Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη

της Μελάνθης Λουκαϊδου


 

Η Υεμένη αποτελεί κομμάτι ενός πολύπλοκου σκηνικού το οποίο σχετίζεται με παράγοντες όπως η αστάθεια και η ανασφάλεια στην περιοχή της Αραβικής χερσονήσου ειδικότερα και της Μέσης Ανατολής ευρύτερα. Η συνεχιζόμενη διαμάχη, ανάμεσα στις δυνάμεις που παραμένουν πιστές στον πρόεδρο Abdrabbuh Mansour Hadi και σε αυτές που παραμένουν συνδεδεμένες με τους αντάρτες Houthi, έχει ήδη συμβάλει στην κλιμάκωση ισχυρών αντιπαλοτήτων στον Κόλπο και στη γειτονική περιοχή, όχι μόνο στη βάση εδαφικών και περιφερειακών διαφωνιών, αλλά και -κυρίως- θρησκευτικών. Ταυτόχρονα με το γεωπολιτικό σκηνικό που εξελίσσεται στην περιοχή, η Υεμένη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις στον κόσμο, με δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους να έχουν ανάγκη από άμεση ανθρωπιστική βοήθεια.[1]

 

Παρά το γεγονός ότι η Υεμένη θεωρείται η φτωχότερη χώρα της Μέσης Ανατολής, το εδαφικό της μέγεθος και η γεωγραφική της θέση αποτελούν χαρακτηριστικά στρατηγικής σημασίας τόσο για τους περιφερειακούς όσο και για τους διεθνείς δρώντες. Η χώρα βρίσκεται ανάμεσα σε σημαντικότατους θαλάσσιους διαδρόμους, ανάμεσα στην Κόκκινη και Αραβική θάλασσα, ένα στρατηγικό πέρασμα από την Ευρώπη και την Αφρική στην Ασία. Επιπλέον, ο Κόλπος του Aden βρίσκεται τοποθετημένος στο σταυροδρόμι κάποιων από τους πλέον πολυσύχναστους θαλάσσιους διαδρόμους στον πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα στα νοτιοδυτικά της, η χώρα βλέπει τα στενά του Bab-el-Mandeb. Τα στενά του Mandeb έχουν ιδιαίτερη αξία λόγω του ότι ενώνουν την Κόκκινη θάλασσα με τον Κόλπο του Aden και ταυτόχρονα αποτελούν δίοδο μεταξύ της Μεσογείου και του Ινδικού ωκεανού μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.

 

Οι διαμάχες στη χώρα δεν έχουν ως σημείο εκκίνησης την Αραβική άνοιξη του 2011 και το ξέσπασμα των αντικυβερνητικών εξεγέρσεων στον μουσουλμανικό κόσμο. Αντιθέτως, η Υεμένη ήταν αντιμέτωπη με εδαφικά και αποκεντρωτικά ζητήματα ανάμεσα στις αναρίθμητες φυλές του βορρά και του νότου, προβλήματα τα οποία έχουν την απαρχή τους στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τη συνεπακόλουθη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η βόρεια Υεμένη απέκτησε την ανεξαρτησία της ως κράτος το 1918 ενώ το νότιο τμήμα της χώρας μόλις το 1967. Επιπρόσθετα, υπήρξαν πολυάριθμες διαμάχες μεταξύ των δυο πλευρών, οι οποίες ξεκίνησαν το 1972, συνέχισαν το 1979 και έληξαν τελικώς τον Μάιο του 1990 όταν οι δυο πλευρές ενώθηκαν υπό τη μορφή της Δημοκρατίας της Υεμένης και με πρόεδρο τον Abdullah Saleh. Οι δογματικές αντιπαλότητες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα των αυτοδιοικούμενων στρατιωτικών φυλών τόσο σε βορρά, όσο και σε νότο, αποτελούν τη βάση ενός εμφυλίου πολέμου ο οποίος θα συνεχιζόταν κατά τη διάρκεια των χρόνων.[2] Ωστόσο, ο θεμελιώδης παράγοντας που συνέβαλε στην όξυνση της ήδη περίπλοκης κοινωνικής κατάστασης ήταν η έκρηξη του κύματος της Αραβικής άνοιξης. Οι μεγαλειώδεις διαδηλώσεις σε κυρίαρχες πρωτεύουσες του αραβικού κόσμου έδωσαν ώθηση στην ήδη υπάρχουσα εχθρότητα εντός της χώρας να πάρει αποχρώσεις θρησκευτικής διαμάχης, όπως επίσης και ενός περιφερειακού πολέμου δια αντιπροσώπων. Ο πρόεδρος της χώρας Abdullah Saleh παραιτήθηκε τον Νοέμβριο του 2011 με τον αντιπρόεδρο Abdrabbuh Mansour Hadi να αναλαμβάνει τα ηνία της προεδρίας.

 

Όσον αφορά την τρέχουσα διαμάχη στη χώρα, παίκτες-κλειδιά αποτελούν η κυβέρνηση του προέδρου Hadi, οι επαναστάτες Houthi, οι υποστηρικτές-περιφερειακοί παράγοντες και των δυο πλευρών, καθώς επίσης και η Al-Qaeda στην αραβική χερσόνησο (AQAP) και το Ισλαμικό κράτος. Αρχικά, οι επαναστάτες Houthi αποτελούν ένα στρατιωτικό κίνημα συνδεδεμένο με μια μορφή του σιιτικού Ισλάμ, γνωστή ως Zaidism. Οι Houthi ή αλλιώς “Ansar Allah” («Οι υποστηρικτές του Θεού») όπως ονομάζονται συμμετείχαν στις διαδηλώσεις κατά του προέδρου Saleh το 2011. Επιπλέον, υπήρξαν αντίθετοι με την ανάληψη της προεδρίας από τον τωρινό ηγέτη της χώρας, Hadi, ιδίως όταν ο τελευταίος ανακοίνωσε την πρόθεσή του όπως η χώρα μετατραπεί σε μια έξι περιφερειών ομοσπονδία. Παράλληλα, είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι το 40% του συνολικού πληθυσμού της Υεμένης προέρχεται από την Zaidi σέκτα του σιιτικού Ισλάμ, η οποία βρίσκεται κυρίως εδραιωμένη στα βόρεια ορεινά της χώρας. Οι αντικαθεστωτικοί διατηρούν υπό τον έλεγχό τους την πρωτεύουσα Σαναά ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2014, έχοντας αναγκάσει τον πρόεδρο Hadi να υποχωρήσει στην περιοχή του Aden. Ακολούθως, τον Μάρτιο του 2015 η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση στη χώρα, μέσω συνασπισμού με το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου για την Υεμένη, και να υποστηρίξει την κυβέρνηση του Hadi. Το σουνιτικό βασίλειο διατηρεί συνοριακή γραμμή χιλίων περίπου χιλιομέτρων με την Υεμένη και συνάμα ηγείται του συνασπισμού ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα κράτη του Κόλπου εκτός του Ομάν και άλλων χωρών στη Μέση Ανατολή και το Μαγκρέμπ, όπως η Ιορδανία, η Αίγυπτος και το Μαρόκο. Παράλληλα, η στρατιωτική επιχείρηση με την ονομασία Operation Storm of Resolve (“Al-Hazm Storm”) υποστηρίζεται και από διάφορους περιφερειακούς δρώντες όπως η Τουρκία, καθώς επίσης και από τρία μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία. Η Ουάσινγκτον έχει προσφέρει στρατιωτική υποστήριξη στον σαουδαραβικό συνασπισμό, παρέχοντας υπηρεσίες πληροφοριών και εναέριους ανεφοδιασμούς για τα πολεμικά αεροσκάφη τα οποία βομβαρδίζουν τους αντάρτες Houthi.[3]

 

Επιπλέον, κατέχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η Υεμένη είναι η πατρογονική εστία του ιδρυτή της Al-Qaeda Osama bin Laden. Πέραν της εμφυλιοπολεμικής σύρραξης, η χώρα αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις εξαιτίας της παρουσίας τζιχαντιστικών ομάδων στα εδάφη της. Οι οργανώσεις αυτές είναι συνδεδεμένες είτε με το Ισλαμικό κράτος είτε με τη δράση της Al-Qaeda στην αραβική χερσόνησο. Στο παρελθόν, η AQAP (Al-Qaeda Arabian Peninsula) χρησιμοποίησε την ενδοχώρια κρίση έτσι ώστε να επεκτείνει τα εδάφη ελέγχου και επιρροής της, καταφέρνοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της σημαντικές περιοχές, συμπεριλμβανομένου του λιμανιού Mukallah, του πέμπτου μεγαλύτερου της χώρας. Οι ιδέες της οργάνωσης απολαμβάνουν υποστήριξης στην Υεμένη, κυρίως στις νότιες και νοτιοανατολικές επαρχίες. Εντούτοις, τόσο οι υποστηρικτές της Al-Qaeda όσο και του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού κράτους προκαλούν προβλήματα και στα εξωτερικά σύνορα της χώρας. Σημαντικός αντίκτυπος της σύρραξης και της δραστηριοποίησης των εξτρεμιστικών αυτών οργανώσεων είναι το μεταναστευτικό ζήτημα. Η Υεμένη, πρέπει να τονισθεί ότι, παρά το ότι θεωρείται μια μικρή χώρα, διατηρεί ένα από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού στον κόσμο. Συνεπώς, ο εμφύλιος πόλεμος καθώς και η φτώχεια έχουν ωθήσει πολλούς κατοίκους να μετακινηθούν προς γειτονικά κράτη. Ως αποτέλεσμα, τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και το Ομάν υποχρεούνται να αντιμετωπίσουν την παράνομη διακίνηση και την εμπορία ανθρώπων στα σύνορά τους.[4]

 

Παρ’ όλα αυτά, οι γεωπολιτικές διαστάσεις του πολέμου είναι το στοιχείο που θα καθορίσει τη συνέχιση και την έκβασή του. Υποστηρίζεται ότι το Ιράν υποδέχθηκε στα εδάφη του θρησκευτικούς σπουδαστές της ομάδας των Houthi οι οποίοι, βάσει αναφορών, επέστρεψαν στην Υεμένη εμπνευσμένοι από την αντιδυτική και επαναστατική ρητορική της Τεχεράνης.[5] Από την πλευρά του το Ριάντ υπολογίζει τους Houthi ως τμήμα της διευρυνόμενης ιρανικής επιρροής στην περιοχή. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι το χάος στην Υεμένη έδωσε τόσο στο Ριάντ, όσο και στη Τεχεράνη, το άλλοθι της επέμβασης σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων βρίσκει νόημα.[6] Υπό τη θρησκευτική οπτική, ο πόλεμος στη χώρα αποτελεί τμήμα των διαφορετικών προσεγγίσεων και αποκλίσεων ανάμεσα στο σιιτικό και σουνιτικό Ισλάμ. Για παράδειγμα, το Ριάντ θεωρεί ότι πιθανή πτώση του προέδρου Hadi θα αποτελέσει ευκαιρία ξεσηκωμού για τους σιιτικούς πληθυσμούς του βασιλείου, οι οποίοι ζουν κυρίως στις ανατολικές επαρχίες, όπου σημειωτέον βρίσκονται και oι σημαντικότερες πετρελαιοπηγές του. Επιπλέον, το Ριάντ φαίνεται προσανατολισμένο στο στόχο της απομόνωσης της Τεχεράνης, ανησυχώντας ταυτόχρονα για τη βοήθεια που παρέχει η ιρανική κυβέρνηση στους σιίτες αντικαθεστωτικούς της Υεμένης καθώς και στην αλαουτική κυβέρνηση της Δαμασκού.

 

Υπό τη περιφερειακή οπτική σκοπιά, το Ριάντ θεωρεί ως ζωτικής σημασίας απειλή την αναδυόμενη επιρροή του Ιράν στη Μέση Ανατολή εάν αναλογιστεί κανείς τη συμφωνία P5+1 αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, γεγονός βεβαίως που πρέπει να αναλυθεί υπό την παρούσα τάξη πραγμάτων στον Λευκό Οίκο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά το πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Donald Trump χρησιμοποίησε ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα απέναντι στο Ιράν, κατηγορώντας το ευθέως μεταξύ άλλων και για χρηματοδότηση της διεθνούς τρομοκρατίας. Από την ιρανική θεώρηση, η Υεμένη φαίνεται να προσφέρει μια low cost ευκαιρία για την Τεχεράνη να πιέσει τον περιφερειακό της αντίπαλο, χωρίς να λησμονείται και η επέκταση των οικονομικών και πολιτικών της συμφερόντων.[7] Είναι, επίσης, σημαντικό να λεχθεί ότι η άνοδος του Ισλαμικού κράτους σε Συρία και Ιράκ έχει προσφέρει τη δυνατότητα στο Ιράν να παρουσιαστεί ως ο προστάτης των σιιτικών πληθυσμών στην περιοχή. Τέλος, το γεγονός ότι και οι δυο πλευρές υποστηρίζουν αντίπαλες πλευρές, πέραν της Υεμένης, και στον συριακό εμφύλιο πόλεμο αποτελεί μια ακόμη περιφερειακή διάσταση του προβλήματος. Η απειλή για το σουνιτικό βασίλειο -και όχι μόνο- εδράζεται στον άξονα συνεργασίας μεταξύ της σιιτικής οργάνωσης του Λιβάνου Hezbollah, των σιιτικών πολιτοφυλακών στα ιρακινά εδάφη, με την κυβέρνηση του Bashar al-Assad στη Δαμασκό και την οργάνωση Houthi στην Υεμένη.

 

Συμπερασματικά, η Υεμένη αποτελεί σήμερα ένα ακόμα πεδίο μάχης στην πολυτάραχη περιοχή του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής. Η συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ των περιφερειακών παικτών, καθώς επίσης και οι τραγικές συνέπειες των συνεχιζόμενων βομβαρδισμών της χώρας έχουν τεράστιο αντίκτυπο στον τοπικό πληθυσμό. Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές της υπηρεσίας συντονισμού ανθρωπιστικών υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών (OCHA) το 70% του συνολικού πληθυσμού χρειάζεται κάποιο είδος ανθρωπιστικής βοήθειας, περισσότερα από δύο εκατομμύρια παραμένουν εκτοπισμένοι και περίπου δεκαεφτά εκατομμύρια αντιμετωπίζουν επισιτιστικά προβλήματα. Εν τέλει, αναλογιζόμενη τις τραγικές αυτές συνθήκες, η διεθνής κοινότητα πρέπει να θέσει ως πρωταρχική προτεραιότητά της την προστασία των κατοίκων της χώρας. Ο απώτερος στόχος πρέπει να αφορά τον τερματισμό της εμφύλιας σύρραξης και των περιφερειακών αντιπαλοτήτων που μετατρέπουν κυρίαρχα κράτη σε θέατρα εμφυλίων συρράξεων.



[1] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs, “Humanitarian Crisis in Yemen one of the worst in the world, says ERC O’Brien” (21/9/2016) http://bit.ly/2sjx8sK
[2] Russia Today, “Five facts you need to know about Yemen and its conflicts” (27/3/2015) http://bit.ly/2dqtPEM
[3] Australian Broadcasting Corporation, “Yemen conflict: Who’s who in the conflict tearing the Arab world’s poorest country” (15/4/2015) http://ab.co/1a8rKeD
[4] Indian Council of World Affairs, “The crisis in Yemen” (21/3/2016) http://bit.ly/2erYnH1
[5] Vatanka, Alex, “Iran’s Yemen Play; What Tehran Wants-And What it Doesn’t”, Foreign Affairs Magazine (4/3/2015) http://fam.ag/2e7CO4b
[6] Roy, M., S., Rizvi, M., A., Zaidi, Z., “Crisis in Yemen: Imperatives for Region and Beyond”, Institute for Defense Studies and Analyses (5/5/2015) http://bit.ly/2dI9BHD
[7] Al-Maged, M., Sidahmed, A., Al-Muslimi, F., “The Roles of Regional Players in Yemen and Opportunities for Peace”, Sana’a Center for Strategic Studies (June, 2015), http://bit.ly/2dzYF0T
Share:

Η συμφωνία Gazprom-ΕΕ, οι προοπτικές της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και οι σχέσεις της με τη Ρωσία

του Φούκα Βασιλείου
 


Η πρόσφατη συμφωνία[1]του Μαρτίου μεταξύ της ΕΕ και του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Gazprom δρομολογεί νέες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι δεσμεύσεις της ρωσικής εταιρείας όσον αφορά στις αγορές αερίου της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης επαναφέρουν στο προσκήνιο τα σχέδια για την κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου, ενώ ταυτόχρονα οι σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη αποκλιμακώνονται για ακόμη μία φορά. Η ενεργειακή απεξάρτηση της δεύτερης από την πρώτη όχι μόνο απαιτεί ακόμη αρκετά στάδια για την υλοποίηση της, αλλά τείνει προς επανεξέταση στη βάση της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου με γνώμονα την ευρωπαϊκή νομοθεσία στην οποία οφείλει να συμμορφώνεται και ο ρωσικός κολοσσός.
 
Η συμφωνία μεταξύ ΕΕ-Gazprom
Ύστερα από μία διαμάχη σχεδόν πέντε ετών, στις αρχές του Μαρτίου του τρέχοντος έτους η Gazprom υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις δεσμεύσεις της αναφορικά με την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία της ΕΕ, δίνοντας επίσης τη δυνατότητα στη τελευταία να επιβάλει πρόστιμο της τάξεως του 10% στο κύκλο εργασιών της εταιρείας, σε περίπτωση παραβίασής τους.[2] Η εν λόγω διαμάχη είχε ξεσπάσει καθώς οι ευρωπαϊκές αρχές διαπίστωσαν ότι η Gazprom καταχραζόταν τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά προμήθειας φυσικού αερίου και προσπαθούσε να επιβάλει υπερβολικές τιμές σε οκτώ μέλη της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Βουλγαρία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Τσέχικη Δημοκρατία, Σλοβακία, Ουγγαρία).[3]
Η διαμάχη, μάλιστα, είχε λάβει και χαρακτήρα σύγκρουσης διεθνών συμφερόντων, από τη στιγμή που η Gazprom, μετά την επίσημη τοποθέτηση της ΕΕ το 2015 και τις κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν, είχε σπεύσει να τονίσει ότι πρόκειται για κρατική εταιρεία, με συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες αναφορικά με τη Ρωσική επικράτεια, επομένως δεν αποτελεί αντικείμενο ποινικής μεταχείρισης της ΕΕ. Πολλοί αξιωματούχοι έσπευσαν τότε με τη σειρά τους να σκιαγραφήσουν το πλεονέκτημα της ΕΕ στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στην αγορά φυσικού αερίου,[4] προτρέποντας την ΕΕ να αναζητήσει εναλλακτικές αναφορικά με την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο.[5]
Η Gazprom, αναλογιζόμενη ότι αποτελεί το δεσπόζοντα προμηθευτή φυσικού αερίου αρκετών χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης[6] και υπό το φόβο του περιορισμού της στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, προέβη στις εξής ακόλουθες δεσμεύσεις, οι οποίες διαφαίνονται και στην εικόνα 1:
 
 
-          παροχή δυνατότητας ελεύθερης ροής φυσικού αερίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη,
-          εξασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών φυσικού αερίου στις συγκεκριμένες περιοχές,
-          εξάλειψη των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μέσω της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά.[7]
Πιο συγκεκριμένα, η Gazprom δεσμεύτηκε να καταργήσει όλους τους συμβατικούς φραγμούς στην ελεύθερη ροή φυσικού αερίου στις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και να λάβει επιπλέον, δραστικά μέτρα ώστε να διευκολύνεται η ολοκλήρωσή τους. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω της εξάλειψης του κατακερματισμού της αγοράς, της διευκόλυνσης των διασυνδέσεων της αγοράς με τη Βουλγαρία και της δημιουργίας ευκαιριών για περισσότερες ροές φυσικού αερίου προς τις χώρες της Βαλτικής και τη Βουλγαρία.[8]
Επίσης, δεσμεύτηκε να εφαρμόσει σειρά σημαντικών αλλαγών στις συμβατικές της ρήτρες αναθεώρησης των τιμών, προκειμένου να εξασφαλίζονται ανταγωνιστικές τιμές φυσικού αερίου σε αυτές τις αγορές, ήτοι: α) καθορισμό ανταγωνιστικών κριτηρίων αναφοράς συμπεριλαμβανομένων των τιμών κόμβου (hub) Δυτικής Ευρώπης, στις ρήτρες αναθεώρησης των τιμών στις συμβάσεις της με πελάτες από τη Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία και β) πιο συχνή και αποτελεσματική αναθεώρηση των τιμών.[9]
Όσον αφορά στις ανησυχίες που είχαν διατυπωθεί από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους σε σχέση με το έργο South Stream στη Βουλγαρία και τον αγωγό Γιαμάλ στην Πολωνία, η Gazprom δεσμεύτηκε να μη ζητήσει αποζημίωση από τους εταίρους της στη Βουλγαρία μετά τη διακοπή του έργου South Stream,[10] ενώ η έρευνα της Επιτροπής για τον αγωγό Γιαμάλ έδειξε ότι η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει με την παρούσα αντιμονοπωλιακή διαδικασία, λόγω των επιπτώσεων διακυβερνητικής συμφωνίας μεταξύ Πολωνίας και Ρωσίας.[11]
Οι προοπτικές της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και οι σχέσεις της με τη Ρωσία
Η συμφωνία ΕΕ - Gazprom, εκτός της εκ νέου προώθησης και έγκρισης των ενεργειακών σχεδίων για την καλύτερη ενεργειακή διασύνδεση του ευρωπαϊκού χώρου, συνεπάγεται το «ξεπάγωμα» των επενδύσεων του ρωσικού κολοσσού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ρωσικό φυσικό αέριο καλύπτει το 34% των αναγκών των χωρών της ΕΕ το 2016, η Gazprom υποχώρησε στις πιέσεις της ΕΕ, σκεπτόμενη ότι το τυχόν πρόστιμο που εξέταζε η ΕΕ και η ενδεχόμενη απώλεια κερδών θα καθυστερούσε περαιτέρω ή θα ακύρωνε μέρος των επενδυτικών σχεδίων της εταιρείας, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 20 δισεκατομμύρια δολάρια· σε περίοδο, μάλιστα, πτώσης της παραγωγής της και διατήρησης των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές.[12]
 Η υποχώρηση, επομένως, της ρωσικής εταιρείας δεν είναι τυχαία επιλογή. Αντιμετωπίζοντας το ζήτημα μακροπρόθεσμα, η Gazprom επιλέγει να θυσιάσει σε ένα βαθμό τον έλεγχο και πιθανώς το μερίδιο της σε ορισμένες αγορές του πρώην ανατολικού μπλοκ, αλλά ταυτόχρονα θα διαφυλάξει το ευρύτερο μερίδιο της στην ευρωπαϊκή αγορά, έναντι των υπολοίπων προμηθευτών διασφαλίζοντας τον έλεγχο του τρόπου εξαγωγής του αερίου της και θα απεξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την «προβληματική» για την ίδια Ουκρανία.[13]
  Από την άλλη, η ΕΕ αξιολογεί, με τη σειρά της, την επιτυχία της συμφωνίας. Ένα από τα επιμέρους θέματα που αναμένεται να επηρεαστούν είναι οι προοπτικές κατασκευής του ρωσικού αγωγού Nord Stream II, του αγωγού που στοχεύει στη μεταφορά ρωσικού αερίου μέσω της Βαλτικής στη Γερμανία, παρακάμπτοντας την Ουκρανία.[14] Μάλιστα, ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανέφεραν ότι οι πιθανότητες να λάβει ο αγωγός την έγκριση της Κομισιόν είναι πλέον «πολύ υψηλές», καθώς η Επιτροπή απέσπασε τις δεσμεύσεις που ήθελε από την Gazprom.[15]
Ωστόσο, σε περίπτωση υλοποίησης του παραπάνω αγωγού, «καταδικάζονται» χώρες όπως η Ουκρανία, η Σλοβακία και η Πολωνία, που μέχρι σήμερα διακινούσαν μεγάλες ποσότητες αερίου μέσω του εδάφους τους και μελλοντικά θα τις δουν να μειώνονται, μαζί με τα έσοδά τους από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Οι δεσμεύσεις, όμως, που εξασφάλισε η ΕΕ από τη Gazprom έρχονται να λειτουργήσουν ως «αντίδοτο», περιορίζοντας τη κυριαρχία της εταιρείας στην εσωτερική τους αγορά.[16] Αναφορικά με τη Σλοβακία, αξίζει να σημειωθεί ότι η ρωσική εταιρεία ήρθε σε συμφωνία - πλαίσιο με τον κύριο μεταφορέα φυσικού αερίου της χώρας Eustream, για τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω αυτής, η οποία έχει ισχύ μέχρι το 2050 και συνιστά βάση για επόμενες συμφωνίες.[17]
Πέραν αυτού, μία ακόμη χώρα η οποία θα ωφεληθεί από τη συμφωνία ΕΕ – Gazprom είναι η Βουλγαρία, εξέλιξη η οποία αφορά και την Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, πέραν της αποφυγής καταβολής αποζημίωσης για το ακυρωθέν έργο του αγωγού South Stream, θα περιοριστεί η επίδραση της ρωσικής εταιρείας στην εγχώρια αγορά της. Οι περιορισμοί των συμβολαίων με τη Gazprom δυσχέραιναν σημαντικά τις προσπάθειες απελευθέρωσης της βουλγαρικής αγοράς φυσικού αερίου, καθώς η βουλγαρική εταιρεία διαχείρισης Bulgargaz δυσκολευόταν στην αγορά αερίου από τρίτους, δίχως να προβεί στην πληρωμή της εκάστοτε ρήτρας. Επίσης, δεν είχε τη δυνατότητα πώλησης του αερίου που περίσσευε στο εξωτερικό για τη μείωση του κόστους εξισορρόπησης της ζήτησης. Από εδώ και στο εξής, ωστόσο, η εταιρεία θα είναι σε θέση πλέον να επαναπωλεί το ρωσικό αέριο,[18] γεγονός που ενισχύει τις πιθανότητες μελλοντικής διάθεσης ποσοτήτων σε αντίστροφη ροή μέσω του διασυνδετήριου αγωγού IGB, διευκολύνοντας την εφαρμογή της συμφωνίας διασύνδεσης μεταξύ της Βουλγαρίας και γειτονικών κρατών, όπως της χώρας μας.[19]
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και το μνημόνιο αλληλοκατανόησης που υπεγράφη μεταξύ της Gazprom και της ιταλικής Eni, το οποίο αφορά την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία μέσω του «Νότιου Διαδρόμου Μεταφοράς», και την επικαιροποίηση των συμβολαίων που αφορούν την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου στην Ιταλία. Επιπλέον, στο αίτημα των ιταλικών αρχών για μεταφορά του σημείου παράδοσης στη νότια Ιταλία, η Gazprom ανέφερε ότι θα μπορούσε να επιλυθεί με την κατασκευή της δεύτερης γραμμής του αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream, ο οποίος θα καταλήγει στα ελληνοτουρκικά σύνορα, και στο σημείο αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί ο νέος αγωγός φυσικού αερίου Poseidon που σχεδιάζεται. Ο τελευταίος θα περνάει από την χώρα μας και θα καταλήγει υποθαλάσσια μέσω Ιονίου στη νότιο Ιταλία, ενώ θα είναι δυναμικότητας 10 με 20 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως. Τέλος, εξετάζεται από τη ρωσική εταιρεία η αξιοποίηση του αγωγού ΤΑΡ που θα προμηθεύει την Ευρώπη με φυσικό αέριο μέσω του Turkish Stream, η δυναμικότητα του οποίου θα ανέρχεται στα 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως με δυνατότητα αύξησης στα 20.[20]
Συμπεράσματα
Οι πιέσεις που δέχονται οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου από τη μεγάλη αύξηση της προσφοράς στο υγροποιημένο φυσικό αέριο που μεταφέρεται από τάνκερ, μειώνει δραματικά την ανάγκη δημιουργίας δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Ταυτόχρονα, οι προοπτικές αύξησης της παραγωγής σε σχιστολιθικό αέριο από την άλλη μεριά του Ατλαντικού δυσχεραίνουν τις επενδύσεις της Gazprom ως ηγέτιδος δύναμης στο φυσικό αέριο.
Η σταδιακή ενεργειακή απεξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό αέριο και κατ’ επέκταση από τη ρωσική επιρροή φαίνεται, σύμφωνα με τα παραπάνω να μένει στο περιθώριο. Η επιλογή της ΕΕ τη δεδομένη χρονική στιγμή δείχνει την προτίμηση στο φυσικό αέριο της Ρωσίας αλλά με όρους ευρωπαϊκούς. Οι δεσμεύσεις, από την άλλη, της Gazprom απέναντι στην ΕΕ δείχνουν πως και η ρωσική πλευρά στηρίζεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία γι’ αυτήν. Αυτό σημαίνει πως, στο ενεργειακό τουλάχιστον κομμάτι, οι δύο πλευρές αλληλο-συμβιβάζονται και πορεύονται από κοινού με τα όποια μικροπροβλήματα, απολαμβάνοντας η κάθε μία τα πλεονεκτήματα της μεταξύ τους επιχειρηματικής σχέσης.
 


[1] Πρόκειται ουσιαστικά για μία προκαταρκτική συμφωνία στην οποία η Gazprom προέβη σε ορισμένες δεσμεύσεις, ώστε να αρθούν οι ανησυχίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της στις αγορές φυσικού αερίου της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Βλέπε: «Ευρωπαϊκή Επιτροπή - Δελτίο Τύπου: Αντιμονοπωλιακή νομοθεσία: Η Επιτροπή σας καλεί να υποβάλετε τις παρατηρήσεις σας σχετικά με τις δεσμεύσεις της Gazprom όσον αφορά τις αγορές αερίου της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης», http://europa.eu/rapid/press-release_IP-17-555_el.htm, ημ. ανάκτησης 27/03/2017.
[2] Μάλιστα, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει το πρόστιμο, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αποδείξει παραβίαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ.
«Διαβούλευση επί των δεσμεύσεων της Gazprom ζητά η Ε.Ε.», http://www.sofokleousin.gr/archives/336675.html, ημ. ανάκτησης 29/03/2017.
[3] «Προς συμβιβαστική συμφωνία Gazprom-EE», http://www.eea.gr/gr/el/articles/pros-symvivastiki-symfonia-gazprom-ee, ημ. ανάκτησης 28/03/2017.
[4] The New York Times, «In Accusing Russian Energy Giant Gazprom, E.U. Begins a Test of Wills», https://www.nytimes.com/2015/04/23/business/international/gazprom-european-antitrust-european-union.html, ημ. ανάκτησης 29/03/2017 και The New York Times, «Europe Is Expected to Bring Antitrust Charges Against Gazprom», https://www.nytimes.com/2015/04/21/business/international/europe-is-expected-to-charge-gazprom-in-antitrust-case.html, ημ. ανάκτησης 29/03/2017.
[5] The New York Times, «Europe Seeks Alternatives to Russian Gas Imports», https://www.nytimes.com/2016/02/17/business/energy-environment/european-union-seeks-to-reduce-reliance-on-russian-gas.html, ημ. ανάκτησης 29/03/2017.
[6] Σοφοκλέουςin, «Διαβούλευση επί των δεσμεύσεων της Gazprom ζητά η Ε.Ε.», http://www.sofokleousin.gr/archives/336675.html, ημ. ανάκτησης 30/03/2017. 
[7] Supranote 3.
[8] Supra Note 1.
[9] Supra Note 3.
[10] Βλέπε Euractiv, «EU-Gazprom deal clears Bulgaria of South Stream cancellation claims», http://www.euractiv.com/section/energy/news/eu-gazprom-deal-clears-bulgaria-of-south-stream-cancellation-claims/,  ημ. ανάκτησης 30/03/2017.
[11] Supra Note 1.
[12] Vladimir Afanasiev, «Gazprom’s agreement to change European trading practices is welcomed by the EU», http://www.upstreamonline.com/hardcopy/1226480/gazproms-agreement-to-change-european-trading-practices-is-welcomed-by-the-eu, ημ. ανάκτησης 29/03/2017.
[13] Energypress, «Στην πιο ουσιαστική διασύνδεση Ελλάδας- Βουλγαρίας οδηγεί ο συμβιβασμός της Gazprom με την E.E.», https://energypress.gr/news/stin-pio-oysiastiki-diasyndesi-elladas-voylgarias-odigei-o-symvivasmos-tis-gazprom-me-tin-ee, ημ. ανάκτησης 30/03/2017.
[14] Ibid. Η προσθήκη του θα διπλασιάσει τις ποσότητες μέσω της συγκεκριμένης όδευσης.
[15] Ibid. Βλέπε επίσης FmVoice, «Συμφωνία Κομισιόν με Gazprom: Και οι Γερμανοί τρίβουν τα χέρια τους!», http://www.fmvoice.gr/index.php/oikonomia/energeia/item/164118-symfonia-komision-me-gazprom-kai-oi-germanoi-trivoun-ta-xeria-tous, ημ. ανάκτησης 30/03/2017.
[16] Supra Note 13.
[17] The Slovak Spectator, «Gazprom and Eustream sign deal on gas transports», https://spectator.sme.sk/c/20507556/gazprom-and-eustream-sign-deal-on-gas-transports.html, ημ. ανάκτησης 13/04/2017.
[18] Ας σημειωθεί ότι σχετική ρήτρα έχει και η σύμβαση προμήθειας της ΔΕΠΑ, καθώς η εταιρία δεν έχει τη δυνατότητα επανεξαγωγής και μεταπώλησης του ρωσικού αερίου.
[19] Η εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών δυσκολεύεται σήμερα από τις υποχρεώσεις των συμβολαίων προμήθειας των δύο χωρών με τη Gazprom, καθώς και από το συμβόλαιο μεταφοράς της εταιρείας με τη Βουλγαρία.
Supra Note 13.
[20] Economy 365, «Συμφωνία Gazprom και Eni για παροχή ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη», http://www.economy365.gr/article/32427/symfonia-gazprom-kai-eni-gia-parohi-rosikoy-fysikoy-aerioy-stin-eyropi,  ημ. ανάκτησης 27/03/2017.
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου