Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Ενδοοικογενειακή βία στη Ρωσία: η εξέλιξή της ανά τα χρόνια και ποιες οι προοπτικές για την εξάλειψή της


Της Γρίβα Θεώνης
 

          «Η βία κατά των γυναικών είναι η πιο επαίσχυντη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ίσως η πιο διαβρωτική. Δεν γνωρίζει όρια γεωγραφικά, πολιτισμικά ή πλούτου. Όσο συνεχίζεται, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι επιτελείται πραγματική πρόοδος ως προς την ισότητα, την ανάπτυξη και την ειρήνη».[1] Είκοσι και πλέον χρόνια έπειτα από αυτή την τοποθέτηση του τότε Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Kofi Annan, η έμφυλη βία εξακολουθεί να συνιστά καθημερινότητα ανά τον κόσμο με τις προεκτάσεις της να πλήττουν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό τις ελευθερίες,[2] τη σωματική ακεραιότητα αλλά και την ψυχοσύνθεση του γυναικείου πληθυσμού που γίνεται αποδέκτης μίας τέτοιας συμπεριφοράς. Κάτι που αποτυπώνει με τον πιο μελανό τρόπο την στασιμότητα ορισμένων κοινωνιών σε αντιδιαστολή με την αλματώδη επιστημονική, τεχνολογική ή οικονομική πρόοδο που μπορεί να επιδεικνύουν.
             Παρά τη δεδηλωμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις πρακτικά εφαρμόσιμη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, είναι αλήθεια πως οι ανισότητες των δύο φύλων αποτελούν μία κατάσταση που δεν συναντάται απαραίτητα στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου ή σε χώρες οι οποίες, με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης, κατατάσσονται στις υπανάπτυκτες σε σχέση με την εκπαίδευση ή την ποιότητα ζωής. Χαρακτηρίζει και κράτη με κυρίαρχη θέση στο παγκόσμιο σύστημα, ασκώντας το δικό τους μερίδιο ισχύος και επιρροής. Ένα ανάλογο παράδειγμα είναι η Ρωσία, μία υπερδύναμη όπου η ενδοοικογενειακή βία δεν παρουσιάζει επ’ ουδενί σημάδια ύφεσης, επιδεινώνοντας την γυναικεία υπόσταση σε μία κοινωνία που δείχνει πολιτικά και νομικά μία αδικαιολόγητη ανοχή. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει ξεκινήσει να εδραιώνεται ένας αντίλογος που επιδιώκει να λειτουργήσει ως το ανάχωμα απέναντι σε αυτή την κοινωνική μάστιγα.
            Στο μεταίχμιο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία υποστηρίζεται συχνά η πεποίθηση ότι «όλες οι πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας που λαμβάνουν χώρα εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας» δεν συνιστούν ένα και τόσο σοβαρό πρόβλημα για το οποίο γίνεται υπερβολικός λόγος.[3] Πιο συγκεκριμένα, το καθεστώς της ενδοοικογενειακής κακοποίησης θεωρείται για τις κυβερνητικές, τις θρησκευτικές και αστυνομικές αρχές της Ρωσίας ένα πεδίο όπου δεν δικαιολογείται και δεν κρίνεται ιδιαίτερα απαραίτητη η δική τους εμπλοκή καθώς και η θέσπιση μίας πιο ειδικής νομοθεσίας που προωθεί «μία γενοκτονία της οικογένειας». Αντιθέτως, υποστηρίζεται ότι οι υφιστάμενοι νόμοι είναι κάτι παραπάνω από επαρκείς και η εισαγωγή περισσότερων αντίστοιχων νόμων «μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική κυβερνητική παρέμβαση στην οικογενειακή ζωή».[4] Επί της ουσίας, δηλαδή, το ρωσικό κατεστημένο τηρεί μία επίσημη στάση απέναντι σε ένα βαθιά κοινωνικό φαινόμενο όπως η βία πίσω από τις κλειστές πόρτες πολλών σπιτιών ως ένας άλλος «Πόντιος Πιλάτος». Πρόκειται για μία αποποίηση ευθυνών των εξουσιών, εν συνόλω, της χώρας που οφείλει να προσφέρει «άμεση και μακροπρόθεσμη προστασία» και επιπλέον νομική κάλυψη στα κορίτσια και τις γυναίκες-θύματα περιστατικών οικιακής βίας.[5] Η άλλη όψη του νομίσματος, εντούτοις, επιλέγει να αφήσει εκτεθειμένα τα θύματα που, εκτός της ψυχοσωματικής βίας, καλούνται να αντιπαλέψουν τον κοινωνικό στιγματισμό και την δυσπιστία όλων ως προς αυτό που βιώνουν.
            Εν προκειμένω, λοιπόν, η ενδοοικογενειακή βία επί ρωσικού εδάφους καθιστά μία τρόπον τινά μορφή «επιδημίας» για τα δεδομένα της υπερδύναμης, ενισχυμένης από την σιωπή και την αδυναμία των κακοποιημένων γυναικών. Παρά την έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, σύμφωνα με ορισμένα επίσημα συμπεράσματα, τουλάχιστον μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, προερχόμενη από τον σύζυγο, τον εκάστοτε σύντροφο ή άτομο του στενού της συγγενικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, στην εικοσαετή θητεία του Vladimir Putin επί της Προεδρίας της Ρωσίας εκτιμάται πως περίπου 10.000-14.000 γυναίκες δολοφονούνται ετησίως εντός οικογενειακού πλαισίου αφού πρώτα αντιμετώπισαν την οδυνηρή εμπειρία του συστηματικού ξυλοφορτώματος,[6] των αλλεπάλληλων βιασμών και της φραστικής υποτίμησης. Σε ό,τι αφορά τις αιτίες πίσω από τις συγκεκριμένες ενέργειες, αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Συζυγικές διαμάχες, προβλήματα της καθημερινότητας, οικιακά ζητήματα, εισοδηματικά θέματα, το χαμηλό ηθικό, οι υψηλοί δείκτες ανεργίας, η ζήλια είναι κάποιες από τις αιτίες που έχουν καταγραφεί ως κίνητρα σχεδόν των 2/3 των προμελετημένων δολοφονιών γυναικών και των περιπτώσεων σοβαρής σωματικής βλάβης που έχουν προκληθεί. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναδειχθεί και η ξεχωριστή θέση την οποία καταλαμβάνει ένας άλλος  παράγοντας. Το αλκοόλ και δη σε μία χώρα όπου κατέχει τα πρωτεία σε αυτού του είδους την κατανάλωση με ένα μεγάλο ποσοστό όσων έχουν διαπράξει εγκληματικές πράξεις εναντίον του γυναικείου πληθυσμού να βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοολούχων ποτών. Όλες αυτές οι παράμετροι, μέσα από μία επισταμένη μελέτη, έχουν λειτουργήσει επικουρικά στο να αποκωδικοποιηθούν η φύση των σχέσεων μεταξύ θύτη και θύματος, η κατάρρευση των δύο φύλων καθώς και η διαχείριση της ενδοοικογενειακής βίας από την αστυνομία ως μία «ιδιωτική υπόθεση» σε συζυγικό επίπεδο και όχι ως ένα σοβαρό έγκλημα όπως αυτό αναδεικνύεται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του 2011.[7]   
            Το γεγονός, επομένως, ότι η Ρωσία αποτυγχάνει συστηματικά να χειριστεί αυτή την κατάσταση, επιδεικνύοντας μία παθητική συμπεριφορά όπως αυτή έγκειται από την ελλιπή νομοθεσία και το ανεπαρκές πλαίσιο προστασίας των γυναικών, αποτελεί πρακτικά «παραβίαση των ίσων δικαιωμάτων των θυμάτων μπροστά στο νόμο».[8]  Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, αρνητικά διακείμενο προς το γυναικείο φύλο, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει παρουσιάσει πολυάριθμες υποθέσεις γυναικών εντός Ρωσίας οι οποίες είτε δεν κατάφεραν να επιβιώσουν είτε προσπάθησαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ευρισκόμενες σε αυτοάμυνα. Υποθέσεις που προκάλεσαν τον δικό τους αντίκτυπο στην εσωτερική και διεθνή κοινή γνώμη στο άκουσμα της περιγραφής τους.
            Μία τέτοια περίπτωση που παρουσιάζει αναμφίβολα τη δική της ιδιαιτερότητα αποτελεί αυτή των τριών αδερφών Khachaturian, όταν τον Ιούνιο του 2018 προέβησαν στη δολοφονία του πατέρα τους ύστερα από χρόνια φυσική και σεξουαλική κακοποίηση. Αφορμή αυτού του ξεσπάσματος; Ένας ακόμη ξυλοδαρμός, ο εγκλεισμός και η κακομεταχείρισή τους με σπρέι πιπεριού για τις οικιακές εργασίες που τις οδήγησε στο να δώσουν ένα οριστικό τέλος στο προσωπικό τους μαρτύριο. Η δίωξη των τριών κοριτσιών σε συνδυασμό με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τη δικαιοσύνη και εν γένει από το κράτος ως θύματα ενδοοικογενειακής βίας με το ενδεχόμενο φυλάκισης είκοσι ετών να είναι κάτι παραπάνω από πιθανό εξέγειραν τον ρωσικό λαό, προχωρώντας στη δημιουργία ενός πρωτοφανούς κύματος αλληλεγγύης με τη συγκέντρωση περισσότερων από 200.000 ηλεκτρονικών υπογραφών, αποσκοπώντας στην αθώωσή τους και την απόσυρση της κατηγορίας του φόνου εκ προμελέτης.
            Η εν λόγω υπόθεση δεν συνιστά οπωσδήποτε τη μοναδική σε ένα σκηνικό όπου η έμφυλη βιαιότητα ενισχύεται αντί να καταλύεται. Υπάρχει πλειάδα περιστατικών στα οποία «πρωταγωνιστούν» γυναίκες-παραλήπτες ακραίων εκδηλώσεων βίας με αποκορύφωμα τον ακρωτηριασμό αλλά και εκείνες που, χωρίς εναπομείνασα επιλογή, διαφεύγουν και μεταναστεύουν όχι μόνο σε άλλη χώρα ακόμα και σε διαφορετική ήπειρο προκειμένου να διεκδικήσουν το καλύτερο αύριο που επιθυμούν. Πολλώ δε μάλλον όταν τα νέα δεδομένα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα προέρχονται διά χειρός Vladimir Putin και της ειλημμένης απόφασής του να αποποινικοποιήσει κάθε είδους βιαιοπραγία μέσα στον οικογενειακό ιστό. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2017, ο Ρώσος Πρόεδρος με πιέσεις από συντηρητικούς κύκλους «υπέγραψε νόμο που καταργούσε τις ποινές φυλάκισης για τους δράστες που κακοποιούν πρώτη φορά, τα χτυπήματα των οποίων έχουν ως αποτέλεσμα ‘ελάσσονες βλάβες’ όπως μικρές εκδορές, μώλωπες και επιφανειακές πληγές»,[9] πράγμα που σημαίνει όχι νοσοκομειακή εισαγωγή ή περίθαλψη. 
            Όπως ήταν αναμενόμενο, η κίνηση αυτή επικρίθηκε σφοδρά όχι μόνο από τους πολίτες αλλά προς έκπληξη πολλών και από αρκετούς αξιωματούχους της ρωσικής κυβέρνησης οι οποίοι, με τη σειρά τους, ζήτησαν την λήψη μέτρων και την θέσπιση σχετικής νομοθεσίας. Με βάση πληροφορίες από μη κυβερνητικές οργανώσεις και ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο προεδρικός νόμος εκτόξευσε τα ποσοστά της ενδοοικογενειακής βίας, προσδίδοντας σε αυτή την κατηγορία δραστών μία αίσθηση «ελευθερίας» και ατιμωρησίας. Λαμβάνοντας υπόψη, συνεπώς, τις επιβαρυντικές συνθήκες για την γυναικεία ζωή και αξιοπρέπεια στη Ρωσία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ζήτησε από την χώρα να δώσει τις δικές της εξηγήσεις και απαντήσεις στις κατηγορίες τεσσάρων γυναικών περί μη προφύλαξής τους από την εγχώρια κακοποίηση και τις διακρίσεις.
            Άξια αναφοράς είναι η απάντηση από πλευράς Μόσχας. Η δήλωση ήρθε διά στόματος του Υπουργού Δικαιοσύνης Aleksandr Konovalov ο οποίος, σε αρχικό επίπεδο, κατηγόρησε με τη σειρά του αυτές τις γυναίκες κάνοντας λόγο για προσωπική τους παρερμηνεία, την υπονόμευση των νομικών μηχανισμών καθώς και της κυβερνητικής απόπειρας να βελτιώσει τις υφιστάμενες συνθήκες. Αυτό, όμως, που εξόργισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν η ομολογουμένως προκλητική του τοποθέτηση ως προς τα πραγματικά θύματα θανάτου της ενδοοικογενειακής βίας και γενικότερα των διακρίσεων. Κατά τα λεγόμενά του, ο ανδρικός πληθυσμός είναι αυτός που πρέπει να ιδωθεί ως μειοψηφία μιας και «δεν αναμένεται να ζητήσει προστασία από την κακομεταχείριση από τα μέλη της οικογένειας» και κυρίως όταν αυτή προέρχεται από το αντίθετο φύλο.[10] Και όλα αυτά σε μία περίοδο όπου το ρωσικό Κοινοβούλιο έχει επανακαταθέσει ένα σχετικό νομοσχέδιο για την εξάλειψη της ενδοοικογενειακής βίας με εκ νέου πιέσεις από συντηρητικούς και την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να μην υιοθετηθεί.
            Στον αντίποδα, πάντως, τέτοιων στερεοτυπικών πεποιθήσεων και φιλοσοφιών, οι γυναίκες στη Ρωσία έχουν ξεκινήσει να επιδεικνύουν τη δική τους δυναμική και αποφασιστικότητα. Ο στόχος τους διττός: αφενός να διεκδικήσουν όλα τα νομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και αφετέρου «να βρουν νέους τρόπους αντιμετώπισης των αναχρονιστικών συμπεριφορών αναφορικά με το φύλο».[11] Οι αρωγοί σε αυτό το εγχείρημα και στη νέα πορεία των γυναικών είναι ελάχιστοι, συμπεριλαμβάνοντας ένα μικρό αριθμό πολιτικών, ακτιβιστριών, νομικών ιστοτόπων όπως το “No To Violence” με την παροχή ενημέρωσης για τα δικαιώματα των θυμάτων και τις δομές στις οποίες δύνανται να προσφύγουν όπως και του αντίστοιχου κινήματος #MeToo, ξεκινώντας έναν δημόσιο διάλογο πάνω σε ζητήματα που έχουν θεωρηθεί ταμπού στο παρελθόν.
            Συμπερασματικά, η ενδοοικογενειακή βία διακατέχει το κοινωνικό status quo μίας χώρας η οποία έχει ταυτιστεί με την έλλειψη σεβασμού και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γυναικοκτονίες και απεριόριστη βία κατά των γυναικών, μηδενικά καταφύγια βοήθειας για δεκάδες χιλιάδες εκπροσώπους του αποκαλούμενου «ασθενούς» φύλου και μία νομοθεσία που οδηγεί σε αδιέξοδο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μέλλον είναι αβέβαιο. Παρόλα αυτά, η πολιτική σκηνή της Ρωσίας έχει μία μοναδική ευκαιρία να αλλάξει τα εσωτερικά της κακώς κείμενα, ενστερνιζόμενη ένα πλαίσιο νόμου διεθνών προδιαγραφών που θα άρει κάθε είδος έμφυλης βίας και διάκρισης και θα δώσει τη δυνατότητα στις γυναίκες να αποκτήσουν την θέση που πραγματικά τους αξίζει σε μία άκρως συντηρητική κοινωνία. 


[1] Οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις ανήκουν στον άλλοτε Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Kofi Annan κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης στις 8 Μαρτίου 1999 στη Νέα Υόρκη με θέμα τις ενέργειες για έναν κόσμο απαλλαγμένο από τη βία κατά των γυναικών στο πλαίσιο της τελευταίας Διεθνούς Ημέρας της Γυναίκας για τον 20ο αιώνα.
[2] Η 25η Νοεμβρίου έχει ανακηρυχθεί ως η Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών μετά από σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 17 Δεκεμβρίου 1999, αναδεικνύοντας την παγκόσμια μάστιγα της γυναικείας κακοποίησης κάθε είδους (σεξουαλική, λεκτική, σωματική, ψυχολογική, ενδοοικογενειακή βία) και των γυναικοκτονιών. Η  ανακήρυξη της εν λόγω ημέρας έγινε στη μνήμη των αδερφών Mirabal από την Δομινικανή Δημοκρατία οι οποίες δολοφονήθηκαν με εντολή του δικτάτορα Rafael Trujillo ως ηγετικές φυσιογνωμίες του «κινήματος της 14ης Ιουνίου» με στόχο την ανατροπή του.
[3] “Convention on preventing and combating violence against women and domestic violence”, Council of Europe, 11 May 2011. [Online at: https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/rms/090000168008482e]
[4] Y. Gorbunova, “Are Russian Authorities Trolling on Domestic Violence?”, Human Rights Watch, 20 November 2019. [Online at: https://www.hrw.org/news/2019/11/20/are-russian-authorities-trolling-domestic-violence]
[5] Y. Gorbunova, ibid.
[6] Σε ημερήσια βάση, αυτό σημαίνει σχεδόν 38 γυναίκες την ημέρα.
[7] Πρόκειται για τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας που υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη το 2011 και τέθηκε σε ισχύ το 2014. Σκοπός της η παρεμπόδιση και η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου φαινομένου, η προστασία των θυμάτων και το τέλος στην ατιμωρησία των δραστών τέτοιων ενεργειών.
[8] A. Higgins, “Russia’s Police Tolerate Domestic Violence. Where Can Its Victims Turn?”, The New York Times, 11 July 2019. [Online at: https://www.nytimes.com/2019/07/11/world/europe/russia-domestic-violence-european-court-of-human-rights.html]
[9] “Decriminalization of Domestic Violence Was a ‘Mistake’, Russian Official Admits”, The Moscow Times, 3 December 2018. [Online at: https://www.themoscowtimes.com/2018/12/03/decriminilization-domestic-violence-was-mistake-russian-official-admits-a63688]
[10] “Russia’s Domestic Violence Problem Is ‘Exaggerated’, Justice Ministry Says”, The Moscow Times, 19 November 2019. [Online at: https://www.themoscowtimes.com/2019/11/19/russias-domestic-violence-problem-is-exaggerated-justice-ministry-says-a68233]
[11] L. Ash, “Russian domestic violence: Women fight back”, BBC News, 21 November 2019. [Online at: https://www.bbc.com/news/election-2019-50493758]
Share:

Οικονομικές και Ενεργειακές σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας


Της Δέσποινας Άλβα


Η Ρωσία ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη, διαδραματίζει σημαντικό οικονομικό και ενεργειακό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η οικονομική εξάπλωση και η ενεργειακή διπλωματία ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό τις ικανότητες προβολής ισχύος ενός κράτους κι ως εκ τούτου, είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πολιτική επιρροή. Στην προσπάθεια της να αυξήσει την επιρροή της στο εγγύς εξωτερικό και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο, η Ρωσία έχει αναπτύξει μια ιδιόμορφη σχέση με το νότιο γείτονα της, την Τουρκία, αφού μέσω μιας σειράς οικονομικών και ενεργειακών συνεργασιών, αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση απώτερων πολιτικών της συμφερόντων. 
Οι οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές, αποτελούν την κινητήρια δύναμη των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας. Η Ρωσία φαίνεται ότι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας, δεδομένου των μεγάλων ποσοστών πετρελαίου, φυσικού αερίου και μεταλλευμάτων που εξάγει στη γείτονα χώρα.[1] Μάλιστα, η Τουρκία αποτελεί τον 2ο μεγαλύτερο εισαγωγέα φυσικού αερίου από την Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα σιταριού και χάλυβα.[2] Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία εισάγει από την Τουρκία τρόφιμα και κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα.[3] Το 2018, μάλιστα, παρατηρήθηκε άνοδος 15% στο διμερές εμπόριο, με τα κέρδη να φτάνουν σχεδόν τα 26 δισεκατομμύρια δολάρια.[4]  
Η Ρωσοτουρκική οικονομική συνεργασία δεν περιορίζεται μόνο στο εμπόριο. Ειδικότερα, επενδυτικές συμφωνίες και συμβάσεις έχουν αναβαθμίσει σημαντικά τις οικονομικές σχέσεις των δύο κρατών. Ως το τέλος του 2017, περίπου 2000 έργα αξίας άνω των 60 δις δολαρίων έχουν ολοκληρωθεί στην Ρωσία από τουρκικές εργολαβικές επιχειρήσεις, ενώ οι αμοιβαίες επενδύσεις αγγίζουν τα 10 δις δολάρια.[5] Μάλιστα, το 2018 η Ρωσία ήταν το κράτος που φιλοξενούσε τα περισσότερα επενδυτικά έργα τουρκικών επιχειρήσεων, όπως των Anadolu Efes, ENKA, Hayat, Sisecam και Zorlu.[6]
Η πρόσφατη συμφωνία αγοράς του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 από την Τουρκία, αποτελεί κορύφωση της στενής οικονομικής συνεργασίας των δύο κρατών.[7] Η Τουρκία, μέσω των νέων συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας ενισχύεται στρατιωτικά, αφού θα δύναται να ανιχνεύει αεροσκάφη σε μεγάλη απόσταση.[8] Η εν λόγω συμφωνία, παρουσιάζει πολλαπλά οφέλη για τα δύο κράτη. Αρχικά, δεδομένου ότι το κόστος απόκτησης των πυραύλων ανέρχεται στα 2,5 δις δολάρια, το οικονομικό κέρδος για την Ρωσία κρίνεται πολύ σημαντικό.[9] Επιπρόσθετα, με γνώμονα τη κοινή παραδοχή ότι το τελευταίο διάστημα και τα δύο κράτη αντιμετωπίζουν προβληματικές σχέσεις με τη Δύση, η εν λόγω συμφωνία εξυπηρετεί απώτερους γεωστρατηγικούς σκοπούς, ως μοχλός πίεσης αλλά και εκβιασμού. Πιο συγκεκριμένα, η Ρωσία λόγω της απειλής που υφίσταται από την υπερεξάπλωση του ΝΑΤΟ στα δυτικά της, επιδιώκει να προκαλέσει ρωγμές στο εσωτερικό του, συνάπτοντας στρατιωτικές συνεργασίες, αλλά και μεταφέροντας στρατιωτική τεχνολογία μη συμβατή με τα οπλικά συστήματα ενός κράτους μέλους του ΝΑΤΟ. Δεδομένου ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί μια στρατιωτική αμυντική συμμαχία, η αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, από ένα κράτος-μέλος του, προκαλεί ανασφάλεια και ρήξεις στο εσωτερικό του οργανισμού, ενώ ενέχει ο κίνδυνος διαρροής απόρρητων πληροφοριών και στρατιωτικής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας της συμμαχίας.
Αντίστοιχα, η Τουρκία μέσω της οικονομικής συμφωνίας για την αγορά των S-400 ευελπιστεί να ασκήσει πίεση στη Δύση. Το προσφυγικό αλλά και η αμερικανική ενίσχυση των Κούρδων στη Συρία, συνιστούν απειλή για την εθνική και εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. Είναι, λοιπόν, έκδηλο ότι η ο στενότερη συνεργασία του Erdogan με το αντίπαλο δέος του ΝΑΤΟ, αποτελεί στοχευμένη ενέργεια, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα πολιτικά του συμφέροντα.
Οι διμερείς οικονομικές σχέσεις Μόσχας-Άγκυρας, εισήλθαν σε μια περίοδο περαιτέρω ανάπτυξης, έπειτα από την υπογραφή τον περασμένο Οκτώβριο, συμφωνίας για χρήση των εθνικών τους νομισμάτων σε πληρωμές και συναλλαγές.[10] Ειδικότερα, τα δύο κράτη μέσω της σταδιακής μετάβασης στη χρήση του ρουβλιού και της λίρας, πρόκειται να διευρύνουν τη διατραπεζική τους συνεργασία, με απώτερο σκοπό την οριστική απεξάρτηση από το δολάριο και το ευρώ, ως νομίσματα συναλλαγών. Παράλληλα, οι τουρκικές τράπεζες και επιχειρήσεις θα συνδεθούν με το ρωσικό σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών, δημιουργώντας, έτσι, υποδομές που θα επιτρέπουν τη χρήση της ρωσικής κάρτας MIR, αντί για την αποκλειστική χρήση καρτών αμερικανικών εταιρειών, όπως Visa και Mastercard.[11] Οι ανωτέρω πολιτικές καταδεικνύουν την στόχευση της Μόσχας για υιοθέτηση μίας πολιτικής οικονομικού πατριωτισμού, η οποία πρόκειται να φέρει τέλος στο μονοπώλιο του δολαρίου, ενώ ταυτόχρονα εντάσσεται στο ευρύτερο στρατηγικό της δόγμα για αποδέσμευση από τη Δύση.
Εξίσου σημαντική, κρίνεται και η διμερής συνεργασία στον τομέα του τουρισμού. Η Τουρκία, αποτελεί πόλο έλξης για τους Ρώσους τουρίστες, οι οποίοι το 2018 υπολογίζονταν στα 5,5 εκατομμύρια.[12] Το καθεστώς ελεύθερης βίζας που έχει υπογραφεί μεταξύ των δύο κρατών,[13] ενισχύει σημαντικά το διμερή τουρισμό, κι ως εκ τούτου και τα οικονομικά οφέλη που απορρέουν από αυτόν.
Ακρογωνιαίο λίθο της αλληλεξάρτησης των δύο χωρών, αναμφισβήτητα αποτελεί και η ενέργεια. Η απρόσκοπτη εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων, καθώς και η εξαγωγή ενέργειας, αποτελούσε ανέκαθεν βασική επιδίωξη και θεμέλιο της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, προκειμένου να εξασφαλίσει τον ρόλο του παγκόσμιου ρυθμιστή της ενεργειακής ασφάλειας και τροφοδοσίας. Από την άλλη, η Τουρκία αποτελεί βασικό καταναλωτή ενέργειας, αφού ολόκληρη η οικονομία και βιομηχανία της χώρας, στηρίζονται στην πρόσβαση σε ενέργεια.[14] Μελετώντας το ενεργειακό προφίλ της Τουρκίας, είναι έκδηλο ότι η ενεργειακή της κατανάλωση τα τελευταία χρόνια αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς, καθιστώντας την εξάρτησή της από άλλα κράτη αναπόφευκτη. Ειδικότερα, η κατανάλωση φυσικού αερίου μέσα σε μία δεκαετία -από 33,9 δις κυβικά μέτρα το 2007 σε 51,7 δις κυβικά μέτρα το 2017- αυξήθηκε σημαντικά.[15] Ταυτόχρονα, η κατανάλωση πετρελαίου το 2017 υπολογιζόταν περίπου στα 1.000 βαρέλια ημερησίως, όταν πριν δέκα χρόνια ήταν μόλις 690 βαρέλια.[16] Κατά συνέπεια, η ανάγκη πρόσβασης της Τουρκίας σε ενεργειακούς πόρους και ο στόχος απόκτησης ενεργειακής πρωτοκαθεδρίας της Ρωσίας, άνοιξαν το δρόμο σε μια σειρά νέων ευκαιριών και προοπτικών ενεργειακής συνεργασίας.
Αρχικά, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η Ρωσία αποτελεί τον πρώτο προμηθευτή φυσικού αερίου παγκοσμίως για την Τουρκία, ενώ η Τουρκία αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα φυσικού αερίου από την Ρωσία.[17] Η Τουρκία, αποτελεί βασικό στρατηγικό εταίρο της Ρωσίας και στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, αφού 150 εκατομμύρια τόνοι ρωσικού πετρελαίου, μεταφέρονται μέσω πετρελαιοφόρων από ρωσικά λιμάνια και μέσω των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων στην Τουρκία κι από εκεί στη διεθνή αγορά.[18]
Σημείο τομής για την ενεργειακή συνεργασία των δύο κρατών, αποτελεί η συμφωνία κατασκευής του αγωγού Turkstream το 2016, ο οποίος θα ενώνει την Ρωσία με τα τουρκικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας.[19] Ο εν λόγω αγωγός, πρόκειται να διοχετεύει φυσικό αέριο από την Ρωσία στην Τουρκία κι από την τελευταία στην υπόλοιπη νοτιοανατολική Ευρώπη, προσφέροντας μια σειρά από οικονομικά και διπλωματικά οφέλη για τα δύο κράτη. Αρχικά, η Τουρκία θα αυξήσει την πρόσβαση της σε φυσικό αέριο, ενισχύοντας, έτσι, την ενεργειακή της τροφοδοσία. Ταυτόχρονα, λόγω της γεωπολιτικής στρατηγικής της θέσης ανάμεσα σε 3 ηπείρους, δύναται να αποτελέσει ισχυρό ενεργειακό κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου.[20] Η μετατροπή της Τουρκίας σε γέφυρα μεταφοράς του φυσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη για τη χώρα, συνεισφέροντας ως και 546 εκατομμύρια δολάρια στο ΑΕΠ της.[21]
 Όσον αφορά στη Ρωσία, εκτός από οικονομικά οφέλη, κατορθώνει να εμποδίσει την είσοδο άλλων ανταγωνιστικών κρατών προμηθευτών ενέργειας στην κούρσα απόκτησης ενεργειακής πρωτοκαθεδρίας. Επιπλέον, μέσω του αγωγού Turkstream, διοχετεύει ενέργεια στην Ευρώπη παρακάμπτοντας την Ουκρανία, προσφέροντας της, έτσι, τη δυνατότητα να χειριστεί για ακόμα μία φορά την ενέργεια ως γεωπολιτικό όπλο και μοχλό πίεσης.[22]
Τα τελευταία 15 χρόνια, στην προσπάθεια της να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή ενέργειας, η Τουρκία έχει κατασκευάσει θερμοηλεκτρικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς, χωρίς, ωστόσο, να επαρκούν για τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.[23] Στόχος της είναι ως το 2020 η πυρηνική ενέργεια να καλύπτει τουλάχιστον το 5% της συνολικής ενεργειακής ζήτησης.[24] Η ανάγκη αυτή της Τουρκίας, οδήγησε στη συμφωνία κατασκευής με την Ρωσία του πυρηνικού εργοστασίου Akkuyu στην πρώτη.[25] Το έργο ανέλαβε η ρωσική εταιρεία Rosatom και περιλάμβανε την κατασκευή 4 αντιδραστήρων ως το 2023, με ισχύ 1.200 megawatt έκαστος.[26] Το κόστος κατασκευής ανέρχεται στα 20 δις δολάρια, αφού πρόκειται να προσφέρει 35 δις kilowatt ώρες ηλεκτρισμού τον χρόνο, με προσδόκιμο ζωής 60 χρόνια.[27] Η κρατική ρωσική τράπεζα Sberbank, θα χορηγήσει δάνειο 400 εκατομμύρια δολάρια στην Τουρκία για την κατασκευή του έργου.[28] Επίσης, αξίζει να τονισθεί ότι τα πρώτα 25 χρόνια λειτουργίας του πυρηνικού σταθμού, το εργοστάσιο θα διαχειρίζεται η ρωσική κατασκευαστική εταιρεία Rosatom.[29]
Η επενδυτική αυτή συνεργασία, μπορεί να καλύπτει προσωρινά τις ενεργειακές ανάγκες της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα τη δεσμεύει σε μία ιδιόμορφη σχέση με την Ρωσία τουλάχιστον ως το 2080. Η τελευταία, μέσω της παραγωγής ενέργειας σε ένα άλλο κράτος, δύναται να την μεταπουλά σε άλλα κράτη, με απώτερο σκοπό την παγκόσμια πώληση πυρηνικής ενέργειας.[30] Άλλωστε, οι πωλήσεις πυρηνικής ενέργειας, αποφέρουν περισσότερα οικονομικά οφέλη απ’ ότι τα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, η Ρωσία μέσω της κατασκευής του πυρηνικού εργοστασίου στην Τουρκία, δύναται να ελέγχει την ηλεκτροπαραγωγική ικανότητα της χώρας, αφού θα μπορούσε να απειλήσει με το κλείσιμο ενός αντιδραστήρα, σε πιθανή προσπάθεια της να προωθήσει απώτερα πολιτικά της συμφέροντα, ακόμα κι ενάντια της Δύσης.
Συμπερασματικά, έχει καταστεί σαφές ότι η διευρυμένη, στενή οικονομική και ενεργειακή σχέση ανάμεσα στην Ρωσία και την Τουρκία, εδράζεται στην αρχή του αμοιβαίου οφέλους. Η Τουρκία, χρειάζεται την Ρωσία από χρηματοδοτικής και οικονομικής άποψης, όπως, επίσης και για την παροχή τεχνογνωσίας, προκειμένου να εξασφαλίσει την ενεργειακή της τροφοδοσία καθώς και τη διαπραγματευτική της θέση απέναντι στη Δύση. Μελετώντας τις συμφωνίες ανάμεσα στα δύο κράτη σε βάθος χρόνου, είναι φανερό ότι συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ιδιόμορφης σχέσης Μόσχας-Άγκυρας, αφού επιτρέπουν στην πρώτη να εργαλειοποιήσει την Τουρκία, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους απώτερους γεωστρατηγικούς της στόχους. Πιο συγκεκριμένα, μέσω της συνεργασίας της με τη γείτονα χώρα, εξασφαλίζει μια ισχυρότερη οικονομία, η οποία από κοινού με την ενεργειακή της ενδυνάμωση, συμβάλλουν στην ανάδειξη της σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Η Τουρκία, δύναται να αποτελέσει το Δούρειο Ίππο της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, προκαλώντας ανασφάλεια αλλά και τριγμούς στη Δυτική συμμαχία. Βασισμένη στην πολιτική του διαίρει και βασίλευε, η Μόσχα δύναται να μεταβάλει την ισορροπία ισχύος προς όφελος της, προκειμένου να συνεχίσει να ασκεί έλεγχο, τόσο στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης, δηλαδή στα ενεργειακά ζητήματα, όσο και πολιτική επιρροή σε σημαντικά γεωπολιτικά σημεία, όπως στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η συνεργασία των κρατών πραγματοποιείται σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα, όπου τα κράτη ενδιαφερόμενα για τα σχετικά τους οφέλη έχουν ισχυρά κίνητρα να επωφεληθούν εις βάρος άλλων κρατών, συχνά κλονίζει τόσο τις συμφωνίες, όσο και τις γενικότερες σχέσεις ανάμεσα στους διεθνείς δρώντες.[31] Ακριβέστερα, στη διεθνή πολιτική ο σημερινός σύμμαχος μπορεί να μετατραπεί σε μελλοντικό εχθρό. Την παραπάνω θεωρητική παραδοχή, επιβεβαιώνει και η σχέση Ρωσίας-Τουρκίας. Παρότι από την αρχή του 21ου αιώνα οι οικονομικές σχέσεις των δύο κρατών έχουν ανοδική πορεία, δεν έχουν εκλείψει οι προστριβές και διπλωματικές κρίσεις. Το 2015, έπειτα από κατάρριψη από την τουρκική αεροπορία ρωσικού αεροσκάφους κοντά στα σύνορα με τη Συρία, οι διμερείς σχέσεις εισήλθαν σε μια εποχή Ψυχρού Πολέμου, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η Ρωσία, επέβαλε σημαντικές οικονομικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, περιορίζοντας τη δράση τουρκικών επιχειρήσεων στην Ρωσία, αλλά και απαγορεύοντας την εισαγωγή προϊόντων από τη γείτονα χώρα.[32]
Η σημαντική ισχυροποίηση της ρωσικής δυναμικής τα τελευταία χρόνια, στην προσπάθεια της να εγκαθιδρυθεί ως ισχυρός περιφερειακός δρών, εγείρει ερωτήματα ως προς τις προοπτικές συνεργασίας με το τουρκικό κράτος, αλλά και τις προκλήσεις που δύναται να επηρεάσουν την μέχρι τώρα συνεργασία τους. Αρχικά, η Ρωσία ως κράτος-παραγωγός ενέργειας επιθυμεί τη διατήρηση υψηλών τιμών στην εξαγωγή ενέργειας, καθώς και απόλυτο έλεγχο στην παροχή αυτής, Από την άλλη, η Τουρκία ως βασικός καταναλωτής ενέργειας, αναζητά χαμηλές τιμές και στοχεύει στη σταδιακή ενεργειακή της απεξάρτηση. Συνάμα, η γεωπολιτική αξία της Ανατολικής Μεσογείου και ο αγώνας για τον έλεγχο της, είναι πιθανό να προκαλέσουν τριβές στην προσπάθεια εδραίωσης και επίτευξης υπεροχής στην περιοχή.[33] Επομένως, οι ανωτέρω πολιτικές και συμφωνίες Μόσχας και Άγκυρας αποτελούν ευκαιριακές συνεργασίες αμοιβαίου συμφέροντος, έως ότου ο φόβος εξαπάτησης ή η ανάγκη αλλαγής της ισορροπίας ισχύος υπέρ της μίας ή της άλλης περιφερειακής δύναμης εισέλθουν στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής.




[1]“Relations between Turkey and the Russian Federation”, Republic of Turkey Ministry of Foreign Affairs.[Online at: http://www.mfa.gov.tr/relations-between-turkey-and-the-russian-federation.en.mfa]
[2]John Stonestreet, Hugh Lawson, “Factbox: Russia-Turkey economic and trade relations”, Reuters, 24 November 2015.[Online at: https://www.reuters.com/article/us-mideast-crisis-russia-turkey-ties-fac/factbox-russia-turkey-economic-and-trade-relations-idUSKBN0TD26K20151124]
[3]I. Ivanov, V. Avatkov, V. Likhachev, T. Makhmutov, N. Masumova, R. Mamedov, I. Starodubcev, “New Stage Of Russia-Turkey Economic Relations”, Russian International Affairs Council, 2016.[Online at: https://russiancouncil.ru/upload/Russia-Turkey-Report28-en.pdf]
[4] “Turkey, Russia seek new ways to reach $100B in bilateral trade”, Daily Sabah Business, 8 April 2019.[Online at: https://www.dailysabah.com/business/2019/04/09/turkey-russia-seek-new-ways-to-reach-100b-in-bilateral-trade]
[5] “Relations between Turkey and the Russian Federation”, Republic of Turkey Ministry of Foreign Affairs.[Online at: http://www.mfa.gov.tr/relations-between-turkey-and-the-russian-federation.en.mfa]
[6]Soli Özel, Gokce Ucar, “The Economics of Turkey-Russia Relations”, Edam Centre for Economics and Foreign Policy Studies, July 2019.[Online at: http://edam.org.tr/wp-content/uploads/2019/07/The-Economics-of-Turkey-Russia-Relations_compressed.pdf]
[7]“Turkey, Russia seek new ways to reach $100B in bilateral trade”, Daily Sabah Business, 8 April 2019.[Online at: https://www.dailysabah.com/business/2019/04/09/turkey-russia-seek-new-ways-to-reach-100b-in-bilateral-trade]
[8] Benjamin Mueller, Thomas Gibbons-Neff, “What is the S-400? The Russian Missile System in Turkey That Irks the Pentagon” The New York Times, 12 July 2019.[Online at: https://www.nytimes.com/2019/07/12/world/russia-turkey-missile-explain.html]
[9]Siobhan O Grandy, “What is the Russian S-400 air defense system, and why is the U.S upset Turkey bought it?”, The Washington Post, 17 July 2019.[Online at: https://www.washingtonpost.com/world/2019/07/12/what-is-russian-s-air-defense-system-why-is-us-upset-turkey-bought-it/]
[10]“Russia, Turkey to increase trade in local currencies”, Daily News Hurriyet, 9 October 2019.[Online at: http://www.hurriyetdailynews.com/russia-turkey-to-increase-trade-in-local-currencies-147293]
[11] Ibid
[12]Political, economic cooperation between Turkey, Russia continue to deepen”, Daily Sabah Diplomacy, 24 November 2018.[Online at: https://www.dailysabah.com/diplomacy/2018/11/23/political-economic-cooperation-between-turkey-russia-continue-to-deepen]
[13]“Visa-free travel starts between Turkey, Russia”, Daily News Hurriyet, 7 August 2019.[Online at: http://www.hurriyetdailynews.com/visa-free-travel-starts-between-turkey-russia-145587]
[14]I. Ivanov, V. Avatkov, V. Likhachev, T. Makhmutov, N. Masumova, R. Mamedov, I. Starodubcev, “New Stage Of Russia-Turkey Economic Relations”, Russian International Affairs Council, 2016.[Online at: https://russiancouncil.ru/upload/Russia-Turkey-Report28-en.pdf]
[16] Ibid
[17]John Stonestreet, Hugh Lawson, “Factbox: Russia-Turkey economic and trade relations”, Reuters, 24 November 2015.[Online at: https://www.reuters.com/article/us-mideast-crisis-russia-turkey-ties-fac/factbox-russia-turkey-economic-and-trade-relations-idUSKBN0TD26K20151124]
[18]I. Ivanov, V. Avatkov, V. Likhachev, T. Makhmutov, N. Masumova, R. Mamedov, I. Starodubcev, “New Stage Of Russia-Turkey Economic Relations”, Russian International Affairs Council, 2016.[Online at: https://russiancouncil.ru/upload/Russia-Turkey-Report28-en.pdf]
[19] Ibid
[20]“TurkStream: Who profits, who loses out?”, DW, [Online at: https://www.dw.com/en/turkstream-who-profits-who-loses-out/a-46364057]
[21] Sinan Ulgen, Mitat Celikpala, “TurkStream: Impact on Turkey’s Economy and Energy Security”, Edam, 21 November 2017.[Online at: https://edam.org.tr/en/turkstream-impact-on-turkeys-economy-and-energy-security/]
[22]I. Ivanov, V. Avatkov, V. Likhachev, T. Makhmutov, N. Masumova, R. Mamedov, I. Starodubcev, “New Stage Of Russia-Turkey Economic Relations”, Russian International Affairs Council, 2016.[Online at: https://russiancouncil.ru/upload/Russia-Turkey-Report28-en.pdf]
[23] Ibid
[24] Ibid
[25]“Putin marks nuclear deal with Turkey”, Financial Times, 4 April 2018.[Online at: https://www.ft.com/content/afef7e56-379c-11e8-8eee-e06bde01c544]
[26]Andrew Ward, “Putin happy to sponsor Ankara’s nuclear ambition”, Financial Times, 30 May 2018.[Online at: https://www.ft.com/content/2c995ee2-4317-11e8-97ce-ea0c2bf34a0b]
[27]“Akkuyu nuclear plant receives funding from Russia’s Sberbank”, Daily Sabah Energy, 22 August 2019.[Online at: https://www.dailysabah.com/energy/2019/08/22/akkuyu-nuclear-plant-receives-funding-from-russias-sberbank]
[28]Ibid
[29]“Putin marks nuclear deal with Turkey”, Financial Times, 4 April 2018.[Online at: https://www.ft.com/content/afef7e56-379c-11e8-8eee-e06bde01c544]
[30]Soli Özel, Gokce Ucar, “The Economics of Turkey-Russia Relations”, Edam Centre for Economics and Foreign Policy Studies, July 2019.[Online at: http://edam.org.tr/wp-content/uploads/2019/07/The-Economics-of-Turkey-Russia-Relations_compressed.pdf]
[31]John J. Mearsheimer, «Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων», Εκδόσεις Ποιότητα, 2007, σ. 122-124.
[32] I. Ivanov, V. Avatkov, V. Likhachev, T. Makhmutov, N. Masumova, R. Mamedov, I. Starodubcev, “New Stage Of Russia-Turkey Economic Relations”, Russian International Affairs Council, 2016.[Online at: https://russiancouncil.ru/upload/Russia-Turkey-Report28-en.pdf]
[33] Galip Dalay, “Turkey and Russia are Bitter Frenemies”, Foreign Policy, 28 May 2019.[Online at: https://foreignpolicy.com/2019/05/28/turkey-and-russia-are-bitter-frenemies/]
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *