Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Κινεζική Υπερπαρουσία στη Νοτιοανατολική Ασία: Ένας Παράγοντας Αποσταθεροποίησης;

του Μπιλίνη Άρη


Ένας από τους κύριους παράγοντες που κάνει πολλούς να υποστηρίζουν ότι η παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ φθίνει, είναι η σταδιακή υποχώρηση της αμερικανικής επιρροής στη νοτιοανατολική Ασία έναντι της κινεζικής. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ουάσινγκτον εγκαθίδρυσε, σε μεγάλο βαθμό, τη δική της “τάξη” στην περιοχή με βάση το φιλελεύθερο - δυτικό μοντέλο, το οποίο αν και με συνεχείς διακυμάνσεις, διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας με την εκτίναξη της κινεζικής οικονομίας και της στρατιωτικής της ισχύος. Η ανοδική πορεία της κινεζικής επιρροής μέσα από πολυδιάστατες μεθόδους στην παγκόσμια διεθνή σκηνή δε θα μπορούσε παρά να έχει ως αφετηρία και κύριο πεδίο δράσης τις χώρες που βρίσκονται στην άμεση γειτονιά του Πεκίνου. Νέα ώθηση στο φαινόμενο έδωσε τελευταία και η απόφαση του Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, να επιβάλει οικονομικούς δασμούς ακόμα και σε παραδοσιακούς συμμάχους της Αμερικής στην περιοχή, καθώς και η μονομερής του αποχώρηση από το Σύμφωνο Transpacific Partnership. Η νέα αμερικανική πολιτική άφησε τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, και ιδιαίτερα τις πιο αδύναμες, ακόμα πιο ευάλωτες στις κινεζικές επενδύσεις και συνεργασίες, με τις οποίες πρόθυμα το Πεκίνο επιχειρεί να καλύψει το κενό της Ουάσινγκτον. Η κινεζική διείσδυση όμως στις χώρες αυτές φαίνεται να προκαλεί με τη σειρά της αντιδράσεις και να γεννά μέτωπα αποσταθεροποίησης.
Ακόμα και κράτη που συνδέονται με αρραγείς δεσμούς με το Πεκίνο αρχίζουν να βλέπουν επιφυλακτικά την υπερβολική τους έκθεση στην κινεζική επιρροή. Στη Μαλαισία ο νεοεκλεγείς Πρωθυπουργός της χώρας, αν και στα 92 του, Μαχατίρ Μοχάμαντ, δείχνει αποφασισμένος να μπει εμπόδιο στην περαιτέρω εξάρτηση της χώρας του στον γιγάντιο γείτονα.[1] O Μοχάμαντ, ο οποίος διετέλεσε και στο παρελθόν Πρωθυπουργός της Μαλαισίας, για μακρές περιόδους υποστήριξε πως δε θα εφαρμόσει τα σχέδια της Κίνας για επενδύσεις 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε υποδομές στη χώρα, καθώς υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για διαπλοκές με την απερχόμενη κυβέρνηση που πρωταγωνίστησε σε μια σειρά από σκάνδαλα διαφθοράς.[2] Όχι τυχαία μετά την επιστροφή του από την Κίνα, ο Μοχάμαντ μίλησε για τον κίνδυνο μιας νέας “αποικιοποίησης” και αν και δεν το ανέφερε ευθέως  όλοι αντιλήφθηκαν για ποιόν “χτυπάει η καμπάνα”[3]. Η κινεζική διείσδυση αποτελεί μείζον ζήτημα και στην Ταϊλάνδη και στην Ινδονησία όπου πρόκειται να διεξαχθούν εκλογές και όπου κερδίζει έδαφος ένας ισλαμικός λαϊκισμός βασισμένος και σε αντικινεζικά αισθήματα του κοινού.[4]
Εκεί που η κατάσταση φαίνεται να παίρνει πιο ακραία μορφή, είναι στο Πακιστάν. Στην παραθαλάσσια πόλη Καράκι, που αποτελεί σημαντικό εμπορικό κόμβο, έλαβε χώρα το Νοέμβριο ένοπλη επίθεση εναντίον του κινεζικού προξενείου με νεκρούς δύο αστυνομικούς και δύο πολίτες. Την ευθύνη ανέλαβε η αποσχιστική οργάνωση, Baluchistan Liberation Army, μέλος της οποίας κατήγγειλε το “ξεπούλημα” των εθνικών πόρων στην Κίνα. Το Πακιστάν αποτελεί τα τελευταία χρόνια βασικό πυλώνα της παγκόσμιας κινεζικής πρωτοβουλίας “One Belt, One Road”. Υπολογίζεται ότι η Κίνα έχει ξοδέψει περίπου 62 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτό το πρότζεκτ, κυρίως για τη δημιουργία ενός μεταφορικού διαδρόμου που διαπερνά και την περιοχή του Βελουχιστάν.[5] Παράλληλα οι δύο χώρες διατηρούν έντονη στρατιωτική συνεργασία, την οποία το Πεκίνο επιχειρεί να ενισχύσει και με την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων και άλλων οπλικών εξοπλισμών σε πακιστανικό έδαφος.[6]
Ακόμη και στις Φιλιππίνες, όπου ο Πρόεδρος Ροντρίγκο Ντουτέρτε έχει πρόσφατα πλησιάσει τις κινεζικές επενδύσεις, εμφανίζονται οι πρώτες παρενέργειες της κινεζικής παντοκρατορίας. Ο Ντουτέρτε προτίμησε να υποχωρήσει από τις διεκδικήσεις της χώρας του στη νότια Κινεζική Θάλασσα, μια περιοχή όπου η επέκταση του Πεκίνου έχει προσελκύσει παγκόσμιο ενδιαφέρον. Για την υποχώρηση αυτή όμως δεν έχει αποσπάσει παρά ελάχιστα ως αντάλλαγμα κάτι που τον φέρνει στο στόχαστρο της Αντιπολίτευσης, η οποία επίσης τον κατηγορεί για “ξεπούλημα” της χώρας.[7]
Οι Φιλιππίνες βρίσκονται βαθιά εξαρτημένες στην οικονομική δραστηριότητα της Κίνας σε σημείο που να αμφισβητείται κατά πόσο η Μανίλα διεξάγει ανεξάρτητη οικονομική πολιτική και όχι υπό κινεζική εντολή.[8] Την ίδια στιγμή όμως μεγάλη μερίδα των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων δείχνει να εμπιστεύεται περισσότερο τις ΗΠΑ σε ζητήματα ασφαλείας, κυρίως υπό τον ασφυκτικό κλοιό της Κίνας. Έτσι ο Ντουτέρτε αν και είχε διακόψει τις ναυτικές ασκήσεις με την Ουάσινγκτον το 2017, τώρα επιχειρεί να τις επανεκκινήσει μέσα στο 2019[9] και στην πράξη να προχωρήσει σε μια μορφή αμυντικής διαφοροποίησης (diversification) ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η κίνηση για τη σταθερότητα της περιοχής.
Όσο η εξάρτηση των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας προς την Κίνα αυξάνεται, τόσο η πιθανότητα επιστροφής θα μοιάζει αδύνατη. Όπως υποστηρίζουν πολλοί, η κινεζική Κυβέρνηση  αποσκοπεί σε μια υπερχρέωση των γειτονικών χωρών, η οποία θα νομιμοποιήσει τον άμεσο έλεγχό τους από το Πεκίνο και θα καταστήσει την αμερικανική παρουσία στην περιοχή από περιορισμένη ως άτοπη. Η “κινεζοποίηση” αυτή μοιραία θα επιφέρει αντιδράσεις, πολλές από τις οποίες μπορούν εν δυνάμει να λάβουν τη μορφή της τρομοκρατίας. Ενδεχομένως, οι κύριοι πυρήνες της ισλαμικής τρομοκρατίας, δηλαδή παρακλάδια της Αλ-Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους να στρέψουν την προσοχή τους προς εκείνη τη μεριά της υφηλίου, δεδομένης τόσο της ισχυρής παρουσίας μουσουλμανικών πληθυσμών στις χώρες της περιοχής όσο και της ανάδειξης της Κίνας ως νέου αδιαμφισβήτητου ηγέτη στη μετά ΗΠΑ εποχή. Αξίζει να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Κίνα μπορεί να είναι η ισχυρότερη οικονομική χώρα του κόσμου μέχρι το 2030, κάτι που θα έχει σαφείς συνέπειες και στη στρατιωτική της ισχύ.[10]  
Άλλος ένας παράγοντας ανησυχίας είναι επίσης το πώς θα αντιδράσουν οι ανταγωνίστριες χώρες της Κίνας στην περιοχή. Όπως είναι τα πράγματα σήμερα, οι μόνες που μπορούν να αποτελέσουν ένα συμπαγές αντίβαρο στην Κίνα είναι η Ινδία και η Ιαπωνία. Δεν αποκλείεται οι δύο γείτονες αυτοί του Πεκίνου να προχωρήσουν σε μια ραγδαία αύξηση τόσο της οικονομικής τους επιρροής όσο και της στρατιωτικής του υπεροπλίας. Κάτι που βλέπουμε ήδη να κάνει η Ιαπωνία και που σίγουρα θα χρειαστεί ακόμα χρόνος για την Ινδία.  Όπως έχει περιγράψει πάντως και ο John Mearsheimer στο κλασικό του έργο “The Tragedy of Great Power Politics”, μια μεγάλη δύναμη που ηγεμονεύει σε μια περιοχή θα προσπαθήσει να αποφύγει την παγκόσμια ηγεμονία μιας άλλης μεγάλης δύναμης με το να ενισχύσει τους δικούς της ανταγωνιστές στην περιοχή όπου ηγεμονεύει. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ΗΠΑ οι οποίες ελέγχουν τη δική τους Ήπειρο και σε μεγάλο βαθμό και άλλες περιοχές του κόσμου, θα επιχειρήσουν να υπονομεύσουν την περιφερειακή υπεροχή της Κίνας με το να προσφέρουν βοήθεια στην Ινδία ή την Ιαπωνία ή και τις δύο μαζί. Μια τέτοια προοπτική ακραίου ανταγωνισμού στη νοτιοανατολική Ασία θα θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τη σταθερότητα της περιοχής, δεδομένου ότι ήδη τρεις πολυπληθείς χώρες είναι και πυρηνικές δυνάμεις και με το ιστορικό εντάσεων ανάμεσά τους να μη λείπει. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι αυτοί που από καιρό έχουν αναδείξει το ενδεχόμενο να θελήσει και η Ιαπωνία να αποτελέσει πυρηνική δύναμη όταν οι συνθήκες ασφαλείας το απαιτήσουν, παρά το ιδιαίτερο παρελθόν της.
Σε κάθε περίπτωση, παρ’ όλη τη θεαματική άνοδο της Κίνας στα τεκταινόμενα της περιοχής, η αμερικανική παρουσία μόνο τελειωμένη δε μπορεί να θεωρείται ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μια κινέζικη αναβαθμισμένη παρουσία στο μέλλον δε μπορεί να αποκλειστεί. Η Ουάσινγκτον έχει υπό την επιρροή της ακόμη χώρες κλειδιά όπως η Σιγκαπούρη, το Βιετνάμ, η Ταϊλάνδη και η Ινδονησία από τις οποίες μπορεί να αντιτάξει τα δικά της σχέδια στην περιοχή. Η απομονωτική πολιτική του Τραμπ όμως στερεί από την Ουάσινγκτον την ευελιξία που είχε αρχίσει να αποκτά με τον Μπαράκ Ομπάμα, όταν και οι σύμμαχοί της στην περιοχή μπορούσαν να εμπιστευτούν και να υπολογίζουν στην αμερικανική παρουσία. Σήμερα, ο οικονομικός πόλεμος και η ανασφάλεια φαίνεται να ευνοούν μόνο τα σχέδια της Κίνας και από εκεί που το Πεκίνο να φάνταζε σε πολλά γειτονικά κράτη ως το απευκταίο σενάριο τώρα να μοιάζει ως λύση ανάγκης. Μια λύση ανάγκης που, στην καλύτερη περίπτωση, θα ανακουφίσει προσωρινά από τα προβλήματα των χωρών της περιοχής αλλά πιθανόν να επιφέρει μακροπρόθεσμα ευρύτερη αποσταθεροποίηση στη νοτιοανατολική Ασία.













[1] James Griffiths and Euan McKirdy “Mahathir Mohamad: Malaysia's comeback prime minister”, CNN News, 11 May 2018.  [Online at https://edition.cnn.com/2018/05/10/asia/mahathir-malaysia-election-intl/index.html]
[2] Richard Javad heydarian, “Malaysia’s new government is pushing back against China”, Aljazeera. 4 September 2018.  [Online at https://www.aljazeera.com/indepth/opinion/malaysia-government-pushing-china-180903094313472.html]
[3] David Hutt “Does China really dominates Southeast Asia?” AsiaTimes, 23 August 2018. [Online at http://www.atimes.com/article/does-china-really-dominate-southeast-asia/]
[4] Rita baldassare, “La partita Cina-Stati Uniti tra passi avanti e rotture”, Corriere della Sera, 6 December 2018. [Online at https://www.corriere.it/opinioni/18_dicembre_06/partita-cina-stati-uniti-c04bdda2-f994-11e8-ae58-9c21af36aa5f.shtml]
[5] Beher Ahmad “Chinese Presence in Pakistan Is Targeted in Strike on Consulate in Karachi”, The New York Times, 23 November 2018. [Online at https://www.nytimes.com/2018/11/23/world/asia/pakistan-karachi-attack-chinese-consulate.html]
[6]China to boost military cooperation with Pakistan”, The Economic Times, 12 July 2018,  [Online at https://economictimes.indiatimes.com/news/defence/china-to-authorise-pakistan-to-build-missiles-tanks-fc-1-xiaolong-combat-aircraft/articleshow/57684105.cms]
[7]  Rita baldassare, “La partita Cina-Stati Uniti tra passi avanti e rotture”, Corriere della Sera, 6 December 2018. [Online at https://www.corriere.it/opinioni/18_dicembre_06/partita-cina-stati-uniti-c04bdda2-f994-11e8-ae58-9c21af36aa5f.shtml]
[8] Alvin Camba “The Winners and Losers in Duterte’s China Play”, South China Morning Post, 30 September 2018. [Online at https://www.scmp.com/week-asia/economics/article/2166070/winners-and-losers-dutertes-china-play]
[9] Ralph Jennings “Distrust of China Sparks Philippines, US to Step up Joint Military Exercises”, VoaNews, 5 october 2018, [Online at https://www.voanews.com/a/china-philippines-us-joint-military-exercises/4600885.html]
[10]China’s GDP Could Be World’s Largest by 2030, Credit Growth Still Too Fast: IMF”, ChinaBankingNews, 29 July 2018, [Online at http://www.chinabankingnews.com/2018/07/29/chinas-gdp-worlds-largest-2030-credit-growth-still-fast-imf/]

Share:

Αποδομώντας την στρατηγική της σινοαφρικανικής συμμαχίας

της Πανδή Νατάσας


Η νέα σελίδα της αφρικανικής ιστορίας ξεκίνησε να γράφεται με το Συνέδριο του Βερολίνου το 1884, ένα ιστορικά σημαντικό διεθνές πολιτικό συνέδριο που αναπροσάρμοσε νομότυπα τα σύνορα των κρατών της ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ν τις αποικίες των ευπΕ"ο δικτυοΟΝΙΑαφρικανικής ηπείρου που θα αποτελούσαν τις αποικίες των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών[1]. Το καθεστώς καταπίεσης και το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων που προκάλεσε η παρουσία των αποικιοκρατικών δυνάμεων οδήγησαν στη συγκρότηση αντιαποικιακών κινημάτων που στόχευαν στην εθνική ανεξαρτησία των κρατών της «μαύρης ηπείρου». Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε καθοριστικός παράγοντας καθώς οι αποδυναμωμένες μητροπόλεις της Δύσης δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την εξέλιξη της αποαποικιοποίησης και της εθνικής ανεξαρτησίας των αφρικανικών κρατών[2].  

Ο ερχομός της εποχής της παγκοσμιοποίησης βρήκε τη Δύση αδιάφορη για την Αφρική εφόσον επικρατούσαν έντονες συνθήκες πολιτικής αβεβαιότητας, κατακερματισμένη οικονομία κι ανυπαρξία υποδομών. Αντιθέτως, η αναδυόμενη Κίνα δε μπορούσε να αγνοήσει την αφθονία φυσικών πόρων και τις ευκαιρίες για εκμετάλλευση ορυκτών κι ενέργειας για την αναπτυσσόμενη βιομηχανική της παραγωγή επαναφέροντας την αφρικανική ήπειρο στον χάρτη της παγκοσμιοποίησης. )ου﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽κανικηςποτου παραγωγή επαναφκτυοΟΝΙΑςςΈτσι, η  Αφρική ανήλθε στην κορυφή της οικονομικής ατζέντας του Πεκίνου[3]. Αν και ο Δυτικός Κόσμος συχνά παρομοιάζει την υφιστάμενη παρουσία της Κίνας με τα απερς ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ορκέρον της Κίνας δε περιορφκτυοΟΝΙΑχόμενα αποικιοκρατικά καθεστώτα, φαίνεται ότι η δράση και το ενδιαφέρον της Κίνας δε περιορίζεται στην εξαγωγή φυσικών πόρων όπως των παραδοσιακών δυτικών δυνάμεων αλλά επεκτείνεται στο εμπόριο εν γένει, σε κατασκευαστικά έργα, έργα μεταφορών, παροχής τεχνολογίας, ταχυδρομικές υπηρεσίες[4], παροχή ιατρικο κ.α﷽﷽﷽﷽﷽﷽εριορφκτυοΟΝΙΑύ προσωπικού, υποτροφιών[5], κατασκευή σχολείων, πανεπιστημίων, νοσοκομείων[6] κ.α.

 Η ιδιαίτερα έντονη δράση της στα κράτη ανατολικά της ηπείρου δικαιολογείται από την γεωστρατηγική σημασία αυτής της πλευράς καθώς εκεί σχηματίζεται η οδός που συνδέει τον Ινδικό Ωκεανό με τον Κόλπο Άντεν, την Ερυθρά Θάλασσα, την Διώρυγα του Σουέζ καταλήγοντας στην Μεσόγειο.


Η σινοαφρικανική συνεργασία αποτελεί την πιο ισχυρή συμμαχία στη διεθνπτυξης﷽﷽﷽﷽ηρευμμαχία στην διεθνάελεσή σκηνή. Οι ιδεολογικοί τους δεσμοί εξελίχθηκαν σε στρατηγική συμμαχία με οικονομικά, πολιτικά κι αμυντικά συμφέροντα. H Κίνα αυξάνει τα επενδυτικά της προγράμματα στην ήπειρο με σταθερό ρυθμό και μάλιστα στο China-Africa Cooperation Forum 2018 ανακοινώθηκε το πρόγραμμά της για επενδύσεις ύψους 60 δις δολαρίων για την οικονομική υποστήριξη της Αφρικής[7]. Η Ουάσινγκτον επανειλημμένα έχει κατηγορήσει το Πεκίνο για την επιθετική πρακτική στην χορήγηση δανείων που υπονομεύουν την ανάπτυξη αλλά και για την εξαγωγή κινέζων εργατών στην ήπειρο εγείροντας ανησυχίες για τη δημιουργία νεο-αποικιοκρατικών καθεστώτων. Ειδικότερα για τον δανεισμό της Αφρικής από την Κίνα, σχετικές έρευνες δείχνουν ότι το ποσό για τη περίοδο 2000-2015 ανήλθε τουλάχιστον στα 95,5 δις δολάρια με πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού και πολύ επιμηκυμένα χρονοδιαγράμματα αποπληρωμής. Ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου αυτού 5 τουλάχιστον 95,5 δις δολλάρια, ποσχρηματοδότησε τα σημαντικά κενά υποδομών που αφορούν τόσο σε ανάγκες για τη παραγωγή και μεταφορά ενέργειας με την επέκταση του δικτύου ηλεκτροδότησης αλλά και για τον εκμοντερνισμό δικτύων μεταφοράς. Αναπόφευκτα ένα μέρος κάλυψε έργα ματαιοδοξίας των αφρικανών προέδρων για την υστεροφημία τους όπως γέφυρες σε ερημικά σημεία, μεγαλεπήβολα κτίρια κι αεροδρόμια χαμηλής επισκεψιμότητας[8].

Βασικά κίνητρα της υπερδύναμης στον επενδυτικό της σχεδιασμό αποτελούν η ανάγκη για τη διασφάλιση μιας ακέραιης βάσης πλούσιας σε φυσικούς πόρους για να καλύψει τις ανάγκες της ταχύτατα αναπτυσσόμενης οικονομίας της, η αύξηση της πολιτικής της επιρροής παγκοσμίως και οι αναπτυξιακές ευκαιρίες των αναδυόμενων αφρικανικών οικονομιών. Το σημαντικό πλεονέκτημα της Κίνας είναι ότι οι εταιρείες που επενδύουν είναι κρατικοδίαιτες κι αυτό είναι ευνοϊκό ως προς τα αποτελέσματα ανάθεσης έργων[9] ενώ παράλληλα οι κερδοφόρες ευκαιρίες δεν συναντούν εμπόδια από απαιτήσεις για κάλυψη του περιβαλλοντικού κόστους ή διασφάλισης από διαφθορά[10]. Ορισμένοι αναλυτές εκφράζουν την ανησυχία τους ως προς την ενίσχυση της κινεζικής επιρροής καθώς τα τεράστια ελλείμματα και χρέη των περισσότερων αφρικανικών κρατών, σε συνδυασμό με την αυταρχικότητα των καθεστώτων τους, καθιστούν την κινεζική εμπλοκή ως ενδεχόμενο όχημα διαφθοράς και άσκησης έμμεσης πολιτικής επιρροής[11], όπως έχει συμβεί και με τη περίπτωση της Σρι Λάνκα. Υπάρχουν ανησυχίες ότι το Πεκίνο αποσκοπεί να εντάξει τις αφρικανικές χώρες μέσω της υπερχρέωσης τους στην κινέζικη σφαίρα επιρροής όμως το Πεκίνο τις αντικρούει υποστηρίζοντας ότι οι επενδύσεις αυτές είναι καθαρά αναπτυξιακού χαρακτήρα[12]. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της Ζάμπια, του πρώτου αφρικανικού κράτους με το οποίο η Κίνα σύναψε διπλωματικές σχέσεις κι εν συνεχεία καρπώθηκε την επένδυση για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Ταζάρα η οποία ενώνει την Ζάμπια με το λιμάνι της Τανζανίας Dar es Salaam[13].

Πέρα από τη δράση και τα οφέλη α.﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τιωτικιωτικνοεστης σε εμπορικό και πολιτικό επίπεδο επεκτάθηκε και σε στρατιωτικό όπως διαπιστώνεται από την εγκαθίδρυση της πρώτης υπερπόντιας στρατιωτικής βάσης της το 2017, στο Τζιμπουτί[14]. Το Τζιμπουτί δεν αποτελεί τυχαία επιλογή αν αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα υπάρχουν στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας και τόσο η ηλεκτρονική όσο και η “παραδοσιακή” κατασκοπεία αποτελούν υποθέσεις ρουτίνας. Σε αυτό το στρατηγικό σημείο όπου ο πληθυσμός πλησιάζει το εκατομμύριο και δεν υπάρχουν φυσικοί πόροι προς εκμετάλλευση, η Αφρική –με τη πρόφαση της ανθρωπιστικής βοήθειας και της διασφάλισης ειρήνης και σταθερότητας- εκμεταλλεύεται την οικονομική της επιρροή για την προώθηση συμφερόντων άμυνας κι ασφτης ﷽﷽﷽﷽﷽﷽ικ;o,φρική χρησιμοποιεau;vwάλειας ανάγοντας παράλληλα την γεωπολιτική σε μια πολύ κερδοφόρα επιχείρηση. Ακόμη πιο θετικά στον στρατηγικό αμυντικό σχεδιασμό της περιοχής συμβάλλει το γεγονός ότι ο αγωγός υδατοπρομήθειας και το σιδηροδρομικό δίκτυο που ξεκινούν από την Αιθιοπία καταλήγουν στο Τζιμπουτί.

Επιπρόσθετα, η παρουσίαση της “Λευκής Βίβλου” το 2015 για την στρατιωτική στρατηγική της Κίνας εστίασε στην εφαρμογή της πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής της ενεργούς άμυνας επισημαίνοντας για πρώτη φορά ότι τα κινέζικα συμφέροντα στο εξωτερικό ανάγονται σε επίπεδο εθνικής άμυνας. Οι επενδύσεις στο Τζιμπουτί σε συνδυασμό με την Λευκή Βίβλο ομολογούν ότι τα εμπορικά σχέδια μέσω του νέου δρόμου του μεταξιού (BRI-Belt and Road Initiative) ανοίγουν το δρόμο για το Πολεμικό Ναυτικό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού από τον Ινδικό Ωκεανό στην αφρικανική ήπειρο. Συνεπώς, δικαιολογείται η παρουσία στρατιωτικών επιχειρήσεων για τη προστασία οικονομικών συμφερόντων και για τη διατήρηση ανοικτών εμπορικών καναλιών. Ένα σταθερά οικονομικό περιβάλλον υπό τη προστασία της στρατιωτικής βάσης στο Τζιμπουτί θα είναι ακόμη πιο θελκτικό για επενδύσεις που συν τοις άλλοις θα συμβάλουν στην αναβίωση της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης.[15].

Εν τω μεταξύ, στη Τανζανία δρομολογείται από το 2013 η επένδυση του μεγαλύτερου λιμανιού της περιοχής, στο Bagamoyo. Παρά τις καθυστερήσεις, οι διαβουλεύσεις φαίνεται να είναι σε καλό στάδιο κι έτσι αφενός ενδυναμώνονται οι διμερείς σχέσεις αφετέρου καθιστούν το  Bagamoyo νέα σημαντική οικονομική ζώνη. Tη στιγμή μάλιστα που οι ΗΠΑ προγραμματίζουν την μείωση στρατευμάτων στη περιοχή, η Kίνα δεσμεύεται να παρέχει επαρκή υποστήριξη για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και της πειρατείας[16].

Oι ανησυχίες για τον χαρακτήρα των καθεστώτων που ευνοούν την διαφθορά, την κακοδιαχείριση και τις αδιαφανείς συμφωνίες προκαλούν αμφιβολίες τόσο για την υλοποίηση και βιωσιμότητα των προγραμματισμένων επενδύσεων όσο και για την ικανότητα των αφρικανών ηγετών να διαχειριστούν τις επενδυτικές ευκαιρίες που τους παρέχει η Κίνα. Έχει διαπιστωθεί ότι η διαφθορά είναι τόσο ενδημική στα πιο πλούσια σε φυσικούς πόρους κράτη που οι κρυφές διαδικασίες στις συναλλαγές και η σημαντική απώλεια προϊόντος είναι πολύ συνηθισμένα φαινόμενα[17]. 

Συνοψίζοντας, γίνεται αντιληπτό ότι η Κίνα εφαρμόζει ένα μοντέλο για την ενίσχυση της εξωτερικής της πολιτικής που συνδυάζει οικονομικά και αμυντικά μέσα. Οι στρατιωτικές βάσεις της στο Τζιμπουτί αποτελούν τη πρώτη μεγάλη πρόκληση της Κίνας έναντι στην στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ στον Ινδικό Ωκεανό κι όπως διαφαίνεται αυτή ήταν μόλις η αρχή καθώς προβλέπεται να επαληθεύσει τις ανησυχίες της Δύσης και να ανακτήσει τον έλεγχο κι άλλων σημαντικών λιμανιών της ζώνης αυτής[18]. Ήδη, η Ήδη  ΄ Κίνα έχει καταφέρει να επεκτείνει την γεωπολιτική της επιρροή μέσω των πολιτικά εξαρτημένων σε αυτήν αφρικανικών κρατών που ακολουθούν τις επιδιώξεις της ως προς το θέμα της Ταϊβάν την οποία η Κίνα θεωρεί αποσχισθείσα επαρχία της[19]. Ενώ το Πεκίνο απορρίπτει την αμερικανοκρατούμενη παγκόσμια τάξη που υπονομεύει την αναγέννησή της στη διεθνή σκηνή, αυτό που έχει ενδιαφέρον  ναντι στη﷽ζιμπουταποτελεοία η Κϊρεινο-αφρικανικΚίνααΚείναι κατά πόσο έχει ανάγκη η Κίνα την Αφρική. Ως αναπτυσσόμενη οικονομία την χρειάζεται για την ενέργεια, τους φυσικούς πόρους και την δράση της στην αγορά των αφρικανικών κρατών. Ως αναδυόμενη δύναμη την χρειάζεται για την πολιτική υποστήριξη αφρικανών ηγετών σαν προπύργιο έναντι στην Δύση[20].

























[1] Matt Rosenberg, The Berlin Conference of 1884-1885 to Divide Africa, Thpught.Co, 24 Σεπτεμβρίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.thoughtco.com/berlin-conference-1884-1885-divide-africa-1433556)
[2] Benjamin Talton, The Challenge of Decolonization in Africa, Schomburg-Mellon Humanities Summer Institute (Διαθέσιμο σε: http://exhibitions.nypl.org/africanaage/essay-challenge-of-decolonization-africa.html)
[3] Panos Mourdoukoutas, )του 2018 ( a Doing in Africa,  in Africa, What is China Doing in Africa, The Forbes, 4Αυγούστου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.forbes.com/sites/panosmourdoukoutas/2018/08/04/china-is-treating-africa-the-same-way-european-colonists-did/#628b7a6b298b)
[4] Noah Smith, The Future is in Africa and China knows it, Τhe Bloomberg, 21 Σεπτεμβρίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.bloomberg.com/opinion/articles/2018-09-21/africa-economy-west-should-try-to-match-chinese-investment)
[5] Princeton N. Lyman, China’s Rising Role in Africa, Council on Foreign Relations, 21  Ioυλίου 2005 (Διαθέσιμο σε: https://www.cfr.org/report/chinas-rising-role-africa)
[6] Kingsley Ighobor, China in the heart of Africa, Africa Renewal, Ιανουάριος 2013 (Διαθέσιμο σε: https://www.un.org/africarenewal/magazine/january-2013/china-heart-africa)
[7] J.B. Maverick, The three reasons why Chinese invest in Africa, Investopedia, 14 Οκτωβρίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.investopedia.com/articles/active-trading/081315/3-reasons-why-chinese-invest-africa.asp)
[8] Deborah Bräutigam, U.S. politicians get China in Africa all wrong, The Washington Post, 12 Απριλίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.washingtonpost.com/news/theworldpost/wp/2018/04/12/china-africa/?utm_term=.ce742ba213a1)
[9] J.B. Maverick, The three reasons why Chinese invest in Africa, Investopedia, 14 Οκτωβρίου 2018   (Διαθέσιμο σε: https://www.investopedia.com/articles/active-trading/081315/3-reasons-why-chinese-invest-africa.asp)
[10] China raises fears of 'new colonialism' with $60 billion investment across Africa, The Telegraph, 3  Σεπτεμβρίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.telegraph.co.uk/news/2018/09/03/china-invest-60-billion-across-continent-raising-fears-new-colonialism/)
[11] Andrew Jacobs, Joyous Africans Take to the Rails with China’s Help, The New York Times, 7 Φεβρουαρίου 2017 (Διαθέσιμο σε: https://www.nytimes.com/2017/02/07/world/africa/africa-china-train.html)
[12]China defends plans to spend $60bn in Africa over three years, Τhe Guardian, 4 Σεπτεμβρίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.theguardian.com/world/2018/sep/04/china-defends-plans-to-spend-60bn-in-africa-over-three-years)
[13]What the future looks like, The Economist, 1 Νοεμβρίου 2011 (Διαθέσιμο σε: https://www.economist.com/prospero/2011/11/01/what-the-future-looks-like)
[14] Lily Kuo & Niko Kommenda, What is China’s Belt & Road initiative?, The Guardian (Διαθέσιμο σε: https://www.theguardian.com/cities/ng-interactive/2018/jul/30/what-china-belt-road-initiative-silk-road-explainer)
[15] Monica Wang, China’s strategy in Djibouti: mixing commercial and military interests, Council on Foreign Relations. 13 Απριλίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.cfr.org/blog/chinas-strategy-djibouti-mixing-commercial-and-military-interests)
[16] Nyshka Chandran, China says it will increase its military presence in Africa, CNBC, 27 Ιουνίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.cnbc.com/2018/06/27/china-increases-defence-ties-with-africa.html)
[17] Salem Solomon & Casey Frechette, Corruption is wasting Chinese momey in Africa, Foreign Policy, 13  Σεπτεμβρίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://foreignpolicy.com/2018/09/13/corruption-is-wasting-chinese-money-in-africa/)
[18] Τζιμπουτί – Ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος» έχει την δική του Καζαμπλάνκα, Via Diplomacy, 3 Δεκεμβρίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://www.viadiplomacy.gr/tzimpouti-o-neos-psichros-polemos-echi-tin-diki-tou-kazamplanka/)
[19] Τetsushi Takahashi & Kensaku Ihara, China verges on luring all of Africa away from Taiwan, Nikkei Asian Review, 18 Ιουνίου 2018 (Διαθέσιμο σε: https://asia.nikkei.com/Politics/International-Relations/China-verges-on-luring-all-of-Africa-away-from-Taiwan)
[20] Steven Kuo, China’s investment in Africa-The African perspective, The Forbes, 8 Ιουλίου 2015 (Διαθέσιμο σε: https://www.forbes.com/sites/riskmap/2015/07/08/chinas-investment-in-africa-the-african-perspective/#504abb04459e)
Share:

Οι Μυστικές Υπηρεσίες στη Ρωσία μέσα από την δράση της GRU

της Τσακάλου Κωνσταντίνας


Η κατασκοπεία στην ιστορία της Ρωσίας διαδραμάτισε καίριο και διαχρονικό ρόλο, τόσο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, όσο και στην επίτευξη γεωπολιτικών στόχων, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό  από τον 19ο κιόλας αιώνα, όπου ο ανταγωνισμός σε επίπεδο κατασκοπείας ανάμεσα στην Ρωσία και τη Μεγάλη Βρετανία, γνωστός στους Ρώσους ως “The tournament of Shadows” ή “The Great Game” για τους Δυτικούς, σχετικά με τον έλεγχο εδαφών της Ασίας και ιδίως της Ινδίας πήρε μεγάλες διαστάσεις και αυξήθηκε ραγδαία[1].

            Η διαχρονική αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο δυνάμεις είχε προκαλέσει τον φόβο ότι η μία Μυστική Υπηρεσία είχε καταφέρει να παρεισφρήσει στις τάξεις των Μυστικών Πληροφοριών της άλλης. Το μέγεθος του συγκεκριμένου φόβου γίνεται εμφανές μέσα από την επιχείρηση Barbarossa, κατά την οποία ο Στάλιν δεν εμπιστεύθηκε τις πληροφορίες που είχε συλλέξει από τις Υπηρεσίες της GRU και της NKDV, καθώς θεωρούσε ότι αυτές ήταν αποτέλεσμα ανάμειξης της Μεγάλης Βρετανίας. Έτσι, κατέστη λανθασμένος αναλυτής πληροφοριών, γεγονός που του κόστισε τεράστιες ανθρώπινες απώλειες και υλικές ζημιές[2]. Η Επιχείρηση Barbarossa, ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά λάθη του Στάλιν, κατέδειξε στον ιστορικό του μέλλοντος ότι η πληροφόρηση δεν αρκεί να είναι σωστά εντοπισμένη, αλλά και ότι ο εκάστοτε ηγέτης οφείλει να την αξιοποιεί με σωστή κρίση και κατάλληλο χειρισμό.  

Κάνοντας μια χρονολογική μετάβαση σε περιόδους μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, παρατηρούμε ότι η Ρωσία, σε μια εποχή γενικής αναπροσαρμογής και αλλαγών, υπολείπονταν στον τομέα της κατασκοπείας σε τεχνολογική ανάπτυξη και δυνατότητες καινοτομίας. Χαρακτηριστικά, την περίοδο 1993 οι πλήρως βιομηχανοποιημένες χώρες της Ευρώπης διέθεταν ως μέσα κατασκοπείας, το πιο εξελιγμένο σύστημα αλγόριθμου αποκρυπτογράφησης, Α5/1, ενώ την ίδια στιγμή στη Ρωσία η εν λόγω τεχνολογία δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη[3].

Η κατασκοπεία, στην προσπάθεια επίτευξης γεωπολιτικών στόχων, δεν σταματά ποτέ, ούτε ανάμεσα στις χώρες που διατηρούν καλές σχέσεις, ούτε μεταξύ συμμάχων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ότι την περίοδο 2001-2003 κατά την οποία Ρωσία και ΗΠΑ διατηρούσαν αρκετά καλές σχέσεις μεταξύ τους και έχαιραν αμοιβαίας εκτίμησης, η κατασκοπεία και η μυστική δράση διεξάγονταν κανονικά[4]. Μάλιστα, την ίδια περίοδο, η Ρωσία παρόλο το γεγονός ότι διέθετε αδελφικές σχέσεις με την Κούβα, κατείχε στο έδαφός της σύστημα πληροφόρησης, το οποίο, λόγω οικονομικής αδυναμίας, απεσύρθη[5].   

Μία από τις σημαντικότερες και παλαιότερες Υπηρεσίες Πληροφοριών της Ρωσίας σήμερα δεν είναι άλλη από την GRU. Η GRU ή αλλιώς Main Intelligence Directorate  αποτελεί την Υπηρεσία Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Ρωσίας. Λειτουργώντας ως Στρατιωτική Υπηρεσία παροχής Πληροφοριών, η GRU λογοδοτεί στον Αρχηγό Γενικού Επιτελείου, Στρατηγό Γερασίμοφ και στον Υπουργό Άμυνας Σόιγκου,  αποσκοπώντας στην στρατιωτική, την οικονομική, αλλά και την τεχνολογική ασφάλεια[6]. 

Η GRU ή Glavnoye Razvedyvatelnoye Upravlenie, ιδρύθηκε το 1918 από τον Trotsky[7] και υιοθέτησε τον εξής τίτλο τον Ιούνιο του 1942. Η δράση της υπηρεσίας παρέμενε μυστική στη Δύση μέχρι το 1937, όταν ο Walter Krivitsky, πράκτορας με μη επίσημη κάλυψη,  πρόδωσε την ύπαρξή της[8].

Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι στις δύο πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας της, η GRU είχε ως βασική αποστολή της την εγκατάσταση Illegals, δηλαδή πρακτόρων με μη επίσημη κάλυψη, στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική, με κύριο μέλημα την συλλογή πληροφοριών που σχετίζονταν με την απόκτηση τεχνογνωσίας ως προς την ανάπτυξη και ενίσχυση της στρατιωτικής και αμυντικής της βιομηχανίας[9]. Ύστερα από μία περίοδο ύφεσης, τη δεκαετία 1950-1960, στην οποία το στάτους και η αίγλη της Υπηρεσίας είχε διαβρωθεί ως ένα βαθμό[10], η μυστική δράση της GRU περιελάμβανε την αποστολή illegals όχι μόνο στην Δύση και στην Ασία, αλλά και σε κράτη συμμαχικά προς εκείνη, όπως κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, σε περιόδους κρίσης, με σκοπό τον εντοπισμό των αντιφρονούντων και μετέπειτα την σύλληψή τους[11].

Με αφορμή την αναφορά στους Illegal πράκτορες, αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης οι πράκτορες με επίσημη κάλυψη ονομάζονταν Rezidents, ενώ η βάση πληροφόρησης Rezidentura. Το συγκεκριμένο είδος κατασκόπων θεωρείται και πιο ωφελημένο από το προηγούμενο, εφόσον, προσφέρονταν σε εκείνους συστήματα αποκρυπτογράφησης, ενώ διέθεταν τη δυνατότητα να ασκούν μυστική δράση μέσα από Πρεσβείες, Προξενεία αλλά και Μόνιμες Κατοικίες Διπλωματών[12]. 

Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η GRU, έχοντας δημιουργήσει ένα δίκτυο δράσης, αλλά και διαθέτοντας δικές της ειδικές δυνάμεις, τις οποίες εκπαιδεύει η ιδία, από την αρχή της ύπαρξής της, έδρασε ως ένα όργανο με εξωστρέφεια. Οι στόχοι που τίθενται στο επίκεντρο των ενεργειών της αφορούν την όσο το δυνατόν εγκυρότερη συλλογή πληροφοριών, τις οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν όχι μόνο για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά και για την εκπλήρωση οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτικών επιδιώξεων.

Στην προσέγγιση και την μελέτη της GRU είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά στο όνομα του Ivashutin Petr Ivanovich, ο οποίος υπήρξε ένα πρόσωπο με κομβικό ρόλο και θέση στις Μυστικές Υπηρεσίες της Σοβιετικής Ένωσης και μάλιστα της GRU. Επιτελώντας χρέη Αρχηγού από το 1963 κατάφερε να αναβαθμίσει τις τεχνολογικές δυνατότητες της Υπηρεσίας και να την καταστήσει αξιοσημείωτη δύναμη[13].

Φτάνοντας στην μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης εποχή, η GRU, ύστερα από μία περίοδο μετάβασης σε ένα διαφορετικό διεθνές σύστημα, επικεντρώνει κατά κύριο λόγο την δράση της σε ενέργειες και σχέδια εξόντωσης του τρομοκρατικού στοιχείου[14]. Πληροφορία η οποία δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη αποτελεί ότι επί Προεδρίας Putin η κατασκοπεία άνθισε και τέθηκε υπό διαφορετική βάση[15]. Προφανώς, το γεγονός αυτό έχει κάποιο βαθμό σύνδεσης με το ότι ο νυν Πρόεδρος έχει υπάρξει και ο ίδιος Αξιωματικός Μυστικής Υπηρεσίας. Μάλιστα, την περίοδο 2005-2007 η GRU έχει προχωρήσει σε πλήρη μεταρρύθμιση θέλοντας να ενσωματώσει όλες τις στρατιωτικές και επιχειρησιακές λειτουργίες σε ένα όργανο[16].

Οι σχέσεις που καθορίζονται ανάμεσα σε δύο κράτη καθορίζουν και τον βαθμό διείσδυσης των απόρρητων ενεργειών που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό τους. Για παράδειγμα, η GRU είχε χορηγήσει στην Al-Harrah της Συρίας σύστημα πληροφόρησης, το οποίο έλεγχε τις θέσεις των Ισραηλινών στα Υψίπεδα του Γκολάν. Η εν λόγω εγκατάσταση λεηλατήθηκε το 2014 από τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό. Πλέον, η μόνη πηγή πληροφόρησης στην περιοχή εντοπίζεται στο Ταρτούς της Συρίας, όπου η GRU διαθέτει ένα SIGINT Intercept Station[17]. Ο έλεγχος και η επιρροή της Συρίας από την Ρωσία θεωρείται κομβικής σημασίας, μιας και μέσω εκείνης ελέγχονται κράτη με γέω-στρατηγική βαρύτητα. Επομένως, η ισχύ και η επιρροή που διαθέτει η Ρωσία στο συγκεκριμένο έδαφος αποτελεί ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, από το οποίο, μέσω της πολύτιμης βοήθειας του Intelligence, εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου.     

Η παραδοσιακή αντιπαλότητα και τα αντίθετα συμφέροντα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας είχαν οδηγήσει τη Ρωσία στο στόχαστρο σχετικά με την δράση των Μυστικών της Υπηρεσιών. Στις μέρες μας, η ύπαρξη της GRU άρχισε να απασχολεί την κοινή γνώμη από το 2014 κι έπειτα, ύστερα από τις φήμες ότι η Υπηρεσία κρύβονταν πίσω από την υπόθεση της Κριμαίας και συγκεκριμένα, μέσα από τις ενέργειες για την κατάληψη της περιοχής από τα λεγόμενα «πράσινα ανθρωπάκια». Έκτοτε, οι κατηγορίες περί ανάμειξης της Ρωσίας και της GRU, στο σκάνδαλο των Αμερικανικών Προεδρικών Εκλογών του 2016, στην υπόθεση Skripal, αλλά και η επίθεση από hackers στους Οργανισμούς Αντιντόπινγκ και στους Οργανισμούς για την Απαγόρευση Χημικών Όπλων, έχουν αμβλύνει ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ των δύο αυτών κόσμων.

Αναφερόμενοι πρώτα στην περίπτωση των Προεδρικών Εκλογών, παρατηρούμε ότι η Ρωσία κατηγορείται περί επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, τοποθέτησης κακόβουλου λογισμικού και διαρροής των πληροφοριών σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και σε διαδικτυακές πλατφόρμες, όπως, τα Wiki leaks[18]. Επί της ουσίας, πρόκειται για κυβερνό-επίθεση ενάντια στο λογισμικό την Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ. Το όνομα της GRU συνδέεται με την υπόθεση, μιας και της έχει αποδοθεί συμμετοχή στο δεύτερο group επιθέσεων που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2016, γνωστό και ως Advanced President Threats 2 (APT2). Σύμφωνα με πηγές, η GRU κατηγορείται ότι χρησιμοποίησε ως persona το Guccifer 2.0, μέσω του οποίου κατάφερε να διεισδύσει στο σύστημα και να διαρρεύσει τις πληροφορίες[19]. Η Δύση επ’ αφορμή του γεγονότος, έσπευσε να κατονομάσει την GRU ως μεγάλο «κυβερνοπαίκτη» αποδίδοντάς της την ιδιότητα του επιθετικού και καλά αμειβόμενου οργανισμού. Παρότι η Ρωσία έχει αρνηθεί τις εξής κατηγορίες που αποδίδονται σε βάρος της, η Αμερική έχει επιβάλει κυρώσεις σε αξιωματούχους της GRU, συμπεριλαμβανομένου του τέως και προσφάτως αποθανόντος από μακροχρόνια ασθένεια Αρχηγού, Igor Korobov[20].

Η αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας στο εν λόγο ζήτημα λειτουργεί στο πλαίσιο της πάγιας και διαχρονικής στρατηγικής που ακολουθείται απέναντι στην Ρωσία. Συγκεκριμένα, η Πρωθυπουργός Theresa May, από κοινού με τον Γερμανό Πρωθυπουργό όχι μόνο καταδίκασαν την εν λόγο πράξη, αλλά προχώρησαν και σε σχολιασμούς που βάλλονταν ενάντια στην χώρα, αφήνοντας σαφείς υπαινιγμούς σχετικά με την διατάραξη και την καταπάτηση των κανόνων της διεθνούς ασφάλειας[21]. Προφανώς, οι κατηγορίες που εξαπολύονται από την Δύση ενάντια στην Ρωσία έχουν ως στρατηγικό στόχο να τονίσουν την ιδεολογική διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, καθώς επίσης και  να αυξήσουν το αίσθημα της ανασφάλειας που προκαλείται εξ’ αιτίας των υβριδικών απειλών, οι οποίες σύμφωνα με δυτικές πηγές έχουν αποκλειστικό ύποπτο την Ρωσία.

Η δεύτερη υπόθεση στην οποία η GRU θεωρείται αναμεμειγμένη από δυτικές πηγές είναι η απόπειρα δηλητηρίασης του Sergei Skripal και της κόρης του. Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι στρατιωτικός ιατρός της GRU εμπλέκεται στην υπόθεση, κατηγορία την οποία απαρνείται έντονα η Ρωσία[22]. Μάλιστα, η συγκεκριμένη κατάσταση γίνεται ακόμη περισσότερο περίπλοκη από τη στιγμή που το όνομα του Igor Korobov συγκαταλέγεται στην λίστα με τα ονόματα που εμπλέκονται της υπόθεσης.

Η απόπειρα δηλητηρίασης του Skripal αλλά και της κόρης του, έλαβε ραγδαίες πολιτικές διαστάσεις, οι οποίες τόνισαν για ακόμη μια φορά το τεράστιο ιδεολογικό και γεωπολιτικό χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην Ρωσία και στη Δύση. Συγκεκριμένα, οι κατηγορίες κατά της Ρωσίας ως προς την εν λόγω υπόθεση είχαν ως αποτέλεσμα την απέλαση Ρώσων Διπλωματών σε Ευρώπη και Αμερική, καθώς επίσης και την απόφαση του Λευκού Οίκου σχετικά με τα κλείσιμο του Προξενείου της Ρωσίας στην περιοχή του Seattle, εξ’ αιτίας φόβων περί τυχόν υποκλοπής πληροφοριών από τη γειτονική βάση υποβρυχίων και την εταιρεία Boeing,[23] οι οποίες εν δυνάμει  θα έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια των ΗΠΑ.  

Οι δύο πρόσφατες κατηγορίες που απαγγέλλονται στην ρωσική Υπηρεσία Πληροφοριών πιθανώς να εμπεριέχουν μέσα τους μία δόση αλήθειας ή ακόμη και να είναι πλήρως ορθές. Σίγουρα όμως, τέτοιου είδους περιστατικά θεωρούνται ευκαιρία για την Δύση και μάλιστα την αιώνιο αντίπαλο, Μεγάλη Βρετανία, να θέσει στο στόχαστρο την Ρωσία και με έμμεσα μέσα να την υποδείξει ως υποδεέστερη και επικίνδυνη στις εντυπώσεις της διεθνούς κοινότητας. Εάν μάλιστα αναλογιστούμε το ρητό το οποίο ισχυρίζεται ότι οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους, σε συνδυασμό με την προάσπιση των αξιών και των ιδεών που διακηρύσσονται στο δυτικό μέτωπο, η απόδοση στην Ρωσία ενεργειών που καταπατούν τους ηθικούς κώδικες και αψηφούν τις ιδεολογικές νόρμες, όπως είναι η διάβρωση μιας δημοκρατικής διαδικασίας και η απόπειρα στέρησης μια ανθρώπινης ζωής χωρίς κόστος, θέτουν την Ρωσία σε θέση μειονεκτική και ιδεολογικά ελλιπή σε σχέση με τους δημοκρατικούς θεσμούς της Ευρώπης και της Αμερικής.   

Πρόσφατη εξέλιξη στην ιστορία της GRU θεωρείται η απόκτηση νέου Αρχηγού στην Υπηρεσία ύστερα από τον θάνατο του τέως Αρχηγού Igor Korobov. Σύμφωνα με πηγές, για πρώτη φορά τοποθετείται στην διοίκηση της Υπηρεσίας μέλος του Ναυτικού και μάλιστα Αντιναύαρχος, χωρίς ωστόσο το Κρεμλίνο να έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής σε επιβεβαίωση της είδησης[24]. Ο νέος Αρχηγός έχει απασχολήσει ποικιλοτρόπως τη διεθνή κοινότητα μιας και έχει συμμετάσχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Συρία, ενώ βρίσκεται κι εκείνος στις λίστες των Αμερικάνων σχετικά με τις Εκλογές του 2016 και την απόπειρα υπονόμευσης της δημοκρατίας.

Εν κατακλείδι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι Μυστικές Υπηρεσίες στην Ρωσία, όπως και σε οποιαδήποτε άλλη Μεγάλη Δύναμη, έχουν πρωτίστως ρόλο εθνοκεντρικό και αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση στρατιωτικών, οικονομικών, τεχνολογικών, αλλά και γεωστρατηγικών συμφερόντων. Η δράση τους, δια μέσω της κατασκοπείας, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις μεταβολές των διεθνών εξελίξεων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την διεξαγωγή της κατασκοπείας είναι η πληροφόρηση, η οποία λαμβάνεται από τις Μυστικές Υπηρεσίες, να είναι αληθής και να αναλύεται με ορθολογισμό ώστε να αποφεύγονται  στρατηγικά λάθη. Η GRU είναι μία Υπηρεσία με έντονη προϊστορία και συνέχεια στο χρόνο. Ωστόσο, οι φερόμενες αποτυχίες της, οι οποίες έχουν γίνει γνωστές δημοσίως, πιθανώς να έχουν διαβρώσει τόσο την αξιοπιστία και το κύρος της Υπηρεσίας, όσο και την εμπιστοσύνη της ίδιας της Κυβέρνησης προς εκείνη, κατόπιν των όσων έχουν λεχθεί γύρω από το όνομά της. Ενδεχομένως, οι αστοχίες αυτές να δημιουργούν εκ νέου ερωτηματικά ως προς την λειτουργία της GRU, τα οποία η ίδια θα κλιθεί να αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον.   

     





















[1] K. Lee Lerner, Brenda Wilmolth Lerner, Encyclopedia of Espionage, Intelligence, and Security, Thomson Gale, 1991, p. 70-71.
[2] Robert W. Pringle, Historical Dictionaries of Intelligence and Counterintelligence, No5, The Scarecrow Press, Inc., 2006, p.22.  
[3] K. Lee Lerner, Brenda Wilmolth Lerner, Encyclopedia of Espionage, Intelligence, and Security, Thomson Gale, 1991, p.73.
[4] K. Lee Lerner, Brenda Wilmolth Lerner, Encyclopedia of Espionage, Intelligence, and Security, Thomson Gale, 1991, p.455.
[5] Mark M. Lowenthal, Intelligence from Secrets to Policy, CQ Press, 2009, p.347.
[6] Guy Faulconbridge, “What is Russia’s GRU military intelligence agency?”, Reuters, October 5 2018, [Online at:  https://www.reuters.com/article/us-britain-russia-gru-factbox/what-is-russias-gru-military-intelligence-agency-idUSKCN1MF1VK ]
[7] Robert W. Pringle, Historical Dictionaries of Intelligence and Counterintelligence, No5, The Scarecrow Press, Inc., 2006, p.105.
[8] Nigel West, Historical Dictionary of International Intelligence, Rowman & Littlefield Publishing Group, 2015. P.146.    
[9] Robert W. Pringle, Historical Dictionaries of Intelligence and Counterintelligence, No5, The Scarecrow Press, Inc., 2006, p.106.
[10] Robert W. Pringle, ibid.
[11] Robert W. Pringle, Historical Dictionaries of Intelligence and Counterintelligence, No5, The Scarecrow Press, Inc., 2006, p.120.
[12] Robert W. Pringle, Historical Dictionaries of Intelligence and Counterintelligence, No5, The Scarecrow Press, Inc., 2006, p.222.
[13] Robert W. Pringle, Historical Dictionaries of Intelligence and Counterintelligence, No5, The Scarecrow Press, Inc., 2006, p.123.
[14] Robert W. Pringle, Historical Dictionaries of Intelligence and Counterintelligence, No5, The Scarecrow Press, Inc., 2006, p.250.
[15]Mark M. Lowenthal, Intelligence from Secrets to Policy, CQ Press, 2009, p.347. 
[16] Lefebvre, Stéphane and McDermott, Roger N., 'Intelligence Aspects of the 2008 Conflict between Russia and Georgia', The Journal of Slavic Military Studies, 2009, p.6 [Online at: http://dx.doi.org/10.1080/13518040802695225]. 
[17]Nigel West, Historical Dictionary of International Intelligence, Rowman & Littlefield Publishing Group, 2015. P.334. 
[18] Barry H. Berke, Dami R. James, Noah Bookbinder and Norman L. Eisen, Considering Collusion: A Primer on Potential Crimes, October 31 2018, p.8.    
[19] Alina Polyakova, Spencer P. Boyer, The Future of Political Warfare: Russia, The West and the coming Age of Global Digital Competition, Brookings-Robert Bosch Foundation Translating Initiative, March 2018, p.9-10. [Online at: https://www.brookings.edu/wp-content/uploads/2018/03/the-future-of-political-warfare.pdf ]
[20] Guy Faulconbridge, “What is Russia’s GRU military intelligence agency?”, Reuters, October 5 2018, [Online at:  https://www.reuters.com/article/us-britain-russia-gru-factbox/what-is-russias-gru-military-intelligence-agency-idUSKCN1MF1VK ]
[21] Samuel Osborne, Russia cyber attacks- as it happened: GRU accused of targeting Dutch chemical weapons body and Porton Down, October 4, 2018, [Online at: https://www.independent.co.uk/news/world/europe/russia-cyber-attack-live-updates-gru-spies-dutch-opcw-chemical-weapons-latest-salisbury-porton-down-a8568371.html ] 
[22]David Milliken, Second Russian blamed for Skripal poisoning named as GRU doctor: Bellingcat, Reuters, October 8, 2018, [Online at:  https://www.reuters.com/article/us-britain-russia/second-russian-blamed-for-skripal-poisoning-named-as-gru-doctor-bellingcat-idUSKCN1MI234?feedType=RSS&feedName=worldNews ]
[23] Trump orders expulsion of 60 Russian diplomats, closure of Seattle consulate, CBS News, 26 March 2018, [Online at: https://www.cbsnews.com/news/trump-orders-expulsion-of-60-russian-diplomats-closure-of-seattle-consulate/]
[24] Vice-Admiral Kostyukov appointed as chief of Russia's military intelligence — source, TASS Russian News Agency, 10 December 2018, [Online at: http://tass.com/defense/1035212 ]  

Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου