Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Η Βόρεια Κορέα και Τρεις Μεγάλοι Παίκτες

της Ευγενίας Παναρέτου
 

Η φιλοδοξία για τον έλεγχο της χερσονήσου της Κορέας αποτέλεσε διαχρονικά το μήλο της έριδος της εκάστοτε κινεζικής αυτοκρατορίας και της Ιαπωνίας, αλλά και μεταξύ διαφόρων φυλών της Ανατολικής Ασίας. Υπήρξε ένα ιστορικό σημείο μάχης για όσους θέλησαν να κυριαρχήσουν στην περιοχή της Ασίας, κυρίως λόγω της γεωγραφικής της θέσης ανάμεσα στη Κίνα και τη Ρωσία, απέναντι από την Ιαπωνία και με φυσικά λιμάνια. Κατακτητές υπήρξαν από το 1592 η Ιαπωνία και λίγο αργότερα η Κίνα. Το 1903 η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Ιαπωνία ξεκίνησαν πόλεμο που οδήγησε στο μεγάλο ασιατικό πόλεμο του 20ου αιώνα. Η Ιαπωνία θριάμβευσε. Ήταν η πρώτη φορά που ασιατική χώρα νικούσε ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Πόρτσμουθ στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 με την διαμεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου Θίοντορ Ρούσβελτ. Η Ιαπωνία πήρε τον πλήρη έλεγχο της περιοχής και του εμπορίου της. Η 35ετής αποικιοκρατία της Ιαπωνίας έληξε με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την παράδοση της Ιαπωνίας το Σεπτέμβριο του 1945. Μετά το βομβαρδισμό της Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945, ο σοβιετικός κόκκινος στρατός κατέλαβε τη Μαντζουρία. Οι Ρώσοι κατέλαβαν τη Βόρειο Κορέα και κατόπιν οι Αμερικανοί μπήκαν στο Νότο και έκαναν το διαχωρισμό της Χερσονήσου στον 38ο παράλληλο. Έτσι δημιουργήθηκαν η Βόρειος και η Νότιος Κορέα.
Ακολούθησαν διαφωνίες μεταξύ των δύο Μεγάλων Δυνάμεων που επιθυμούσαν  να υπερισχύσουν στην περιοχή για τα δικά τους γεωπολιτικά ενδιαφέροντα. Η Αμερική και η Σοβιετική Ένωση δεν συμφώνησαν στο σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης, αλλά σε δύο κυβερνήσεις υπό την επιρροή τους. Κατόπιν απέσυραν τα στρατεύματα τους, το 1948 η ΕΣΣΔ και το 1949 η Αμερική. Το 1950 η Βόρειος Κορέα εισέβαλε στη Νότιο. Τα κομμουνιστικά στρατεύματα κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Νότου και γρήγορα πήραν τον έλεγχο όλης της χερσονήσου.  Η παρέμβαση αυτή γρήγορα πήρε διεθνείς διαστάσεις. Η Ρωσία και η Κίνα υπερασπίστηκαν το Βορρά και οι δυτικές δυνάμεις το Νότο. Η Αμερική οδήγησε 15 έθνη εναντίον της Βόρειας Κορέας. Ο κινεζικός στρατός υποστήριξε το Βορρά το ίδιο και η Σοβιετική Ένωση με παροχή όπλων. Αιματηροί αγώνες κράτησαν για μακρύ χρονικό διάστημα χωρίς αποτέλεσμα. Ο πόλεμος έληξε στις 27 Ιουλίου του 1953 με την υπογραφή ανακωχής. Η ανακωχή δημιούργησε την αποστρατικοποιημένη ζώνη της Κορέας ώστε να διαχωρίσει τα δύο έθνη. Από τότε οι Κορεάτες βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου και τα δύο έθνη συναγωνίζονται για να επεκτείνουν την στρατιωτική τους δυνατότητα, ώστε να αντιμετωπίσουν το ένα το  άλλο έχοντας επιδοθεί σε μια χρόνια εξοπλιστική κούρσα.[1]
Από το 2003 επίσημα ανακοινώθηκε η κατοχή πυρηνικών όπλων από τη Βόρειας Κορέα, που από τότε έχει πραγματοποιήσει μια σειρά πυρηνικών δοκιμών.[2]  Η τελευταία δοκιμή εκτόξευσης πυραύλου από τη Βόρειο Κορέα στις 14 Μαΐου πυροδότησε την καταδίκη της πράξης από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Μόνο ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ζήτησε δημόσια ηρεμία και προσοχή. Δεδομένης της γεωγραφικής θέσης της Ρωσίας, που αποτελεί μια από τις τρεις χώρες  που συνορεύουν με τη Βόρεια Κορέα (Ρωσία, Κίνα, Νότια Κορέα) θα περίμενε κανείς μια εντονότερη και πιο ανήσυχη αντίδραση. Ακόμη τα εδάφη της Ρωσίας στην Ανατολή είναι πολύ πιο ευάλωτα σε ένα χτύπημα εκ μέρους της Πιονγιάνγκ από ότι είναι οι ΗΠΑ.
Με μια Ρωσία αντιμέτωπη με ζητήματα στην Ουκρανία, στη Συρία, στις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ και την απειλή των εξτρεμιστών από ριζοσπαστικές ισλαμικές ομάδες, η Βόρειος Κορέα δεν αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα των θεμάτων ασφαλείας της Μόσχας, αφήνοντας την αρχηγία επί του συγκεκριμένου ζητήματος στο Πεκίνο. Τα  συμφέροντα Ρωσίας και Κίνας εν προκειμένω συγκλίνουν όσον αφορά την αποτροπή μιας μεγαλύτερης στρατιωτικής παρουσίας της Αμερικής στην Κορέα. Βέβαια η Κίνα φαίνεται να έχει πολύ βαθύτερα στρατηγικά συμφέροντα στη Βόρεια Κορέα, ενώ η Ρωσία διεκδικεί ενεργή διπλωματική θέση εξασφαλίζοντας παρουσία στις εξελίξεις.
Η Ρωσία είναι ίσως η μόνη χώρα στην περιοχή που δεν θα ζημιωθεί τόσο καίρια, εάν επιλυθούν οι εντάσεις μεταξύ Βορείου και Νοτίου Κορέας και οι χώρες επανενωθούν.  Η Νότιος Κορέα φοβάται για παράδειγμα τα υψηλά κόστη και την πιθανή αστάθεια της επανένωσης με το Βορρά, ειδικά λόγω του μεγάλου χάσματος που υπάρχει στην ανάπτυξη και στο κόστος ζωής μεταξύ των δύο χωρών. Στη συνέχεια για την Ιαπωνία μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ιδιαίτερα προβληματική, καθώς μια ενωμένη Κορέα θα πλησίαζε τον πληθυσμό και το μέγεθος της, ενώ οι σχέσεις των δύο εμφανίζονται ιστορικά εχθρικές, αλλά και αιματηρές. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ήθελε ούτε η Κίνα, καθώς η Βόρεια Κορέα προκαλώντας ενοχλήσεις μεν, αποτελεί δε το ρυθμιστή κατά της απειλής μιας εισβολής στη χώρα από τη ξηρά.
Η Αμερική διατηρεί μια σημαντική στρατιωτική παρουσία στη Νότιο Κορέα, σε περίπτωση όμως κατάρρευσης του καθεστώτος Κιμ και μιας ενωμένης Κορέας η παρουσία αυτή δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτή από το Πεκίνο, λόγω του ότι οι βάσεις  θα βρίσκονταν πια σε συνορεύον κράτος. Έτσι η απειλή από το Βορρά δικαιολογεί την παρουσία των ΗΠΑ και παράλληλα δίνει την δυνατότητα ύπαρξης μιας βάσης, που δυνητικά και μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να αποβεί επιχειρησιακά ιδιαίτερα κρίσιμη, όχι μόνο στις σχέσεις με την Βόρεια Κορέα, αλλά και με την Κίνα. Για τη Μόσχα η επανένωση ενδεχομένως θα σήμαινε και οικονομικά οφέλη, ακόμη και με τη δημιουργία ενός αγωγού φυσικού αερίου ή νέων σιδηροδρομικών γραμμών. Και αν πράγματι η ένωση σημαίνει την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων κατόπιν απαίτησης της Κίνας, θα υπάρξει και μια νέα ισορροπία δυνάμεων και οικονομική συνεργασία στην Ανατολική Ασία. Η Ρωσία σήμερα παραμένει στην περιοχή μια αντιαναθεωρητική δύναμη που δεν επιθυμεί να κλιμακώσει τα επίπεδα κινδύνου και φοβάται μια πολιτική και οικονομική αστάθεια στην περιοχή.[3]
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε ομόφωνα το 2017 με μεγάλη στήριξη της Κίνας το αμερικανικό σχέδιο για επιβολή νέων κυρώσεων στην Βόρεια Κορέα εξαιτίας της δοκιμής διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου. Πιο συγκεκριμένα, επιβλήθηκαν περιορισμοί στην εισαγωγή πετρελαίου, απαραίτητου συστατικού για την εξέλιξη και συνέχιση πυραυλικού και πυρηνικού προγράμματος. Ακόμη απαιτήθηκε ο επαναπατρισμός Βορειοκορεατών εργατών του εξωτερικού. Μεγάλο μέρος των εργατών αυτών βρίσκονται στη Ρωσία και την Κίνα, ενώ σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών εργάζονται σε "συνθήκες εφάμιλλες της δουλείας".[4]
Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα συμφώνησαν με την επιβολή των κυρώσεων. Όμως ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κατηγόρησε το Κρεμλίνο ότι βοήθησε τη Βόρεια Κορέα να αποφύγει τις κυρώσεις, ενώ την ίδια στιγμή συνεχάρη την Κίνα για τις προσπάθειες περιορισμού προμηθειών πετρελαίου και άνθρακα στην Πιονγιάνγκ, αναφέροντας βέβαια ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα.[5] Η  Μόσχα  παραβίασε σε μεγαλύτερο βαθμό τη συμφωνία αυξάνοντας τις εξαγωγές πετρελαίου στη Βόρειο Κορέα, σκοπεύοντας να εξασφαλίσει οικονομική σταθερότητα και κατ' επέκταση ειρήνη στην περιοχή. Συγκεκριμένα, η Μόσχα φοβάται ότι τα υπερβολικά οικονομικά μέτρα,  ενδεχομένως να προκαλούσαν την κατάρρευση του καθεστώτος Κιμ,  προκαλώντας πολιτική αστάθεια και επακόλουθα μια δυσμενή κατάσταση απευθείας στην περιφέρεια της Ρωσίας στον  Ειρηνικό. Η Ρωσία αυξάνει τις εμπορικές και τις μεταφορικές τις σχέσεις με τον ανατολικό γείτονά της, ακόμη και όταν καταδικάζει επίσημα το πρόγραμμα όπλων της Βόρειας Κορέας.
Αμφίβολής νομιμότητας παρουσιάζεται και το γεγονός ότι κορεατικός άνθρακας βαφτίζεται ρωσικός και καταλήγει να πωλείται σε άλλες χώρες, όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία. Ο πρέσβης της Μόσχας στην Πιονγκγιάνγκ δήλωσε ότι αρκετές ρωσικές περιφέρειες έχουν αρχίσει ήδη να αποστέλλουν εργάτες πίσω στη Βόρεια Κορέα και ότι η ρωσική οικονομία θα πληγεί  εξ αυτού. Η Ρωσία εκδίδει 12.000-15.000 βίζες σε Βορειοκορεάτες κάθε χρόνο και 35.000 Βορειοκορεάτες εργάζονται στη Ρωσία, κυρίως στον τομέα των κατασκευών, της γεωργίας, της υλοτομίας και της αλιείας. Το καθεστώς της Πιονγιάνγκ κερδίζει περίπου μισό δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως από 100.000 Βορειοκορεάτες εργάτες του εξωτερικού.[6]  
Η Ρωσία φοβούμενη μια αποσταθεροποιημένη Κορέα προσπαθεί να τη στηρίζει ως ένα βαθμό, όπως άλλωστε και η Κίνα. Παρά την επιβολή των κυρώσεων, οι ηγέτες Πεκίνου Πιονγιάνγκ συζήτησαν διάφορα ζητήματα εν όψει της ανακοινωθείσας συνάντησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον ομόλογό του Κιμ Γιονγκ Ουν.. Εν αντιθέσει λοιπόν με τη Ρωσία που φαίνεται να υποβοηθούσε τη Βόρεια Κορέα στη μη τήρηση των κυρώσεων, η Κίνα παραβίασε σε μικρότερο βαθμό την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πράγματι η αμερικανική διοίκηση αναγνώρισε αυτή τη συνέπεια του Πεκίνου και εκτίμησε την σύμπραξη της χώρας όσον αφορά τη Βόρεια Κορέα. Δύο μήνες πριν την προγραμματιζόμενη συνάντηση των αρχηγών ΗΠΑ και Βόρειας Κορέας αξίζει να σημειωθεί πως από την ανάληψη της εξουσίας του το 2011, ο ανώτατος ηγέτης της Βόρειας Κορέας, πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στο Πεκίνο.[7]
Όπως προαναφέρθηκε η Βόρεια Κορέα συνορεύει με τρεις χώρες , ενώ τα σύνορα με τη Ρωσία εκτείνονται σε μήκος μόλις 11 μιλίων κατά μήκος του ποταμού Tumen. Υπάρχει μια και μοναδική διάβαση από το 1959 που ενώνει τα δύο έθνη με μια βασική σιδηροδρομική σύνδεση, που ονομάζεται η "Γέφυρα της Φιλίας". Πρόσφατα Ρώσοι εκπρόσωποι ταξίδεψαν στη Βόρειο Κορέα, ώστε να συζητήσουν την προοπτική μιας νέας γέφυρας. Και ενώ το πλάνο φαίνεται πως βρίσκεται σε προκαταρκτικά σχέδια, δείχνει πως η Ρωσία και η Βόρειος Κορέα αναζητούν ένα μέλλον συναλλαγής, παρά τις κυρώσεις και τις στρατιωτικές εντάσεις. Τα δύο έθνη εδώ και καιρό προτείνουν ένα πέρασμα, που να επιτρέπει στα οχήματα να κινούνται μεταξύ των εθνών χωρίς να αναγκάζονται να περνούν μέσω κινεζικού εδάφους. Η προτεινόμενη γέφυρα είναι περισσότερο αξιοσημείωτη για τη συμβολική της αξία, καθώς τo εμπόριο ανάμεσα στην Βόρειο Κορέα και την Ρωσία δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, κυρίως εξαιτίας των πολύπλευρων κυρώσεων που επιβλήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όμως υπάρχει η πεποίθηση πως μακροπρόθεσμα το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών θα αυξηθεί.
Η Ρωσία με την Βόρειο Κορέα έχουν μια ιστορία εμπορικής συνεργασίας. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η Σοβιετική Ένωση και η Βόρεια Κορέα υπήρξαν στενοί οικονομικοί σύμμαχοι. Μετά το τέλος του Κομμουνισμού πήραν άλλους δρόμους και ο τότε πρωθυπουργός Μπόρις Γιέλτσιν σύναψε σχέσεις με τη Σεούλ. Τα πράγματα βελτιώθηκαν μόλις ανέλαβε ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος επισκέφτηκε την Πιονγιανγκ, αλλά δεν κατάφερε να επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Στοιχεία του 2013 δείχνουν ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Βόρειας Κορέας αποτελούν μόνο το 1% του συνολικού ξένου εμπορίου της Ρωσίας με ξένα κράτη, ποσοστό πολύ μικρότερο από αυτό της Κίνας.
Οι ελπίδες των δύο πλευρών για στενότερες οικονομικές και εμπορικές σχέσεις δεν ευοδώθηκαν, εξαιτίας της ολοένα αυξανόμενης διεθνούς απομόνωσης και κατακραυγής της Βορείου Κορέας κατόπιν των πυρηνικών δοκιμών, που πραγματοποίησε. Και ενώ, οι δύο πλευρές εξέφρασαν ελπίδα για στενότερες εμπορικές συνεργασίες και καλύτερους οικονομικούς δεσμούς, η διεθνής κατακραυγή της Βορείου Κορέας εξαιτίας των πυρηνικών όπλων στάθηκε σοβαρό εμπόδιο. Εντούτοις η Ρωσία υπερψήφισε της κυρώσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά της Βόρειας Κορέας, οι οποίες επέβαλαν περιορισμό των Βορειοκορεατών που εργάζονται στη Ρωσία αλλά και σε άλλες χώρες, δηλαδή το σημαντικότερο οικονομικό δεσμό τους. Τα τελευταία δύο χρόνια το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών, ιδιαίτερα αυτό που προέρχεται από τις ρωσικές επαρχίες στην Άπω Ανατολή, μειώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα των κυρώσεων αυτών.
Η συνεχώς αυξανόμενη κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή της κορεατικής χερσονήσου λειτουργεί αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε επενδυτική κίνηση στη Βόρεια Κορέα από τη πλευρά της Ρωσίας, είτε αυτή προέχεται από τον ιδιωτικό, είτε από τον κρατικό τομέα.[8] Αργά η γρήγορα η Βόρειος Κορέα θα πρέπει να δώσει τέλος στην επιθετική της πολιτική και να εξέλθει από την διεθνή απομόνωση, στην οποία βρίσκεται τα τελευταία περίπου 70 χρόνια, αν επιθυμεί να αναπτυχθεί οικονομικά και να εξασφαλίσει την οικονομική ευημερία του λαού της.
Η Ρωσία στο παρελθόν είχε καταφέρει αρκετές φορές να βοηθήσει στην αποκλιμάκωση των κρίσεων  χρησιμοποιώντας την διπλωματική της επιρροή στην Πιονγιάνγκ. Μάλιστα τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, η ρωσική διπλωματία κατάφερε να απομακρύνει τη Βόρεια Κορέα από την προοπτική του πολέμου. Πιο συγκεκριμένα, η Μόσχα έπαιξε ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στην επίλυση των επεισοδίων που ακολούθησαν τις τέσσερις δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων, που πραγματοποίησε η Βόρειος Κορέα και πέρασαν πάνω από την Ιαπωνία.
Πολλοί αναλυτές υποστήριξαν ότι η ενεργητικότητα του Κρεμλίνου σχετίζεται με την επιθυμία για αύξηση της επιρροής της χώρας στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Η Ρωσία προσπαθεί να πείσει τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών να υποστηρίξουν μια διπλωματική και πολιτική λύση, με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύρραξης, όπως είχε απειλήσει ο Αμερικανός Πρόεδρος. Η προσπάθεια της Ρωσίας να λειτουργήσει ως ένας αποτελεσματικός και αξιόπιστος διαμεσολαβητής στην επίλυση του κορεατικού ζητήματος, λειτούργησε επικουρικά στις αντίστοιχες ενέργειές της στον συριακό εμφύλιο, με απώτερο σκοπό, τόσο την βελτίωση του διεθνούς κύρους της, αλλά και την έξοδο της από τη διεθνή απομόνωση, που της επιβλήθηκε από τη Δύση, ύστερα από τα γεγονότα της Ουκρανίας.
Πρόσφατα η Ρωσία έχει αναδειχθεί ως ένας από τους κυριότερους προωθητές της κινεζικής πρότασης «διπλού παγώματος» (δηλαδή το πάγωμα του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας και την ταυτόχρονη αναστολή των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ΗΠΑ και Νότιας Κορέας). Συγκεκριμένα, η ρωσική διπλωματία έχει προσπαθήσει να κερδίσει υποστηρικτές για αυτήν την κινεζική πρόταση, τόσο από χώρες της Ευρώπης, αλλά και της Ασίας. Με αυτό τον τρόπο η Ρωσία παρουσιάζεται ως ένας χρήσιμος εταίρος των ΗΠΑ, που αναζητά μια ειρηνική επίλυση στο ζήτημα της κορεατικής χερσονήσου.[9]
Σε μια περίοδο ολοένα και μεγαλύτερης εμπλοκής της Ρωσίας σε διεθνείς κρίσεις, η Μόσχα, επιδιώκει την διασφάλιση των συμφερόντων της και την αύξηση της επιρροής της στην Βορειοανατολική Ασία υπέρ των συμφερόντων της, όπως θα έκανε κάθε ορθολογικός δρων.  Κατά την περίοδο των πρώτων πυρηνικών δοκιμών της Βόρειας Κορέας το 2006 υποστηρίχθηκε ότι το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον επιδίωξαν μια διμερή γεωπολιτική ισορροπία, προκαλώντας συναγερμό στη Μόσχα, η οποία αντιλαμβανόταν ότι έχανε την επιρροή της στην περιοχή. Ειδικότερα για την κορεατική κρίση ασφάλειας, η Ρωσία βρέθηκε απρόθυμη να ακολουθήσει πιστά την Κίνα ή τις ΗΠΑ.[10] Σχεδόν 12 χρόνια μετά, οι πολιτικές Πεκίνου και Μόσχας φαίνεται να έχουν ευθυγραμμιστεί. Ωστόσο,  η Ρωσία προσπαθεί ουσιαστικά να διαδραματίσει πολλαπλούς ρόλους στην κρίση της Κορέας, συμπεριλαμβανομένου του διπλωματικού . Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να αυξήσει όσο το δυνατόν περισσότερο το ρόλο της στη διαδικασία επίλυσης του κορεατικού ζητήματος, αλλά και να μεγιστοποιήσει την επιρροή της στην περιοχή την επόμενη μέρα.
Η κατάσταση στη Βόρεια Κορέα έχει επιδεινωθεί δραματικά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο (μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ) ύστερα από δημόσιες απειλές που έχουν εκτοξευθεί εκατέρωθεν. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν θα δεχθεί μια πυρηνικά οπλισμένη Βόρεια Κορέα και έχει υπογραμμίσει ότι είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της ισχύ στο σύνολό της για να εμποδίσει την Πιονγιάνγκ. Τόσο οι δηλώσεις του Προέδρου Τραμπ όσο και του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ στρατηγού ΜακΜάστερ καταδεικνύουν την αδιαφορία των ΗΠΑ για την εφαρμογή μιας στρατηγικής περιορισμού και πίεσης, κάτι το οποίο γίνεται ιδιαίτερα εμφανές, όταν ακόμη και η ρητορική του πιο διαλλακτικού Υπουργού Αμύνης στρατηγού Μάτις κάνει λόγο για συγκέντρωση σύννεφων καταιγίδας πάνω από την κορεατική χερσόνησο.
Οι πρόσφατοι αντικατάσταση των πιο ψύχραιμων φωνών στην ομάδα εξωτερικής πολιτικής του προέδρου με τους πιο σκληροπυρηνικούς Τζον Μπόλτον και Μάικ Πομπέο στις θέσεις Συμβούλου Ασφαλείας και Υπουργού Εξωτερικών αντίστοιχα αυξάνουν δραματικά την πιθανότητα μιας πιο επεμβατικής και συγκρουσιακής πολιτικής των ΗΠΑ στην περίπτωση της Κορέας αλλά και συνολικά.[11] Σε περίπτωση που η ανακοινωθείσα συνάντηση Κιμ-Τραμπ δεν πραγματοποιηθεί ή ναυαγήσει, ενδέχεται κάποια στιγμή μέχρι το 2019 να οδηγηθούμε σε μια πιθανή σύγκρουση είτε μεγάλης, είτε μικρής έκτασης.
Η αποτυχία επίλυσης του κορεατικού ζητήματος δια μέσω της διπλωματικής οδού -συνεπικουρούμενη και από τον διαφαινόμενο εμπορικό πόλεμο, που έχει ξεσπάσει μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και από τη συνεχώς επιδεινούμενης σχέσης Ρωσίας και Δύσης- είναι πιθανό να προκαλέσει μια ευρύτερη σύγκρουση. Σε μια περίοδο που η πρόκληση διεθνών κρίσεων αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα διάφορα εγχώρια ζητήματα, αλλά και την πρόσφατη επάνοδο του λαϊκισμού και της εθνικιστικής ρητορικής σε πολλά κράτη ένα πιθανό ατύχημα ή ένας λανθασμένος υπολογισμός μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε μια ήδη εύφλεκτη περιοχή, όπως αυτή της Κορέας.



[1]  Pramod Sedhain,"Geopolitical significant of the Korean Peninsula," The Daily Journalist, 12 February 2015. [Online at: http://thedailyjournalist.com/the-historian/geopolitical-significant-of-the-korean-peninsula/]
[2] “North Korea Nuclear Timeline Fast Facts”, CNN, 3 April 2018. [Online at: https://www.cnn.com/2013/10/29/world/asia/north-korea-nuclear-timeline---fast-facts/index.html]
[3] Alexander Titov, "Putin, North Korea and what Russia really wants in the region", The Conversation, 17 May 2017, [Online at:https://theconversation.com/putin-north-korea-and-what-russia-really-wants-in-the-region-77879]
[4] Rodrigo Campos and Hyonhee Shin, "U.N. Security Council imposes new sanctions on North Korea over missile test", Reuters Group Limited, 22 December 2017. [Online at: https://www.reuters.com/article/us-northkorea-missiles/u-n-security-council-imposes-new-sanctions-on-north-korea-over-missile-test-idUSKBN1EG0HV]
[5] Steve Holland, Roberta Rampton and Jeff Mason, "Trump accuses Russia of helping North Korea evade sanctions; says U.S. needs more missile defense", Reuters Group Limited, 17 January 2018. [Online at: https://www.reuters.com/article/us-usa-trump-exclusive/exclusive-trump-accuses-russia-of-helping-north-korea-evade-sanctions-says-u-s-needs-more-missile-defense-idUSKBN1F62KO]
[6] Luhn Alec, “Russia sends North Korean -slave- labourers home”, 7 February 2016. [Online at: https://www.telegraph.co.uk/news/2018/02/07/russia-sends-north-korean-slave-labourers-home-un-sanctions/]
[7] ”Kim Jong Un Made a Surprise China Visit, Sources Say” Bloomgerg News, March 27 2018 [Online at: https://www.bloomberg.com/news/articles/2018-03-26/north-korean-leader-kim-jong-un-is-said-to-be-visiting-china]
[8] Αdam Taylor,"Russia wants to build a bridge to North Korea. Literally," The Washington Post, 4 March 2018, [Online at: [https://www.washingtonpost.com/news/worldviews/wp/2018/03/24/russia-wants-to-build-a-bridge-to-north-korea-literally/?utm_term=.976d23c9c344]
[9] Samuel Ramani, "Can Russia Help Solve the Northe Korea Crisis?", The Diplomat, 22 December 2017. [Online at:https://thediplomat.com/2017/12/can-russia-help-solve-the-north-korea-crisis/]
[10] Shawn Donnan, "Donald Trump to impose 25% tariffs on $60bn of Chinese imports", Financial Times, 22 March 2018 [Online at: https://www.ft.com/content/b20e537a-2deb-11e8-a34a-7e7563b0b0f4 ]
[11] Bennett Brian, "McMaster caught in the middle as Mattis and Tillerson maneuver to constrain Trump on national security issues", Los Angeles Times, 4 March 2018 [Online at: http://www.latimes.com/politics/la-na-pol-trump-mcmaster-20180223-story.htm]

 
Share:

Τουρκία – Ευρωπαϊκή Ένωση: Δύο χρόνια μετά τη Συμφωνία για τους Πρόσφυγες

της Χριστίνας Χαχαμίδη

Οι Αραβικές εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν πριν από περίπου εφτά χρόνια στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, είχαν ζοφερά αποτελέσματα, τα οποία άλλαξαν ριζικά την κατάσταση στην περιοχή. Οι καθεστωτικές αλλαγές, οι οποίες εξελίχθηκαν -σε αρκετές περιπτώσεις- σε εμφύλιες συρράξεις, οδήγησαν στον εκτοπισμό εκατομμυρίων[1] ανθρώπων από τις εστίες τους, προκειμένου να επιβιώσουν από τη μάστιγα του πολέμου.                                                                                                             Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούσα ο κυριότερος αποδέκτης των πρωτοφανών σε μέγεθος προσφυγικών ροών, επιδιώκοντας τον περιορισμό των ρευμάτων αυτών, το Μάρτιο του 2016, ήρθε σε συμφωνία[2] με την Τουρκία, η οποία αποτελεί μία από τις βασικές οδούς του μεταναστευτικού διαδρόμου για την Ευρώπη. Η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, μετρά ήδη δύο χρόνια ισχύος και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σημεία συνεργασίας στις κατά τα άλλα τεταμένες μεταξύ τους σχέσεις.                         Τα κυριότερα σημεία της συμφωνίας περιστρέφονται γύρω από τις κοινές επιδιώξεις και τα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων μερών. Αφενός, από την πλευρά της Τουρκίας, η βασική της δέσμευση αφορά την επιστροφή των προσφύγων στην ίδια, οι οποίοι έως το 2016 είχαν φτάσει στην Ελλάδα, με σκοπό μετέπειτα να προωθηθούν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, εξασφαλίζοντας την επιβίωσή τους. Αφετέρου, καθώς η πολιτική που ακολουθεί η Ένωση είναι μία πολιτική περιορισμού των προσφυγικών ροών, μία εκ των δεσμεύσεων της προς την Τουρκία είναι η εκταμίευση έξι δις δολαρίων, προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες για την επιβίωση και προσαρμογή τους στη χώρα. Επιπλέον, δεσμεύεται για την επανέναρξη των ενταξιακών συνομιλιών με την Άγκυρα, όπως και την παραχώρηση δωρεάν visa στους πολίτες της χώρας για να ταξιδεύουν στα κράτη της Ένωσης.                                                                                                                
  Όπως διαπιστώνεται από τα παραπάνω, πρόκειται για μία συμφωνία, η οποία βασίζεται στην «καλή πίστη» των δύο εμπλεκομένων μερών, καθώς οι επιδιώξεις του κάθε μέρους μέσω της σύμπραξης αυτής έχουν πολλές διαφορές. Από τη μία η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να σταματήσει την είσοδο των προσφυγικών ρευμάτων στο έδαφός της μέσα από το Αιγαίο Πέλαγος, και παράλληλα να αποτρέψει κάθε επόμενη προσπάθεια μετεγκατάστασης, δεσμεύεται για την οικονομική εξασφάλιση της προστασίας τους, ορίζοντας ως χώρας υποδοχής τους την Τουρκία, η οποία μέσα από αυτή τη συνεργασία, αποσκοπεί στην κάλυψη ίδιων συμφερόντων, αφού η χορήγηση visa στους πολίτες της, θεωρητικά την φέρνει πιο κοντά στην Ένωση.                                                            
Παρόλο που οι δεσμεύσεις αυτές θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί εξ ολοκλήρου και από τις δύο ενδιαφερόμενες πλευρές, κάτι τέτοιο απέχει από την πραγματικότητα. Μέχρι στιγμής, το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφυγικών ροών έχει μειωθεί, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από την καταγεγραμμένη μείωση των τραυματισμών και των θανάτων των ανθρώπων, κατά την προσπάθεια τους να διασχίσουν το Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό πως, με βάση τα στοιχεία που καταγράφει ο ΟΗΕ,[3] αλλά και τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4] για την άφιξη των προσφύγων, υπολογίζεται περίπου ότι ο αριθμός των ατόμων που έφθαναν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2015, ανερχόταν στις δέκα χιλιάδες για κάποιες μέρες. Οι συνολικοί αριθμοί για το 2015 και το 2016 ανέρχονται στις 857 και 173 χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι πέρασαν από την Τουρκία μέσω θαλάσσης στο ελληνικό έδαφος. Λόγω της συμφωνίας Τουρκίας – ΕΕ, τα άτομα για το 2018,[5] μέχρι στιγμής, συνολικά υπολογίζονται γύρω στις 6 χιλιάδες, καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την τεράστια μείωση του ποσοστού, κάτι το οποίο σηματοδοτεί εν μέρει την επιτυχή υλοποίηση ενός εκ των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το συγκεκριμένο ζήτημα.                                                                                                            Ακόμη, σχετικά με τις υπόλοιπες δεσμεύσεις, από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, έως και το Μάρτιο του 2018, έχουν εκταμιευθεί 6 δις δολάρια[6] προς την Τουρκία, με σκοπό την εξασφάλιση της επιβίωσης των ανθρώπων αυτών. Είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί πως τα χρήματα δεν δόθηκαν στο τουρκικό κράτος, αλλά απευθείας στους αρμόδιους φορείς[7] με σκοπό να καλυφθούν έστω οι βασικές ανάγκες τους, δηλαδή το ελάχιστο της προστασίας τους. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών των φορέων είναι διεθνείς, ενώ ανάμεσα σε όσους έχουν αναλάβει την παροχή βοήθειας βρίσκονται και κάποιες εθνικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες μαζί με τους υπόλοιπους φροντίζουν για την υλοποίηση των προγραμμάτων, όπως αυτά έχει ορίσει η Ένωση κατά τη συμφωνία και με στόχο την προστασία των προσφύγων και την ένταξη τους σε ένα κοινωνικό γίγνεσθαι. Στα προγράμματα[8] αυτά συμπεριλαμβάνεται πέρα από την τροφή, τη στέγη και όλα τα απαραίτητα εφόδια για την επιβίωση, η εκπαίδευση και η παροχή ιατρικής περίθαλψης για τα άτομα που έχουν ανάγκη.                                                                                          Όσον αφορά την χορήγηση visa στους Τούρκους πολίτες, καθώς και την επανέναρξη των ενταξιακών συνομιλιών για τη χώρα, οι δεσμεύσεις αυτές προς το παρόν έχουν παγώσει λόγω της συνεχούς έντασης στις σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών, στις οποίες τα δύο τελευταία χρόνια, παρά τη συμφωνία και το «κλίμα συνεργασίας», επικρατεί συνεχής αστάθεια και το κλίμα είναι ιδιαιτέρως τεταμένο. Για αυτό το λόγο, σε συνδυασμό με την παρούσα κατάσταση στην Τουρκία, ιδιαίτερα μετά την προσπάθεια πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και την «ανελεύθερη δημοκρατία» της χώρας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αφήσει προς στιγμήν στο περιθώριο κάθε συζήτηση για ένταξη της χώρας ως μέλος της, καθώς και τη διαδικασία για έκδοση visa.            
   Μολονότι οι σχέσεις των δύο πλευρών τείνουν να φθίνουν, δεν έχει τεθεί ζήτημα κατάργησης της συμφωνίας σε ουσιαστική βάση. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ούτε και η Τουρκία δεν επιθυμούν πραγματικά τη διάλυση της συμφωνίας, παρότι μέχρι πρότινος και λόγω της μεταξύ τους αποσταθεροποίησης υπήρξαν πιέσεις και από τις δύο πλευρές για καλύτερη διαχείριση και εκπλήρωση των συμφωνηθέντων σημείων. Δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί των ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι μεμονωμένα εκδήλωναν τις αμφιβολίες τους για την συνέχιση της συμφωνίας με την Τουρκία, μιας και η τελευταία δεν πληροί όλα τα εχέγγυα και τις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας.                                                                         
  Παρά το κλίμα αυτό, όμως, κανένας από τους εταίρους δεν έχει υποχωρήσει, ιδιαίτερα εφόσον μέχρι τώρα εξυπηρετούνται σε ένα βαθμό τα κίνητρα και τα συμφέροντα και των δύο. Για την Τουρκία, είναι πολύ σημαντική η συνεργασία με την Ένωση, παρόλο που η κυβέρνηση Erodgan τείνει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την προοπτική της ένταξης στον φορέα, κυρίως λόγω των εσωτερικών της μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, η συγκεκριμένη συμφωνία με την Τουρκία, κρατά μακριά από το ευρωπαϊκό έδαφος τα προσφυγικά ρεύματα, γεγονός που την καθιστά επιτυχημένη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και απομακρύνει το φόβο της για περαιτέρω αντιμετώπιση των προσφύγων που ζητούν άσυλο. Για την τελευταία, η διάλυση της συμφωνίας θα έχει κόστος για την ευρύτερη στρατηγική που ακολουθεί στα ζητήματα διαχείρισης που αφορούν την μεταναστευτική πολιτική, καθότι η ΕΕ έχει συνάψει παρόμοιες συμφωνίες με κράτη όπως το Μαρόκο και η Τυνησία.
Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον η συμφωνία είναι σε ισχύ, το ίδιο συμβαίνει και με τις δεσμεύσεις. Ωστόσο, είναι μείζονος σημασίας πως οι δεσμεύσεις αυτές καλύπτουν περισσότερο το πολιτικό τμήμα της συμφωνίας, χωρίς να εξετάζουν εις βάθος την ανθρωπιστική διάσταση του ζητήματος. Ουσιαστικά, ανακύπτουν αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η Τουρκία θεωρείται «ασφαλής χώρα», έτσι ώστε να δύναται να φιλοξενεί 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία, προσφέροντάς τους τα απαραίτητα για την προστασία τους και μετέπειτα εξασφαλίζοντάς τους την πλήρη ένταξή στην κοινωνία. Παρά το γεγονός ότι με βάση τα κριτήρια, τα οποία τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, η Τουρκία τυπικά ανήκει στο καθεστώς της «ασφαλούς χώρας»[9] υποδοχής των προσφύγων, η πραγματικότητα ίσως απέχει αρκετά.                                                                       
 Καταρχάς, είναι αμφίβολο το κατά πόσο μπορεί να θεωρείται ασφαλής χώρα για τους πρόσφυγες, η Τουρκία, στην οποία λόγω των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων και του καθεστώτος «ανελεύθερης δημοκρατίας» παρατηρείται αυξανόμενη υποβάθμιση των δημοκρατικών αξιών και κατά συνέπεια του σεβασμού και της προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λογικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης αποτελεί και η αντίστοιχη στάση της Τουρκίας απέναντι στα εκατομμύρια προσφύγων που περιμένουν να ορθοποδήσουν κάποια στιγμή, εξασφαλίζοντας την προστασία και το σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Η συγκέντρωση, ωστόσο, όλων των εξουσιών στα χέρια του Προέδρου της χώρας, Erodgan, λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την εξέλιξη της κοινωνίας, έτσι ώστε να υπάρξει μια γενικότερη πρόοδος στο ζήτημα. Παρόλο που η τουρκική κυβέρνηση δεν αποδέχεται ότι υιοθέτηση των δημοκρατικών αρχών δεν είναι μία εκ των προτεραιοτήτων της, η έλλειψή τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, είναι αρκετά σημαντικός λόγος για να μη θεωρείται η Τουρκία μια «ασφαλής Τρίτη χώρα». Αυτό ίσως αποδεικνύει και μία βιασύνη από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υλοποίηση της συμφωνίας, μιας και σε αντίθετη περίπτωση θα ερχόταν αντιμέτωπη με πολλαπλά ρεύματα προσφύγων, τα οποία θα έπρεπε να αφομοιώσει στα κράτη μέλη της.         Επιπλέον, μολονότι τα χρήματα έχουν εκταμιευθεί και έχουν δοθεί στους αρμόδιους φορείς, κάτι τέτοιο δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι είναι αρκετά για να καλύψουν οτιδήποτε άλλο πέραν των βασικών αναγκών. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι εφικτό να δοθεί η δυνατότητα –τουλάχιστον όχι άμεσα– για πλήρη πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην ιατρική περίθαλψη, την αγορά εργασίας. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ένταξη στην κοινωνία, μιας και αν τα άτομα αυτά βρίσκονται στο περιθώριο, δεν τους δίνεται η ευκαιρία να γίνουν μέρος του κοινωνικού συνόλου και να μπορούν να απολαμβάνουν μιας καλύτερης καθημερινότητας. Συνεπώς, αν και τυπικά η Τουρκία, μπορεί σε γενικές γραμμές να θεωρηθεί μια ασφαλής χώρα, προκειμένου να δύναται να φιλοξενεί 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους που ζητούν άσυλο, κάτι τέτοιο δε συμβαδίζει με την κατάσταση στο εσωτερικό της, μιας και η εξασφάλιση της προστασίας τους και οι προοπτική για μια καλύτερη καθημερινή ζωή απομακρύνεται σταδιακά. 
Συμπερασματικά, είναι βέβαιο πως η συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας συνεισέφερε σημαντικά στη διαχείριση και τη μείωση των προσφυγικών ροών, ενώ παράλληλα με βάση τα συμφωνηθέντα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μια καλύτερη ποιότητα ζωής στους ανθρώπους αυτούς. Αν και υπάρχει μεν προσπάθεια και των δύο πλευρών να συντονιστούν και να παράσχουν την κατάλληλη βοήθεια, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των δικών τους κινήτρων, αυτή δεν είναι αρκετή για να εγγυηθεί την επιτυχία της συμφωνίας και τη μακροχρόνια εξασφάλιση των προσφύγων. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη συμφωνία ως μια προσωρινή λύση, αφενός για την απομάκρυνση των προσφυγικών ροών άμεσα από το ευρωπαϊκό έδαφος, και αφετέρου για την βραχυπρόθεσμη εξασφάλισή τους από το τουρκικό κράτος με τη συνεισφορά της Ένωσης, χωρίς να υπάρχουν σκέψεις για τη μετέπειτα κατάσταση που ίσως δημιουργηθεί, εξαιτίας της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής.         
 Καταλήγοντας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η συμφωνία αυτή αποδείχθηκε πολύ σημαντική για την μέχρι στιγμής βοήθεια που έχει προσφερθεί, αλλά και για την σχετική συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ. Αυτό που όμως έχει τη μεγαλύτερη σημασία, είναι η μη υποβάθμιση των δικαιωμάτων των προσφύγων, αλλά αντιθέτως η μακροπρόθεσμη εξασφάλιση μιας ποιότητας ζωής με πρόσβαση στην παιδεία, την εργασία, την υγεία και όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, την οποία δικαιούνται ανεξαιρέτως τόπου φιλοξενίας τους.







[1]Η Συρία αποτελεί το σημαντικότερο παράδειγμα εκτοπισμού των ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μάστιγα του πολέμου. Σύμφωνα με στοιχεία του 2018, περισσότερα από 11 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους αναζητώντας άσυλο. Τα 3,5 εκατομμύρια εξ αυτών φιλοξενούνται στην Τουρκία, ενώ στο Λίβανο, την Ιορδανία και το Ιράκ φιλοξενούνται περίπου 1,9 εκατομμύρια ακόμη. Στο εσωτερικό της Συρίας, 13,1 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια. Τα 6,1 εκατομμύρια εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία των εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων (internally displaced people), έχουν δηλαδή μετακινηθεί, αναζητώντας την επιβίωση σε άλλες περιοχές της χώρας. Διαθέσιμο υλικό: https://www.worldvision.org/refugees-news-stories/syrian-refugee-crisis-facts [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[2] Το κείμενο της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, διαθέσιμο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A22014A0507%2801%29 [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[3] UNHCR DATA, διαθέσιμο: https://data2.unhcr.org/en/situations/mediterranean [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[4] Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως εκδόθηκαν στην έκθεση για τα αποτελέσματα της εφαρμογής της συμφωνίας, στο διάστημα ενός έτους.  Βλ. European Commission, EU-Turkey Statement, One year on.
[5] Ibid, UNHCR DATA.
[6] Τα χρήματα που χορηγήθηκαν στην Τουρκία από την ΕΕ, δόθηκαν σε 2 δόσεις. Η πρώτη δόση των 3 δις δολαρίων αφορούσε τα έτη 2016 – 2017, ενώ η δεύτερη εκταμιεύθηκε τον περασμένο Μάρτιο, συμπληρώνοντας το ποσό των 6 δις.
[7] Antypas I., Yildiz Z., Euronews, Turkey Refugee Deal: Following The Money,  (March, 2018), διαθέσιμο: http://www.euronews.com/2018/03/24/over-1bn-pledged-in-eu-turkey-migrant-deal-still-to-be-paid- [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[8] Ibid, Euronews, Turkey Refugee Deal: Following The Money.
[9] Frelick B., Human Rights Watch, Is Turkey Safe for Refugees?, (March, 2016), διαθέσιμο: https://www.hrw.org/news/2016/03/22/turkey-safe-refugees [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
 
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *