Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Η επαύριο της επίθεσης χημικών όπλων στη Συρία


της Γκρέϊς Γκουμένη

           

           Στα μέσα Μαρτίου συμπληρώθηκαν έξι χρόνια από την έναρξη της κρίσης στη Συρία. Αξίζει να τονίσουμε ότι οι εκτιμήσεις για τη διάρκεια και για την σοβαρότητα του χαρακτήρα της εμπόλεμης σύγκρουσης στην περιοχή δεν προσεγγίζουν την πραγματική εικόνα, ενώ μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες ότι θα λήξει στο πρόσεχες μέλλον. Αναρίθμητα θα έλεγε κανείς είναι τα εγκλήματα που έχουν γίνει εις βάρος των Σύριων πολιτών, με αποτέλεσμα εκατομμύρια από αυτούς να διαλέξουν την εγκατάλειψη της χώρας τους με στόχο την αναζήτηση ασύλου. Μια επιλογή στην οποία ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι. Παρόλα αυτά το τελευταίο χρόνο η συριακή κρίση πέρασε στο περιθώριο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Αυτό συνέβη πρώτον γιατί παρά πολλοί είναι εκείνοι που δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν, δικαιολογημένα, τα πολλά αντικρουόμενα συμφέροντα που διακυβεύονται μεταξύ του συριακού καθεστώτος και των αντιπάλων του, ο καθένας από τους οποίους έχει δικούς του συμμάχους. Δεύτερον, η χρόνια σύρραξη μπορεί ίσως να επιβάρυνε συναισθηματικά το κόσμο, ο οποίος λόγω των σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων ενημέρωσης είχε πλήρη εικόνα της καταστροφής και της φρίκης που βιώνουν οι άνθρωποι εκεί. Επίσης ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η ασάφεια στην εξωτερική πολιτική του νέου Αμερικάνου προέδρου.

Ωστόσο στις 4 Απριλίου το συριακό ζήτημα επανήλθε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο καθώς το καθεστώς Assad κατηγορείται από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, όπως ακριβώς και το 2013[1] για χρήση χημικών όπλων εναντίον αμάχων στην επαρχία (Idlib)  Ίντλιμπ[2]. Εύλογα ο στρατός της Συρίας διέψευσε ότι ευθύνεται για την επίθεση, συγκεκριμένα αναφέρει σε ανακοίνωση που μετέδωσε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων SANA: «η διοίκηση του στρατού διαψεύδει κατηγορηματικά ότι χρησιμοποίησε οποιαδήποτε χημική η τοξική ουσία στο Χαν Σεϊχούν». Ακόμη υποστήριξε ότι οι αντάρτες είναι εκείνοι που ευθύνονται για την τραγωδία «οι τρομοκρατικές οργανώσεις και εκείνοι οι οποίοι τις υποστηρίζουν φέρουν την ευθύνη για τη χρήση χημικών και τοξικών ουσιών και αδιαφορούν για τις ζωές των αθώων αμάχων» τόνισε η διοίκηση των συριακών ενόπλων δυνάμεων στην ανακοίνωση που μετέδωσε το SANA. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε ότι στις 23 Ιουλίου 2012 το καθεστώς του Σύρου προέδρου Bashar Al Assad παραδέχτηκε για πρώτη φορά ότι διαθέτει χημικά όπλα[3] και απείλησε να τα χρησιμοποιήσει σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης από τις δυτικές χώρες, όχι όμως σε βάρος των Σύριων πολιτών. Στις 20 Αυγούστου του ίδιου έτους ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama διαμήνυσε ότι η χρήση χημικών η ακόμη και η μεταφορά τους σε άλλο σημείο από τη Δαμασκό θα συνιστούσε μια «κόκκινη γραμμή»[4].

                                                     

 Η απαγόρευση 


Όσον αφορά στην απαγόρευση χρήσης χημικών όπλων, η σχετική σύμβαση του ΟΗΕ αποτελεί το κυριότερο όπλο στην προσπάθεια δημιουργίας ενός κόσμου χωρίς χημικά όπλα. Πιο αναλυτικά, ως χημικά όπλα ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της σύμβασης για τα χημικά όπλα του 1993 οι τοξικές χημικές ουσίες, εκτός κι αν προορίζονται για σκοπούς που δεν απαγορεύονται στο πλαίσιο της σύμβασης, ή και τα πυρομαχικά και οι συσκευές τους που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για την πρόκληση θανάτου ή άλλης βλάβης μέσω των τοξικών ιδιοτήτων αυτών των τοξικών χημικών ουσιών ή και κάθε είδος εξοπλισμού που έχει σχεδιαστεί ειδικά για τη χρήση τέτοιων πυρομαχικών ή συσκευών. Ως τοξικά χημικά ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της σύμβασης, τα χημικά τα οποία μέσω χημικής δράσης σε οργανισμούς μπορούν να προκαλέσουν τον θάνατο, προσωρινή ανικανότητα ή μόνιμη βλάβη στον άνθρωπο ή στα ζώα. Επιπροσθέτως, διάφορες συμβάσεις του ΟΗΕ ασχολούνται με τα ζητήματα που προκύπτουν από τη διασπορά και χρήση μη συμβατικών όπλων ή όπλων μαζικής καταστροφής. Επί παραδείγματί, η συνθήκη μη διασποράς των πυρηνικών όπλων του 1968, η συνθήκη για τη πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών του 1996 και η σύμβαση για την απαγόρευση των βιολογικών και τοξικών όπλων του 1972.

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει συγκεκριμένη στρατηγική κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής με στόχο την προώθηση του οικουμενικού χαρακτήρα της σύμβασης για τα χημικά όπλα. Πρώτον η ΕΕ, τα όργανα και οι οργανισμοί της, έχουν δεσμευτεί να προάγουν τη συμμόρφωση με τους κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στα κράτη-μέλη τους[5]. Επίσης προκειμένου να είναι αποτελεσματικά τα μέτρα, οι αρμόδιες υπηρεσίες της συμπεριλαμβανομένων των ομάδων εργασίας του συμβουλίου θα πρέπει να παρακολουθούν καταστάσεις στις οποίες θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (ΔΑΔ) και να προτείνουν τα κατάλληλα μέτρα κατά περίπτωση. Στη συνέχεια, ο πολιτικός διάλογος, οι γενικές δημόσιες δηλώσεις, οι κυρώσεις προς τρίτα κράτη και η συνεργασία με άλλους διεθνείς φορείς είναι λίγα από τα μέσα έκρινα που η ΕΕ διαθέτει για την αποτελεσματική προώθηση της συμμόρφωσης με το ΔΑΔ. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση εδράζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου και εδώ συμπεριλαμβάνεται και ο στόχος της προώθησης της συμμόρφωσης με το ΔΑΔ.

Συμπερασματικά, τα Ηνωμένες έθνη σε παγκόσμιο επίπεδο και η Ευρωπαϊκή Ένωση σε περιφερειακό επίπεδο έχουν καταβάλει αξιότιμες προσπάθειες για τη δημιουργία και την εξέλιξη του ΔΑΔ. Ακόμη, τη δράση αυτή και πιο συγκεκριμένα την απαγόρευση χρήσης χημικών όπλων ή όπλων μαζικής καταστροφής έχουν υποστηρίξει διάφοροι διεθνείς οργανισμοί με πρωτοστάτη το Διεθνή Ερυθρό Σταύρο. Από την άλλη βέβαια υπάρχει και ο αντίλογος σε αυτές τις προσπάθειες ο οποίος υποστηρίζει ότι «ο πόλεμος είναι πόλεμος» και δεν «χωράνε» περιορισμοί και απαγορεύσεις και η αλήθεια είναι πως η πραγματικότητα κάθε φορά έρχεται να επιβεβαιώσει τη δεύτερη πεποίθηση. Παρόλα ταύτα η θεωρία αυτή παλαιότερα ήταν πιο δικαιολογημένη από ότι σήμερα διότι στο παρελθόν πόλεμος σήμαινε δυο στρατιές αντιμέτωπες σε ένα πεδίο μάχης ενώ σήμερα το πεδίο μάχης έχει διευρυνθεί με αποτέλεσμα πάρα πολλά θύματα να είναι άμαχος πληθυσμός λόγω των μέσων που έχουν δοθεί από την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. Εν κατακλείδι, το ζωντανό παράδειγμα της κρίσης στη Συρία επιβεβαιώνει για ακόμα μια φορά τη θλιβερή πλέον αλήθεια ότι ο κόσμος εξελίσσεται με δυο ταχύτητες με πρώτη να είναι αυτή της τεχνολογίας και δεύτερη του πολιτισμού.



[1] Warrick,J., the Washington post, More than 1,400 killed in Syrian chemical weapons attack, U.S. says, August 30,2013. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: 
[2] Chulov,M., and Slaheen,K., the Guardian, Syria chemical weapons attack toll rises to 70 as Russian narrative is dismissed, April 5,2017. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: https://www.google.gr/amp/s/amp.theguardian.com/world/2017/apr/04/syria-chemical-attack-idlib-province {Ημερομηνία πρόσβασης: 1/5/2017}.
[3]  Gibbons-Neff,T., the Washington post, Syrian chemical weapon stockpile now completely destroyed, August 18,2014. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: https://www.google.gr/amp/s/www.washingtonpost.com/amphtml/news/checkpoint/wp/2014/08/18/declared-syrian-chemical-weapon-stockpile-now-completely-destroyed/ {Ημερομηνία πρόσβασης: 1/5/2017}.
[4] MacAskill,E., the Guardian, Syria's chemical weapons red line has troubling consequences – for Obama, April 26,2013.  Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο:  https://www.google.gr/amp/s/amp.theguardian.com/commentisfree/2013/apr/26/syria-chemical-weapons-red-line-obama {Ημερομηνία πρόσβασης: 1/5/2013}.
[5] Όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε είναι συμβαλλόμενα μέρη των συμβάσεων της Γενεύης και των πρόσθετων πρωτοκόλλων τους και υπέχουν άρα την υποχρέωση να τηρούν τους κανόνες τους.
 
 
Share:

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

23η επέτειος της Γενοκτονίας στη Ρουάντα

του Βασίλη Πανταζόπουλου
 
 
 
Τον Απρίλιο του 1994, άρχισε να συντελείται ένα από τα χειρότερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην ιστορία. Στο αφρικανικό κράτος της Ρουάντα (Rwanda), το οποίο απαρτιζόταν κατά πλειοψηφία από τις κοινότητες των Hutu και των Tutsi, ξεκίνησε ένα οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των δεύτερων από τους πρώτους. Οι Hutu αποτελούσαν πλειοψηφία στην χώρα και μέσα σε περίπου 100 μέρες σκότωσαν περισσότερους από 800,000 πολίτες της ομάδας των Tutsi. Περίπου δύο εκατομμύρια κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Ιστορικό υπόβαθρο[1]

            Οι δύο κοινότητες αποτελούσαν περίπου τα 4/5 του πληθυσμού του κράτους και οι σχέσεις τους διακρίνονταν από κοινωνικές ανισότητες, αφού οι Tutsi κατάφεραν να αποκτήσουν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματα εις βάρος Hutu μέσω της δημιουργίας ενός πελατειακού συστήματος, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες. Επίσης, περίπου το 1% της χώρας αποτελούνταν από την κοινότητα Twa.  Γερμανοί και Βέλγοι αποικιοκράτες, είχαν τον έλεγχο της χώρας από το 1898 και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα διακυβέρνησης βασιζόμενο στο σύστημα των χωρών τους. Η γερμανική διακυβέρνηση, μέχρι το 1916, ενδυνάμωσε την κοινότητα των Tutsi και την κυριαρχία της στη χώρα, κάτι που συνεχίστηκε και υπό τον Βελγικό έλεγχο μετά το 1916 (και με την άδεια της Κοινωνίας των Εθνών). Η γενοκτονία του 1994 δεν προέκυψε ξαφνικά. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, από το 1959 συγκεκριμένα, οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων υπήρξαν τουλάχιστον τεταμένες με συνεχόμενα πραξικοπήματα και επαναστάσεις έως την κήρυξη της ανεξαρτησίας και την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος το 1962. Σε αυτά τα τρία χρόνια, περίπου 20.000 Tutsi έχασαν τη ζωή τους στις συγκρούσεις και μέχρι τις αρχές του 1964 περίπου 150,000 Tutsi είχαν εκτοπιστεί. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεν εξομαλύνθηκαν και οι ένταση συνεχίστηκε.

Το 1990 δημιουργήθηκε το FPR (Front Patriotique Rwandais) και υπό την ηγεσία των Tutsi εισέβαλε στη χώρα από το έδαφος της Ουγκάντα. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν διακόπηκαν στις αρχές του 1991 με εκεχειρία που βοήθησε στην έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ του FPR  και της κυβέρνησης του Juvenal Habyarimana το 1992 και την επακόλουθη υπογραφή συμφωνίας το 1993 (μέσα στους όρους ήταν η δημιουργία μεταβατικής κυβέρνησης με την συμμετοχή του FPR). Η συμφωνία αυτή, δεν ευχαρίστησε τους Hutu και προκάλεσε αντιδράσεις[2].                       

Ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 6 Απριλίου του 1994, ένα αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν ο πρόεδρος του Burundi Cyprien Ntaryamira και ο ίδιος ο Habyarimana καταρριφθεί με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι οι επιβαίνοντες. Αρχικά η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι πίσω από την επίθεση βρίσκονταν οι Hutu αλλά αργότερα υπήρξαν υπόνοιες ότι ευθυνόταν το FPR. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ένα κύμα δολοφονιών ενάντιων Tutsi και μετριοπαθών Hutu πολιτικών με την μετριοπαθή πρωθυπουργό Agathe Uwilingiyimana να βρίσκει το θάνατο την επόμενη μέρα. Μαζί της δολοφονήθηκαν και δέκα Βέλγοι στρατιώτες που ήταν επιφορτισμένοι με την προστασία της, μέλη της ειρηνευτικής ομάδας του ΟΗΕ στη χώρα. Ο στόχος πίσω από αυτές τις δολοφονίες ήταν η δημιουργία κενού εξουσίας το οποίο θα καλυπτόταν από εξτρεμιστές υπό τον συνταγματάρχη Bagosora (για τον οποίο θα αποδειχθεί αργότερα ότι έπαιξε βασικό ρόλο στη γενοκτονία). Στους επόμενους μήνες, η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση χάους και αναρχίας, με τον στρατό αλλά και ένοπλες δυνάμεις Hutu να δολοφονούν πολίτες της κοινότητας των Sutsi. Στην γενοκτονία όμως, συμμετείχαν και απλοί πολίτες, αφού το ραδιόφωνο καλούσε τα μέλη της κοινότητας των Hutu να σκοτώσουν τους Tutsi γείτονές τους μειώνοντας την ανθρώπινη υπόστασή τους και αποκαλώντας τους «κατσαρίδες». Υπολογίζεται ότι 200.000 Hutu συμμετείχαν στην γενοκτονία. Οι φρικαλεότητες που ακολούθησαν περιελάμβαναν ακόμη και βιασμούς από ανθρώπους που ήταν φορείς του HIV/AIDS με σκοπό την μόλυνση γυναικών της Hutu κοινότητας.                 

Ο ΟΗΕ προσπάθησε ανεπιτυχώς να πετύχει μια παύση των εχθροπραξιών και μάλιστα στις 21 Απριλίου ψηφίστηκε διάταγμα για τη  μείωση της ειρηνευτικής δύναμης (UNAMIR) από 2.500 σε 270 μέλη. Ευτυχώς η απόφαση αυτή ανατράπηκε στις 17 Μαΐου με νέα απόφαση του ΟΗΕ όπου έστειλε 5.500 στρατιώτες, κυρίως από αφρικανικές χώρες, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν εγκαίρως στη χώρα. Τελικά στις 22 Ιουνίου, ο ΟΗΕ υποστήριξε την ανάπτυξη μιας δύναμης υπό Γαλλική διοίκηση για τη δημιουργία μιας ασφαλούς ζώνης. Η Επιχείρηση βρήκε απέναντί της το FPR, με την αιτιολογία ότι η Γαλλία ήταν μια χώρα που υποστήριζε την κεντρική κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα της γενοκτονίας, που τελικά σταμάτησε στις 18 ή στις 19 Ιουλίου, ήταν  περισσότεροι από 800,000 νεκροί και 2,000,000 εκτοπισμένοι, μέλη και των δύο κοινοτήτων, που κατάφεραν να γυρίσουν πίσω στα τέλη του 1996 και στις αρχές του 1997[3].                                                             

Η επέτειος της γενοκτονίας της Ρουάντα (Rwanda) είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για προβληματισμό γύρω από πολλά θέματα. Πρώτον, κατά πόσο οι χώρες που έχουν ζήσει κάτω από το αποικιοκρατικό καθεστώς έχουν καταφέρει να επουλώσουν της πληγές τους και να δημιουργήσουν λειτουργικά κράτη; Δεύτερον, τα κράτη αυτά θα πρέπει να λειτουργούν με βάση τα Δυτικά πρότυπα ή θα πρέπει να δοθεί χρόνος, χώρος και η απαραίτητη βοήθεια στις χώρες αυτές να αναπτύξουν ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο θα είναι λειτουργικό σε συνάρτηση με τα δικά τους, ξεχωριστά πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, γεωγραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά; Τρίτον, κατά πόσον η κυριαρχία του κράτους απέναντι στους πολίτες του είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη; Έχει δηλαδή το κράτος το δικαίωμα να προχωρά σε διακρίσεις ή διωγμούς ομάδων εντός της επικράτειάς του χωρίς να υπόκειται σε έλεγχο από Διεθνείς Οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ; Τέταρτον, σε ποια περίπτωση ξένες χώρες αποκτούν το δικαίωμα της παρέμβασης στα εσωτερικά ενός κράτους; Είναι η «ευθύνη  προστασίας» (Responsibility to ProtectR2P’) υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις; Όλα αυτά τα θέματα θα πρέπει να αναλογιστούμε καθώς σκεφτόμαστε τι συνέβη στην Ρουάντα (Rwanda) σε αυτές τις 100 ημέρες του 1994.

 

Η γενοκτονία ως επίκαιρο μάθημα

            Βιώνουμε μια περίοδο ιδιαίτερα έντονη όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα δέχονται συνεχόμενα πλήγματα. Οι ατομικές ελευθερίες καταπατώνται συστηματικά ανά τον κόσμο, το δικαίωμα στην ζωή δεν είναι δεδομένο παντού και τα νέα ζητήματα ασφάλειας που προκύπτουν προκαλούν «εκπτώσεις» στις δημοκρατικές διαδικασίες και στους δημοκρατικούς θεσμούς πολλών χωρών. Ο κίνδυνος της τρομοκρατίας δίνει ευκαιρία σε κυβερνήσεις να τον καρπωθούν και χρησιμοποιώντας μια ρητορική υπέρ της ασφάλειας των πολιτών προχωρούν σε αυξημένα μέτρα ασφάλειας, παρακολούθησης και καταστολής. Ταυτόχρονα όμως, τα μέτρα αυτά είναι ελλιπή για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου. Εγκλωβισμένες σε μια λογική ελεγχόμενου ρίσκου, προσπαθούν δια της βίαιης καταστολής να καταστρέψουν τις οργανώσεις και να τις καταστήσουν ανίκανες να πραγματοποιήσουν χτυπήματα στο εσωτερικό των χωρών τους. Όμως θεωρώντας σαν απλά «σώματα» τους στόχους δεν χτυπάς τις ιδεολογίες που τους ωθούν στην πραγματοποίηση τέτοιων ενεργειών[4]. Αντίθετα, εξυψώνονται και γίνονται μάρτυρες, κάτι που προκαλεί άλλα «σώματα» να πάρουν τις θέσεις τους. Τελικά το κέρδος είναι ελάχιστο και βραχυπρόθεσμο και το πρόβλημα όλο και γιγαντώνεται.                                                 

Όπως στην περίπτωση της Ρουάντα, η Διεθνής Κοινότητα δείχνει και σήμερα αναποφάσιστη σχετικά με τον τρόπο και την μορφή που θα πρέπει να πάρουν οι επεμβάσεις που θα πραγματοποιήσει σε χώρες εν κρίση. Η καθυστερημένη αντίδραση στην περίπτωση της Ρουάντα συντέλεσε στα δραματικά γεγονότα, κάτι που μπορούμε να δούμε και σήμερα να γίνεται στη Συρία, όπου ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στην κυβέρνηση Assad και στους επαναστάτες μαίνεται ακόμη από το 2011, με την Διεθνή Κοινότητα διχασμένη ανάμεσα στις δύο πλευρές[5]. Φυσικά το ζήτημα έγκειται στα διαφορετικά συμφέροντα τα οποία καθορίζουν τις πολιτικές επιλογές των χωρών που εμπλέκονται στην κρίση και αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα που καθιστά προβληματική την λειτουργία εννοιών όπως η R2P. Διότι προσφέρει την δυνατότητα σε διεθνείς δρώντες να επέμβουν χρησιμοποιώντας την συγκεκριμένη έννοια ως αφορμή σε περιπτώσεις που βολεύουν τους πολιτικούς τους στόχους και όχι για να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα ή να δώσουν τέλος σε μια ανθρωπιστική κρίση[6].     Όπως στην περίπτωση της Ρουάντα, έτσι και σήμερα υπάρχουν κράτη τα οποία κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που διαθέτουν έναντι στους πολίτες τους. Πολλές χώρες προχωρούν σε διακρίσεις και περιθωριοποίηση ομάδων, είτε αυτές βασίζονται στην εθνικότητα, είτε στην γλώσσα, είτε στην θρησκεία κ.ο.κ. Οι διακρίσεις αυτές, πολλές φορές αποτελούν και το έναυσμα ή έναν από τους κύριους λόγους για την έκρηξη εμφυλίων συγκρούσεων. Ως αποτέλεσμα, οι χώρες αυτές εισέρχονται σε περίοδο αστάθειας, η οποία συχνά εξαπλώνεται και σε γειτονικά κράτη προκαλώντας γενικότερη αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή. Για παράδειγμα σεχταριστικές πολιτικές είναι μία από τις κύριες αιτίες για την εξάπλωση της αστάθειας στην Μέση Ανατολή από το 2011 και μετά, που έχει προκαλέσει προβλήματα όχι μόνο στην συγκεκριμένη περιοχή, αλλά γενικότερα στον κόσμο[7].                                

Συμπερασματικά, αυτή η θλιβερή στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία, θα έπρεπε να λειτουργήσει ως φάρος για μια διαφορετική αντιμετώπιση των κρίσεων παρόμοιου βεληνεκούς στα εσωτερικά των χωρών. Μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, τα ζητήματα ασφάλειας έχουν αλλάξει και εξελιχθεί κατά κάποιο τρόπο. Το ζήτημα της γενοκτονίας, των διακρίσεων και της κρατικής βίας είναι ένα θέμα το οποίο δυστυχώς αντέχει στο χρόνο. Τα ζητήματα ασφαλείας θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζονται κυρίως σε συνάρτηση με αυτούς που προσπαθούν να βοηθήσουν και όχι ως εργαλεία επίτευξης στόχων από τους ασκούντες πολιτική. Οι στρατηγικοί στόχοι της κάθε χώρας μπορούν να επιτευχθούν σε συνάρτηση με την προώθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας χωρίς αυτό να σημαίνει εκπτώσεις στην ομαλή λειτουργία στο εσωτερικό των χωρών.

 

 

 



[1] Βλ. Rwada Genocide of 1994. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:https://www.britannica.com/event/Rwanda-genocide-of-1994 {Ημερομηνία πρόσβασης: 22/4/2017}.
[2] Williams, Paul D. (edt): Security Studies. An Introduction, (New York: Routledge, 2016).
[3] Bellamy, Alex & McDonald, Matt: “’The Utility of Human Security’: Which Humans? What Security?, Security Dialogue, Vol. 33, No. 3, (2002), pp. 373-377.
[4] De Larrinaga, Miguel and Doucet, Marc, G.: “Sovereign Power and the Biopolitics of Human Security”, Security Dialogue, Vol. 39, No. 5, (2008), pp. 517-537.
[5] Mythen, Gabe and walklate, Sandra: “Terrorism, Risk and International Security: The Perils of asking ‘What If?’”, Security Dialogue, Vol. 39, No. 2-3, (2008), pp. 221-242.
[6] Newman, Edward: “Critical Human Security Studies”, Review of International Studies, Vol. 36, No. 1, (2013), pp. 77-94.
[7] Phillips, Christopher: The Battle for Syria (London: Yale, U.P., 2016).
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *