγάλο σε περίπτωση που η διπλωματική οδός επιλύσει το ιρανικό ζήτημα. Η Σαουδική Αραβία, στοχεύει στο να διαδραματίσει έναν ηγετικό ρόλο στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο. 4) Οι Η.Π.Α, θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν έναν ισχυρό άξονα μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, ειδικά αν στηρίζεται στην καχυποψία των δύο κρατών απέναντι στις Η.Π.Α.[20]

            Σε κάθε περίπτωση, οι πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ, επιτρέπουν βραχυπρόθεσμες συμμαχίες με κράτη τα οποία έχουν κοινά (ζωτικά) συμφέροντα με αυτό. Το ζήτημα του Ιράν, απειλεί την εδαφική ακεραιότητα του Ισραήλ (στην ισραηλινή σύλληψη του ζητήματος του Ιράν). Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει αναφορικά με τη Σαουδική Αραβία. Το σαουδαραβικό παρελθόν, (βλ. παραπάνω για Ισραήλ, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία την περίοδο του Νάσερ) έχει αποδείξει ότι σε ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια της χώρας, μπορεί να συνεργαστεί με το Ισραήλ. Η έκπτωση των αμερικανο-ισραηλινών σχέσεων και των αντίστοιχων αμερικανο-σαουδαραβικών, ενισχύει την τάση προσέγγισης των δύο χωρών. Η φημολογία περί στρατηγικής συνεργασίας των δύο χωρών, σηματοδοτεί την ιρανική περικύκλωση και δημιουργεί την κατάλληλη αποτρεπτική φήμη, προκειμένου το Ιράν να μην εγκαταλείψει τις διαπραγματεύσεις και επιστρέψει στις φιλοδοξίες για απόκτηση πυρηνικού όπλου.

            Επιπρόσθετα, οι Η.Π.Α, ωφελούνται στην περίπτωση φημολογίας για τη δημιουργία ενός άξονα Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Στο θετικό σενάριο, το Ιράν αναγνωρίζει το «μοντέλο των ανακριτών». Οι Η.Π.Α, παρουσιάζονται ως «καλός ανακριτής» που προσπαθεί να πείσει τον συλληφθέντα να ομολογήσει το αδίκημά του. Ταυτόχρονα, αφήνουν στο Ιράν το περιθώριο να αξιολογήσει τον «κακό ανακριτή» (εν προκειμένω Σαουδική Αραβία –Ισραήλ) και να δεχτεί τους όρους της διαπραγμάτευσης. Σε αυτήν την περίπτωση, κερδίζουν και τα τρία μέρη. Εν κατακλείδι, τους επόμενους μήνες, αναμένεται σύσφιξη σχέσεων μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ.

 

 

 

Ελλάδα και Κύπρος: Ιδανικοί ισραηλινοί σύμμαχοι, υπό προϋποθέσεις.

Ισραήλ και Ελλάδα.

            Οι σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και Ελλάδας, φαίνονται να έχουν μπει σε ένα στάδιο ωρίμανσης. Πριν από αυτό, οι μεταξύ τους σχέσεις δεν ήταν γόνιμες. Ο Μοσέ Κατσάβ, το 2006, ήταν ο πρώτος αρχηγός κράτους του Ισραήλ, που επισκέφτηκε επίσημα την Ελλάδα. Σε μια περίοδο που οι σχέσεις του Ισραήλ με την Τουρκία ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, ο Ισραηλινός αρχηγός κράτους επισκέφτηκε επίσημα την Ελλάδα. Αυτή η επίσκεψη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως προπομπός της σύσφιξης σχέσεων που ακολούθησαν σταδιακά τα επόμενα 6 χρόνια. Η Ελλάδα, αναγνώρισε ως κράτος το Ισραήλ, μόλις το 1991 και αυτό αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για τις –στην καλύτερη περίπτωση- παγωμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.[21]

Τα 43 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι η Ελλάδα να αναγνωρίσει το ισραηλινό κράτος, χαρακτηρίζονται ως άγονα για τις ελληνο-ισραηλινές σχέσεις. Οι χαρακτηρισμοί για τις σχέσεις των δύο χωρών για εκείνη τη μακρόχρονη περίοδο, αγγίζουν ακόμη και τη «συγκαλυμμένη εχθρότητα». Η αναγνώριση του Ισραήλ από την πλευρά της Ελλάδας, σηματοδότησε τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών που έχουν αφήσει μια πολύ πλούσια πολιτισμική παρακαταθήκη σε ιστορικό βάθος χιλιετηρίδων. 

Το Ισραήλ, είναι υποχρεωμένο να εκτιμά γεωπολιτικούς και ανθρωπογεωγραφικούς παράγοντες στη διαδικασία λήψης σημαντικών αποφάσεων. Η αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, υπαγορεύεται από δύο σημαντικές παραμέτρους. Η πρώτη, αφορά τη βούληση των δύο κρατών για περαιτέρω σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, καθώς θεωρούν αυτήν, ωφέλιμη. Η δεύτερη, σχετίζεται άμεσα την πρώτη και αφορά την αλλαγή του περιφερειακού συστήματος ισορροπίας ισχύος. Το διεθνές/περιφερειακό σύστημα, επηρεάζει σημαντικά τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των κρατών. Από το 2011 και μετά, τρείς σημαντικές εξελίξεις που αφορούν τη δομή του συστήματος καθορίζουν την εξωτερική πολιτική του Ισραήλ. 1) Η Αραβική Άνοιξη. 2) Η απότομη υποβάθμιση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων. 3) Οι μελέτες που αποδεικνύουν πως το Ισραήλ, η Ελλάδα και η Κύπρος (μεταξύ άλλων) διαθέτουν στο υπέδαφός τους σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου.

Από το 2007 και μέχρι το 2009, τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήχθησαν από τις Delek , Noble, Isramco και Dor Alon, έδειξαν ότι στο κοίτασμα Τamar, υπάρχουν 270 δις κυβικά μέτρα φυσικού αερίου.[22] Τα κοιτάσματα που βρίσκονται στον υποθαλάσσιο χώρο της Ελλάδας, θα αξιολογηθούν με μεγαλύτερη βεβαιότητα την προσεχή άνοιξη. Πέραν της δυνητικής ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Ισραήλ, υπάρχουν πολύ σημαντικοί παράγοντες που ωθούν το Ισραήλ στο να αναβαθμίσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την Ελλάδα. Άλλωστε, το σενάριο αγωγού μεταξύ Ελλάδος-Ισραήλ και Κύπρου, ήταν λιγότερο πιθανό, όχι μόνο για το κόστος του. Το Ισραήλ εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο στο να αποκλείσει όχι μόνο το σενάριο κατασκευής αγωγού, αλλά και τα LNG. Η μέθοδος CNG, (συμπιεσμένη μορφή αερίου) φαίνεται να είναι πιο επικερδής για το ισραηλινό κράτος, που επιθυμεί σχετική αυτονομία στην ενεργειακή του πολιτική.[23] Στην πραγματικότητα, η αιτία που το Ισραήλ δεν επιθυμεί την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου, ταυτίζεται με την αντίστοιχη που η Ιερουσαλήμ επιθυμεί σύσφιξη των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων.

Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, είχε κάποτε πει πως «Η ζωή είναι σαν το ποδήλατο». Για να βρίσκεσαι σε ισορροπία πρέπει να κινείσαι συνεχώς». Η μεταφορά αυτή, φαίνεται να είναι στον πυρήνα της υψηλής στρατηγικής του Ισραήλ. Το σχετικά νεοσύστατο κράτος, (1948) δημιουργήθηκε σε ένα εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον και ιδιαίτερα εχθρικό γι’ αυτό. Οι μακροχρόνιες δεσμεύσεις, δεν εξυπηρετούν τους στόχους του κράτους, ειδικά αν αυτές είναι να λάβουν χώρα με χώρες που είναι στην ευρύτερη γειτονιά του. Ένας αγωγός, θα δέσμευε το Ισραήλ. Η αποφυγή δεσμεύσεων, -όπως αναφέρθηκε παραπάνω- είναι αρχή θεμελιώδους σημασίας για την ισραηλινή εξωτερική πολιτική. Ειδικά σε ένα ζήτημα όπως η ενεργειακή ασφάλεια, η Ιερουσαλήμ είναι ιδιαίτερα προσεκτική.

Η Ελλάδα, πληροί κάποιες σημαντικές προϋποθέσεις της εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ που αφορά την εξωτερική του εξισορρόπηση. 1) Δεν είναι χώρα αραβική και δεν απαρτίζεται από ισλαμική κοινωνία. 2) Αντίθετα, είναι μια δυτική δημοκρατία, που ακόμη και στην επαχθή οικονομική κατάσταση που έχει περιέλθει, ανήκει στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς και παρουσιάζει σταθερότητα. 3) Επιπρόσθετα, η Ελλάδα δεν έχει «ηγεμονικές τάσεις» για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. 4) Άλλος ένας παράγοντας, που κάνει την Ελλάδα ελκυστική για το Ισραήλ, αποτελεί η γνώση του Ισραήλ πως η Ελλάδα έχει ανάγκη από συμμάχους με ισχυρή παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. 5) Η Ελλάδα, τηρουμένων των αναλογιών έκτασης-πληθυσμού, έχει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Συγκεκριμένα, το Ισραήλ ενδιαφέρεται για την εξαιρετικά αξιόμαχη Ελληνική Πολεμική Αεροπορία και για το έμπειρο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. [24]

Η μεγαλύτερη συζήτηση που αφορά την προσέγγιση μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας, έχει λάβει χώρα για δύο ζητήματα: Πρώτον, για το αν οι δύο χώρες έχουν στρατηγική προοπτική (κυρίως το Ισραήλ) για την όλο και πιο έντονη μεταξύ τους προσέγγιση από το 2006 και μετά. Δεύτερον για το αν η αυτή η προσέγγιση έχει να κάνει με την επιδείνωση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων κατά την ίδια περίοδο. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, πως τα δύο ζητήματα, έχουν διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Το «ψυχογράφημα» της ισραηλινής υψηλής στρατηγικής, ανάγεται στο ρητό «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Παραπάνω, αναλύσαμε τους λόγους για τους οποίους το Ισραήλ προτιμά λιγότερο δεσμευτικές συμμαχίες. Η Τουρκία, υπήρξε για το Ισραήλ ο ιδανικός σύμμαχος στην περιοχή σε ένα άλλο διεθνές σύστημα. Ο επαναπροσδιορισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και η εργαλειακή χρήση του Ισλάμ, απομακρύνει το Ισραήλ από την γεωπολιτική του εξάρτηση από την Άγκυρα.

Η απάντηση στα δύο αλληλένδετα ζητήματα, που αποδεικνύουν και το βάθος της σχέσης που επιθυμεί να αποκτήσει το Ισραήλ με την Ελλάδα, εξαρτάται από αρκετές υποθέσεις εργασίας. 1) Η σύσφιξη των σχέσεων με την Ελλάδα, έχει στρατηγικό ορίζοντα, όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα λάβει χώρα στην πραγματικότητα. 2) Υπάρχει συσχετισμός του κακού momentumτων σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας με την ελληνο-ισραηλινή προσέγγιση, όμως δεν μπορεί να λάβει χώρα μόνο στο επίπεδο «ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου». 3) Όσο το Ιράν παραμένει η βασική ανατολική απειλή για το Ισραήλ, η Τουρκία θα παραμένει σημαντική για το ανατολικό γεωστρατηγικό βάθος του Ισραήλ. 4) Το κακό momentum μεταξύ των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, υπάρχει πιθανότητα να οφείλεται στην κυβέρνηση του ΑΚΡ και στην πολιτική Ερντογάν-Νταβούτογλου. 5) Η συγγνώμη που ζήτησε την περασμένη άνοιξη το Ισραήλ στην Τουρκία για το γεγονός του στολίσκου, μπορεί να είναι η αρχή μιας νέας προσπάθειας του Ισραήλ και της Τουρκίας να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους, υπό την πίεση των Η.Π.Α. 6) Η Ελλάδα, έχει ψηφίσει αρκετές φορές υπέρ των Παλαιστινίων στον Ο.Η.Ε και για πολλές δεκαετίες, ήταν παραδοσιακός σύμμαχος των αραβικών χωρών. 7) Η ελληνική οικονομική κρίση, έχει πιθανότητες να εξελιχθεί σε πολιτική αστάθεια η οποία δε θα κατοχυρώνει ισχυρή πολιτική βούληση από το εκάστοτε κυβερνητικό σχήμα.

Η αλληλένδετη σχέση μεταξύ αυτών των υποθέσεων, σε συνδυασμό με την ιεραρχία αξιών της ισραηλινής στρατηγικής, μπορεί να αποδώσει μια σαφή τάση για το πιθανό μέλλον των σχέσεών Ιερουσαλήμ-Αθήνας, με βάση την ισραηλινή επιδίωξη. Υπάρχει στρατηγικός ορίζοντας μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ. Η υλοποίηση της στρατηγικής σχέσης, πέραν από την –εκατέρωθεν- ισόρροπη πολιτική βούληση που χρειάζεται να επιδείξουν, εξαρτάται εν πολλοίς από: 1) Το νέο σημείο στο οποίο θα επανέλθουν οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις. Είναι αναμενόμενο πως αν η Τουρκία εκπέσει από τις γεωπολιτικές προτεραιότητες του Ισραήλ λόγω συγκρουσιακού κλίματος ανάλογου με αυτό που ξεκίνησε με τον στολίσκο, θα υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να συσφίξει τις σχέσεις του με την Ελλάδα, λόγω του σημαντικού γεωπολιτικού χώρου που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα. 2) Το μέλλον των σχέσεων της Ελλάδας με τις αραβικές χώρες. 3) Η εξέλιξη του θέματος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές που θα έχει το Ισραήλ, σε σχέση με την Τουρκία. Η συγνώμη της περασμένης άνοιξης, δεν είναι αρκετή για να φέρει ξανά τις δύο χώρες σε στρατηγική συνεργασία. Η Τουρκία, είτε αναλάβει την κυβέρνηση ο Γκιούλ, είτε η σημερινή αντιπολίτευση, έχει κάθε λόγο να συνεχίσει μια πολυσχιδή εξωτερική πολιτική που αρκετές φορές, θα θεωρείται επικίνδυνη από πλευράς του Ισραήλ.

Κατόπιν αυτών, οι ελληνο-ισραηλινές σχέσεις, δύνανται να ενισχυθούν από την πιθανή έκπτωση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων αλλά είναι λιγότερο πιθανό να είναι μόνο αυτός ο παράγοντας που θα καθορίσει την υλοποίηση μιας τέτοιας συνεργασίας. Άλλωστε, η ενίσχυση των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων, δεν αποκλείει τη βελτίωση των αντίστοιχων τουρκο-ισραηλινών από την πλευρά του Ισραήλ.[25] Αν το Ισραήλ αποκτήσει τη δυνατότητα να ανασυγκροτήσει το γεωπολιτικό του χώρο με τη δημιουργία μιας πολυμερούς συμμαχίας, θα αποκτήσει έναν ρόλο περιφερειακής πρωτοβουλίας που θα του επιτρέψει να νιώθει πιο ασφαλές. Μια περιφερειακή συνεργασία μεταξύ Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου και Τουρκίας (με συντονιστή της ηγεμονικής σταθερότητας το Ισραήλ) θα έδινε τη μεγαλύτερη δυνατή νομιμοποίηση των ισραηλινών θέσεων σε πληθώρα ζητημάτων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον αναδυόμενο ενεργειακό ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίσει το Ισραήλ, θα προσπαθήσει να γεφυρώσει το χάσμα που θα προκύψει μεταξύ «πελατών και εχθρών».

Συμπερασματικά, η σχέση του Ισραήλ με την Ελλάδα, υπαγορεύεται από τον επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ. Η ελληνική στροφή του Ισραήλ, μολονότι επηρεάζεται από το κακό momentum στο οποίο βρίσκονται οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, δεν καθορίζεται αποκλειστικά από αυτό. Η σύσφιξη των σχέσεων με την Ελλάδα, έχει την τάση να διευρύνεται και να εμβαθύνεται. Το εύρος και το βάθος της σχέσης θα εξαρτηθούν από τη βούληση των δύο κρατών καθώς και από συστημικούς παράγοντες που αφορούν την περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου. Η αρχαία κινεζική τακτική «βλέποντας και κάνοντας», φαίνεται να επιτρέπει στο Ισραήλ τη δυνατότητα των επιλογών για τη δημιουργία συμμαχιών, χωρίς να προχωρεί σε δεσμεύσεις.

 
Το αεροπλανοφόρο της Μεσογείου και το Ισραήλ.

            Όπως και με την Ελλάδα, η Κύπρος έχει αναπτύξει ιδιαίτερα τις σχέσεις της με το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια. Η –σχεδόν- ταυτόχρονη ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ισραήλ αντίστοιχα, έφερε τις δύο χώρες κοντά, προκειμένου να εξετάσουν το ενδεχόμενο συνεταιρικής σχέσης. Το ιστορικό βάθος των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών, ανάγεται στην ελληνιστική περίοδο, όταν και οι πρώτοι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στη Μεγαλόνησο. Στα τέλη του Μεσαίωνα, κύματα Εβραίων προσφύγων έφτασαν στην Κύπρο (κυρίως λόγω μαζικών διωγμών που υπέστησαν στην Ισπανία). Οι διακρατικές σχέσεις, ξεκινούν τον 20ο αιώνα κατά τη δεκαετία του 1960.[26]         

            Από την αρχή της ύπαρξης του Ισραήλ ως κράτους, η Κύπρος ήταν σημαντικός πυλώνας για την περιφερειακή πολιτική του πρώτου. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Κύπρος δεν περιόρισε τις σχέσεις της με το Ισραήλ λόγω της ταυτόχρονης σύσφιξης των σχέσεων με αραβικές χώρες. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, εξαρτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις στενές σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας.[27]

            Οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν το Ισραήλ στο να επιδιώξει στενότερες σχέσεις με την Κύπρο, είναι τρεις: 1) Η γεωλογική συνόρευση των ισραηλινών κοιτασμάτων φυσικού αερίου με τα αντίστοιχα κυπριακά. 2) Η ύφεση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας που το 2011 έφτασαν σε σημείο που να μπορούν να χαρακτηριστούν ως εχθρικές. 3) Η πολιτική αστάθεια της Αιγύπτου και η παρατεταμένη Αραβική Άνοιξη που διανύει το Κάιρο.[28] Η συνολική ποσότητα των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, που έχουν εντοπισθεί, εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 120-150 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια.[29] Πιο συγκεκριμένα, το Τμήμα Γεωλογικής Έρευνας των Η.Π.Α, (U.S.G.S) σε έρευνά του, εκτιμά πως στη λεκάνη του Λεβάντ, μεταξύ Συρίας, Ισραήλ και Κύπρου, υπάρχουν 122 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου. Το πηγάδι «Λεβιάθαν», εκτιμάται ως διπλάσιο (σε ποσότητα κυβικών ποδών) από το κοίτασμα «Ταμάρ» (16 τρις κυβ. π. και 8 τρις κυβ. π. αντίστοιχα).[30]

            Η γειτνίαση των ΑΟΖ της Κύπρου και του Ισραήλ, είναι πολύ σημαντική για τις σχέσεις των δύο χωρών. Το κοίτασμα «Αφορδίτη», που βρίσκεται ανατολικά του «οικοπέδου 12», γειτνιάζει με το «Λεβιάθαν» και το «Ταμάρ». Οι νέες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο «οικόπεδο 12», δείχνουν πως υπάρχουν 4.1 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια, δηλαδή, η εκτιμώμενη ποσότητα είναι η μισή από αυτή που εκτιμάται ότι υπάρχει στο Ταμάρ. Παρόλα αυτά, τα συμπυκνώματα (υδρογονάνθρακες) που έφερε στο φως η έρευνα από Delek και Avner, υπολογίζονται ότι ανέρχονται σε 8.1 εκατομμύρια βαρέλια.[31] Οι επιλογές των κρατών για την αξιοποίηση αυτού του σημαντικού ορυκτού πλούτου που αλλάζει εκ βαράθρων τη γεωοικονομική και γεωπολιτική διάσταση της Ανατολικής Μεσογείου, δεν μπορούν να είναι ξεκάθαρες και χωρίς διλήμματα. Η σκέψη για κατασκευή αγωγού, είτε προς την πλευρά Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας, είτε προς την αντίστοιχη πλευρά της Τουρκίας, έχει λιγότερες πιθανότητες αν λάβουμε υπόψιν τα πάγια γεωπολιτικά συμφέροντα του Ισραήλ. Η κατασκευή αγωγού, θα αποτελέσει μια δεσμευτική εξάρτηση για το Ισραήλ, το οποίο θα πρέπει να ενδίδει σε ενδεχόμενους εκβιασμούς.[32]

                   Επίσης, το κόστος του αγωγού είναι ιδιαίτερα υψηλό. Η σκέψη της συμπίεσης του φυσικού αερίου, είναι αυτή που αναλύθηκε παραπάνω, ωστόσο υπήρχαν και υπάρχουν σκέψεις για δημιουργία σταθμού υγροποίησης στην Κύπρο και σύμπραξη μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας. Η μεταφορά του φυσικού αερίου με τρόπο LNG, εξασφαλίζει ελαστικό τρόπο εξαγωγών, είτε στην Ασία, είτε στην Ευρώπη ακολουθώντας τις εκάστοτε πιο συμφέρουσες τιμές πώλησης. Από την άλλη πλευρά, εξασφαλίζει το έδαφος του Ισραήλ από το να γίνει στόχος εχθρικών ως προς αυτό, κρατών. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο στο Ισραήλ υπήρχε δίλημμα ως προς τον τρόπο αξιοποίησης του φυσικού αερίου (εσωτερική κατανάλωση και ενεργειακή αυτονομία ή εσωτερική κατανάλωση και εξαγωγές).

 

Πίνακας 1: Τα γειτνιάζοντα κοιτάσματα φυσικού αερίου του Ισραήλ και της Κύπρου.

 


Ανεξάρτητα με το αν το Ισραήλ και η Κύπρος γίνουν τελικά ενεργειακοί συνέταιροι, το Ισραήλ έχει σημαντικούς λόγους για τους οποίους επιθυμεί να αναπτύσσει ολοένα και περισσότερο τις σχέσεις του με την Κύπρο. Η γεωπολιτική αξία της Κύπρου, ενισχύει το Ισραήλ σε μία σειρά από παράγοντες: 1) Η Κύπρος έχει καλή σχέση με το εχθρικό (για το Ισραήλ) κράτος του Λιβάνου. Ο Λίβανος, πρόκειται να ξεκινήσει έρευνες και γεωτρήσεις εντός της δικής του ΑΟΖ, ενώ παράλληλα δεν αναγνωρίζει την ισραηλινή ΑΟΖ. Η οργάνωση-εφιάλτης της Χεζμπολάχ, δραστηριοποιείται στο Λίβανο και έχει ισχυρούς δεσμούς με το Ιράν. Στη ισραηλινή αντίληψη, ο Λίβανος, είναι δυνητικό κράτος-μοχλός του Ιράν. 2) Η Κύπρος, δίνει –θαλάσσιο- γεωστρατηγικό βάθος στο Ισραήλ. Σε περίπτωση που οι δύο χώρες διευρύνουν και εμβαθύνουν την υφιστάμενη στρατιωτική τους συνεργασίας, το Ισραήλ θα μπορεί να υπολογίζει στο κυπριακό έδαφος, εξισορροπώντας πιθανές απειλές από Λίβανο, Συρία, Τουρκία, Αίγυπτο. Με άλλο λόγια, το Ισραήλ αποκτά δυτικό γεωστρατηγικό βάθος. Πέραν αυτών, η προσέγγιση της Κύπρου από το Ισραήλ, αφήνει ανοικτή την πόρτα για μια περιφερειακή συνεργασία στην παραγωγή και διανομή του φυσικού αερίου, που δε θα αποκλείει αραβικά κράτη (Λίβανος, Αίγυπτος, Συρία).  Όπως αναφέρθηκε και για την περίπτωση της Ελλάδας, το Ισραήλ θα είχε περισσότερες πιθανότητες να χαιρετήσει μια τέτοια συνεργασία στην οποία ο πόλεμος και οι απειλές ως προς αυτό θα κόστιζαν αρκετά.

Παράλληλα, το Ισραήλ στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα στην Άγκυρα ότι δεν είναι εξαρτημένο γεωπολιτικά από αυτήν. Η συνεργασία του Ισραήλ με «εχθρούς» της Τουρκίας, εμπεριέχει τη βούληση του Ισραήλ να αναγκάσει την Τουρκία να επαναπροσδιορίσει την εξωτερική της πολιτική έτσι ώστε να μην είναι απειλητική ως προς αυτό. Οι κοινές δράσεις μεταξύ Ιερουσαλήμ και Λευκωσίας στο στρατιωτικό τομέα, έχουν κάνει ιδιαίτερα αισθητή τη σημασία τους και στην Άγκυρα. Η τελευταία κοινή άσκηση μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, έλαβε χώρα στις 11/2/2014. Η Εθνική Φρουρά και η Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία, πραγματοποίησαν αεροπορική άσκηση με το όνομα «ΟΝΗΣΙΛΟΣ-ΓΕΔΕΩΝ». Στην άσκηση, συμμετείχαν 38 ισραηλινά αεροσκάφη.[33]

Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερόταν πως το Ισραήλ, συνυπολογίζει παράγοντες παρόμοιους με εκείνους που που αφορούν τις σχέσεις του με την Ελλάδα. Η Κύπρος, έχει ανάγκη από έναν ισχυρό σύμμαχο που διαθέτει πυρηνική αποτροπή καθώς η τουρκική απειλή (ανεξάρτητα από τη λύση ή όχι του Κυπριακού) αντιλαμβάνεται από τους Κύπριους λήπτες αποφάσεων ως μεγαλύτερη, από τη στιγμή που η οικονομική κρίση της Μεγαλονήσου μειώνει σημαντικά τον οικονομικό συντελεστή ισχύος. Επιπλέον, η Κύπρος δεν είναι αραβικό ή μουσουλμανικό κράτος και δεν απειλεί το Ισραήλ.

Το μέγεθος της Κύπρου, καθώς και το μείζον θέμα που αντιμετωπίζει εδώ και τέσσερις δεκαετίες, δεν της επιτρέπουν να θρέψει ηγεμονικές βλέψεις για την περιοχή. Ένας ακόμη υπολογίσιμος παράγοντας που θα κάνει ολοένα και πιο σημαντική την Κύπρο για το Ισραήλ, είναι ότι η πρώτη ανήκει στην Ε.Ε με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περίπτωση που η Ε.Ε γίνει «πελάτης» του Ισραήλ ή κάποιας σύμπραξης μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας. Τέλος, υπάρχουν φωνές στις Η.Π.Α, οι οποίες θεωρούν πως η αμερικανική εξωτερική πολιτική, πρέπει να στηρίξει και να ευνοήσει μια στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας. Ο Seth Cropsey, προτείνει ανοικτά στους Αμερικανούς λήπτες αποφάσεων να ενισχύσουν τον «άξονα σταθερότητας της Ανατολικής Μεσογείου». [34]

Συνεκτιμώντας τα παραπάνω, το Ισραήλ, πρόκειται να συνεχίσει να επιθυμεί την όλο και στενότερη συνεργασία με τη γειτονική Κύπρο. Ειδικός συντελεστής που θα καθορίσει την πολιτική βούληση της Κύπρου, –πέραν του Κυπριακού- είναι το κατά σύλληψιν κόστος που θεωρεί η Λευκωσία ότι θα έχει μια τέτοια σύσφιξη σχέσεων, στις σχέσεις της με κράτη παραδοσιακά φίλια ως προς αυτήν, όπως είναι ο Λίβανος και η Αίγυπτος.

 

Επίλογος-Συμπεράσματα.

Οι στόχοι που επιδιώχθηκαν να καλυφθούν από το παρόν, ήταν 1) η ανάλυση της υψηλής στρατηγικής του Ισραήλ. Αυτή η ανάλυση, ήταν αναγκαία για την αποδεικτική αξία του πυρήνα της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής. Τα δύο σκέλη που μελετήθηκαν και συνιστούν την εξωτερική πολιτική και στρατηγική ασφάλειας του Ισραήλ είναι η αυτοβοήθεια και η εξωτερική εξισορρόπηση. Οι δύο αυτές συνιστώσες έχουν διαλεκτική σχέση. 2) Το παρόν, είχε στόχο ώστε να αναλυθεί η στρατηγική εξωτερικής εξισορρόπησης του Ισραήλ και η εξέλιξή της από το διπολικό διεθνές σύστημα (Ψυχρός Πόλεμος) στο αναδυόμενο πολυπολικό. Η περιφερειακή πολιτική του Ισραήλ, παραμένει αναγκαία για την επιβίωση και την ασφάλεια του κράτους. Οι αλλαγές που επιτάσσει το νέο διεθνές σύστημα αλλά και οι αλλαγές του περιφερειακού συστήματος ισορροπίας ισχύος, ωθούν το Ισραήλ στην εξέλιξη της εξωτερικής του εξισορρόπησης, προκειμένου να πετύχει μια νέα περιφερειακή πολιτική. Με άλλα λόγια, ίδιος στόχος (επιβίωση-ασφάλεια) με άλλα μέσα. Το «δόγμα επιβίωσης του Ισραήλ», συνιστά καθορίζεται περισσότερο από τη διάδρασή του με το διεθνές σύστημα, επομένως το πρώτο, αντιδρά στο δεύτερο. 3) Οι ειδικοί συντελεστές που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την περιφερειακή πολιτική του Ισραήλ μέχρι και την αρχή του 21ου αιώνα, ήταν οι Η.Π.Α και η Τουρκία και η τριγωνική σχέση μεταξύ τους.

Ο επαναπροσδιορισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που άρχισε σταδιακά να λαμβάνει χώρα από το 2002 και μετά, έφτασε το 2010-2011 την Άγκυρα να έχει εχθρικές σχέσεις με το Ισραήλ. Επίσης, οι Η.Π.Α, από την πρώτη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, επιθυμούν τη σταδιακή αποχώρηση των Η.Π.Α από την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, δημιουργώντας ανασφάλεια στο Ισραήλ του οποίου η επιβίωση, στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την τριμερή στρατηγική σχέση.

Η αλλαγή του εξωτερικού περιβάλλοντος, αναγκάζει το Ισραήλ να αναζητήσει συμμαχίες ικανές να του δώσουν την απαραίτητη εξωτερική εξισορρόπηση των κινδύνων που διατρέχει. Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ επιθυμεί να διευρύνει το γεωστρατηγικό του βάθος μέσα από την νέα στρατηγική εξωτερικής της εξισορρόπησης.
 
Η Ρωσία, είναι η πρώτη δύναμη με την οποία το Ισραήλ προσπαθεί να χτίσει μια όλο και βαθύτερη σχέση. Το ζήτημα του Ιράν, αλλά και η ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας, είναι προβλήματα που θα συνεχίσουν να δημιουργούν επιφυλακτικότητα στο Ισραήλ. Παρόλα αυτά, οι ρωσικές δεσμεύσεις στις πρόσφατες συνομιλίες μεταξύ Νεντανιάχου και Πούτιν, σε συνδυασμό με την ευκαιρία που παρουσιάζεται στο Ιράν δια της διπλωματικής οδού, κάνουν τη Ρωσία ακόμη πιο σημαντικό εταίρο για το Ισραήλ. Οι πιέσεις που μπορεί να ασκήσει η Μόσχα στο Ιράν, μπορούν να συνεισφέρουν στο να ακυρώσει η Τεχεράνη το πυρηνικό της πρόγραμμα. Η Ρωσία, γνωρίζει πως το Ισραήλ έχει ανάγκη για ένα σύμμαχο στην περιοχή ειδικά όταν οι Η.Π.Α απαγκιστρώνονται σταδιακά από την περιοχή. Τα οφέλη που μπορεί η Ρωσία να αποκομίσει αν στηρίξει τις θεμελιώδεις ισραηλινές θέσεις, συνδέονται με την «Μεσογειακή» πολιτική της. Επομένως, είναι περισσότερο πιθανό η Ρωσία να στηρίξει το Ισραήλ, στο βαθμό που η στήριξη αυτή δε θα υπονομεύσει άλλους, σημαντικούς στόχους της Μόσχας.

            Η Σαουδική Αραβία, έχει συνεργαστεί ξανά σε επίπεδο υψηλής πολιτικής με το Ισραήλ. Τόσο κατά την περίοδο του νασερισμού, όσο και σε περιπτώσεις όπου το Ιράν, γίνεται ταυτόχρονα απειλητικό και για το Ισραήλ και για τη Σαουδική Αραβία. Η σχέση μεταξύ Ιερουσαλήμ και Ριάντ, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το πόσο απειλητικό θεωρείται το Ιράν, από τους Ισραηλινούς λήπτες αποφάσεων. Οι διαπραγματεύσεις του Ιράν για το ζήτημα του πυρηνικού του προγράμματος, θα είναι -κατά πάσα πιθανότητα- δύσκολες και είναι προς το συμφέρον του Ισραήλ να έχει δεσμούς με τη Σαουδική Αραβία. Η απειλή που μπορεί να νιώθει το Ιράν από το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, -που ουσιαστικά περικυκλώνουν γεωγραφικά την Τεχεράνη- είναι ικανή να αναγκάζει το Ιράν να μην σταματήσει τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Η ανησυχία του Ριάντ για την αμερικανική ανοχή απέναντι στο Ιράν, (όπως το Ριάντ την αντιλαμβάνεται) αλλά και την εν γένει πολιτική απαγκίστρωσης που ακολουθούν οι Η.Π.Α από την περιοχή, αποτελεί άλλη μια ισχυρή βάση στην οποία δύναται να προσβλέπει το Ισραήλ. Η Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με τον στρατηγικό ρεαλισμό, μπορεί να καταστήσει αξιόπιστη την ισραηλινή απειλή για προληπτικό χτύπημα στο Ιράν, σε περίπτωση που επιτρέψει τη χρήση του εδάφους της από το Ισραήλ. Επομένως, η πορεία και η κατάληξη των διαπραγματεύσεων για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, εξαρτάται από το κατά πόσον το Ιράν θα αντιλαμβάνεται την αξιοπιστία της ισραηλινής απειλής. Οι περιορισμοί αυτής της σχέσης, εξαρτώνται από το πόσο είναι διατεθειμένη η Σαουδική Αραβία να συνεργαστεί με το Ισραήλ. Το Ριάντ, φιλοδοξεί να διαδραματίσει περιφερειακό ρόλο και οι αραβικές χώρες ή η αραβική κοινή γνώμη, μπορεί να αποδοκιμάσουν μια σχέση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Επίσης, η πολιτική των Η.Π.Α, θα παίξει σπουδαίο ρόλο στο εύρος και το βάθος αυτής της συνεργασίας (βλ. Παράδειγμα «καλού και κακού ανακριτή»).

            Τέλος, η Ελλάδα και η Κύπρος, αποτελούν δύο κράτη που δεν είναι αραβικά ή/και μουσουλμανικά, δεν έχουν περιφερειακές φιλοδοξίες και έχουν ανάγκη από έναν ισχυρό σύμμαχο για να ανασχέσουν την τουρκική απειλή. Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρίσκονται στα χωρικά ύδατα των τριών χωρών, αλλάζουν τον ενεργειακό και γεωπολιτικό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Τα στοιχεία που θα έρθουν στο φως την προσεχή άνοιξη (2014) τόσο για το «οικόπεδο 12», όσο και για τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το αν θα υπάρξει ενεργειακή σύμπραξη, -και σε συνδυασμό με την πολιτική βούληση των κρατών- και ποιά μορφή θα έχει. Η συνεργασία στον τομέα ενέργειας, θα συσφίξει τους δεσμούς των τριών χωρών σε στρατιωτικό επίπεδο. Το Ισραήλ, έχει συμμετάσχει σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο.

            Η Αθήνα και η Λευκωσία, αποτελούν αξιόπιστες συμμαχίες για το Ισραήλ και υπάρχει στρατηγική προοπτική εκ μέρους του τελευταίου. Πέραν των προαναφερθέντων λόγων, οι Ισραηλινοί δρώντες στέλνουν ένα μήνυμα στην Τουρκία πως το Ισραήλ θα αντιδράσει δυναμικά εάν συνεχίσουν οι προκλήσεις. Η βελτίωση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, δε θεωρείται αντίθετη με την συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ. Όσο η Τουρκία κλίνει σε συμπεριφορές που απειλούν το Ισραήλ, αναμένουμε να ισχύει όλο και περισσότερο το «ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου». Όμως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το μονιμότερο για ένα κράτος σαν το Ισραήλ, είναι το προσωρινό.

            Οι περιορισμοί των συμμαχιών που τείνουν να γίνονται όλο και πιο σημαντικοί και ισχυροί για το Ισραήλ, ενυπάρχουν σε μία επιστροφή στο status quo ante. Με άλλα λόγια, οι παράμετροι που θα καθορίσουν το χρόνο, το εύρος και το βάθος των συμμαχιών του Ισραήλ, (Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Ελλάδα και Κύπρος) θα εξαρτηθούν πρωτίστως από την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής,  και ακολούθως, το αν η τουρκική εξωτερική πολιτική διαφοροποιηθεί εκ νέου από τη νεοθωμανική της πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, οι τάσεις που αναμένονται, θα φέρουν το Ισραήλ πιο κοντά στις τέσσερις χώρες που προαναφέρθηκαν.



[1] Βλ. Μάριος Ευρυβιάδης, «Η περιφερειακή στρατηγική του Ισραήλ», Greek-AmericanNews, δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.greekamericannewsagency.com/2010-01-19-17-50-12/2010-01-21-18-33-16/11881-2011-05-09-21-39-38 ,(1/5/2011).
[2] Για το παράδειγμα του προληπτικού πολέμου, δίδεται ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967. Για γενικά στοιχεία, Βλ. “The 1967 Arab-Israeli War” Milestones 1961-1968, U.S Department of State, posted: http://history.state.gov/milestones/1961-1968/arab-israeli-war-1967 (τελευταία επίσκεψη 10/1/2014).
[3]Israel’s Economy Profile 2013, “Index Mundi”, (republished from CIA’s World Factbook) posted:http://www.indexmundi.com/israel/economy_profile.html (last visit 21/1/2014).
[4]The World Bank, “Military expenditure (%GDP)”, posted: http://data.worldbank.org/indicator/MS.MIL.XPND.GD.ZS , (last visit 21/1/2014).
[5]Israel: Economic Forecasts 2013-2015 Outlook, “Trading Economics”, posted: http://www.tradingeconomics.com/israel/forecast,(last visit: 29/1/2014).
[6]Israel Business Confidence, “Trading Economics”, posted: http://www.tradingeconomics.com/israel/business-confidence, (last visit: 29/1/2014).
[7] Ινφογνώμων, Θετική για την Κύπρο η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ για το φυσικό αέριο, (πρωτογενής πηγή: Ισραηλινά Μέσα Ενημέρωσης), δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2013/10/blog-post_3694.html#.UwO7Ovl_uTt , (22/10/2013).
[8]David Wurmser, The Strategic Impact of Israel’s Export Natural Gas, “InFocus Quarterly”( Spring 2013, Volume VII: Number I), posted: http://www.jewishpolicycenter.org/4064/israel-natural-gas-export , (last visited: 29/1/2014).
[9]MarkLandler, Ήττα στο Κογκρέσο για το πανίσχυρο φιλοϊσραηλινό λόμπι, «Η Καθημερινή», (αναδημοσίευση από NYT) δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο :http://www.kathimerini.gr/752149/article/epikairothta/kosmos/htta-sto-kogkreso-gia-to-panisxyro-filoisrahlino-lompi  , (5/2/2014).
[10]Mark N. Katz, Putin’s Pro-Israel Policy, “Middle East Quarterly”, Winter 2005, Volume XII, No. 1, pp 51-59, posted: http://www.meforum.org/690/putins-pro-israel-policy , (2005).
[11]Igor Khrestin& John Elliott, Russia and the Middle East, “Middle East Quarterly”, Winter 2007, Volume XIV, No.1, pp.21-27, posted: http://www.meforum.org/1632/russia-and-the-middle-east ,(2007). 
[12]Alina Sharon & Sean Savage, Russia’s meteoric Mideast rise, and what it means for Israel, “JNS”, posted: http://www.jns.org/latest-articles/2013/10/6/russias-meteoric-mideast-rise-and-what-it-means-for-israel (6/10/2013).
[13]Robert Kaplan, Israel’s Insightful Cynicism, “Stratfor”, posted: http://www.stratfor.com/weekly/israels-insightful-cynicism , (27/3/2013).
[15]Andrey Fedyashin, Will Putin manage to persuade Netanyahu?,“The Voice of Russia”, posted: http://voiceofrussia.com/news/2013_11_20/Russian-Israeli-relations-have-their-own-value-Putin-9692/ , (20/11/2013).
[16]Barbara Opall-Rome, Israel Seeks Stronger Security Ties with Russia, “Defense News”, posted: http://www.defensenews.com/article/20131123/DEFREG04/311230009/Israel-Seeks-Stronger-Security-Ties-Russia , (23/11/2013).
[17]Bruce Riedel, An Israeli-Saudi axis? Not likely, “Al Monitor”, posted: http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2013/11/jerusalem-riyadh-axis-not-likely.html# , (29/11/2013).
[18]KoshrowSoltani, Iran-Saudi Arabia: A troubled affair, “Al Jazeera”, posted: http://www.aljazeera.com/indepth/opinion/2013/11/iran-saudi-arabia-troubled-affair-2013111961213978211.html , (20/11/2013).
[19]Joshua Teitelbaum, Op-Ed: Saudi Arabia and Israel-Let’s Not Get Carried Away, “ArutzSheva”, posted: http://www.israelnationalnews.com/Articles/Article.aspx/14255#.UvtFj_l_uTs (18/12/2013).
[20] Για το πρώτο επιχείρημα (1) των κοινών λόγων που ωθούν τη σύσφιξη σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων και για το πρώτο (1) των λόγων που περιορίζουν την εμβάθυνση της σχέσης, Βλ. Joshua Teitelbaum, ibid., posted:http://www.israelnationalnews.com/Articles/Article.aspx/14255#.UvtFj_l_uTs, (18/12/2013).
[21]Συνέντευξη του Μοσέ Κατσάβ στο Νίκο Κωνσταντάρα, Ελλάδα και Ισραήλ, χώρες δίχως αδέλφια, «Καθημερινή», posted: http://www.kathimerini.gr/242793/article/epikairothta/kosmos/ellada-kai-israhl-xwres-dixws-adelfia , (19/2/2006).
[22]AvitalLahav, Natural Gas Begins to flow from Tamar field, “Ynetnews”, posted: http://www.ynetnews.com/articles/0,7340,L-4362333,00.html , (30/3/2013).
[23]Δώρα Αντωνίου, Νέο σενάριο για το αέριο του Ισραήλ, «Καθημερινή», αναδημοσιευμένο στο “Energypress” στο διαδικτυακό τόπο: http://www.energypress.gr/news/fysiko-aerio/Neo-senario-gia-to-aerio-toy-Israhl (13/2/2013).
[24]Μιχαήλ-Έξαρχος Διακαντώνης, Αλέξανδρος Δρίβας, Ευάγγελος Κραββαρίτης, Ευριπίδης Τσακιρίδης &al., Ελλάδα, Κύπρος και Ισραήλ: Μεσοπρόθεσμες Ευκαιρίες και Απειλές για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, «Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων-Τομέας Ευρωατλαντικών Μελετών, Ομάδα Ειδικών Θεμάτων», δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.idis.gr/wp-content/uploads/Briefing-Book.pdf , (1/10/2013).
[25]Arad Nir, Israel’s Ties with Greece No Substitute for Alliance with Turkey, “Al Monitor”, Israel Pulse, posted: http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2013/10/greece-israel-turkey-relations-strategic-alliance.html , (10/10/2013).
[26]Κυπριακή Δημοκρατία : Υπουργείο Εξωτερικών-Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Τελ Αβίβ, Σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ, δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.mfa.gov.cy/mfa/embassies/embassy_telaviv.nsf/DMLbilateral_gr/DMLbilateral_gr?OpenDocument .
[27]World Review Guest Expert, Energy is key factor in new Mediterranean alliance, posted: http://www.worldreview.info/content/energy-key-factor-new-mediterranean-alliance , (22/11/2013).
[28]World Review Guest Expert, ibid., posted: http://www.worldreview.info/content/energy-key-factor-new-mediterranean-alliance , (22/11/2013).
[29]World Review Guest Expert, ibid., posted: http://www.worldreview.info/content/energy-key-factor-new-mediterranean-alliance , (22/11/2013).
[30]Μακάριος Δρουσιώτης, Φυσικό αέριο: Τι υπάρχει, τι σημαίνει, πώς μπορεί να αξιοποιηθεί: Μεγάλη ευκαιρία ή μεγάλη καταστροφή;, δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.makarios.eu/cgibin/hweb?-A=4764&-V=makarios .
[31]News24, 4.1 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικό αέριο στο «οικόπεδο 12», δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.24news.com.cy/index.php?pageaction=kat&modid=1&artid=24950 , (2/12/2013).
[32]Νεφέλη Τζανετάκου, Με Κυπριακό το παζλ εξαγωγής του ισραηλινού αερίου στην Ευρώπη, «Εnet.gr– Ελευθεροτυπία», δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=414336 , (9/2/2014).
[33]Mignatiou.com, Κοινή Αεροπορική Άσκηση Κύπρου-Ισραήλ, ισραηλινά μαχητικά στους κυπριακούς ουρανούς, δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο: http://mignatiou.com/2014/02/kini-aeroporiki-askisi-kiprou-israil-israilina-machitika-stous-kipriakous-ouranous/ , (12/2/2014).
[34]Seth Cropsey, Will U.S Choose the Right Side in the Eastern Mediterranean?,  “Real Clear World”, posted: http://www.realclearworld.com/articles/2013/07/03/eastern_mediterranean_gas_israel_turkey_cyprus_greece_obama_erdogan_105295.html , (3/7/2013).
[35]ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Ο χάρτης που συνιστά τον ΠΙΝΑΚΑ 2, χρησιμοποιείται στον ιστότοπο:www. zenithmag.wordpress.com. Από αυτόν τον ιστότοπο, χρησιμοποιείται μόνο ο χάρτης. Τα βέλη αποτελούν προϊόν επεξεργασίας (photoshop) ως προσθήκη για το συγκεκριμένο πόνημα.
 
 
 
 
 
 
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου