Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Τουρκία – Ευρωπαϊκή Ένωση: Δύο χρόνια μετά τη Συμφωνία για τους Πρόσφυγες

της Χριστίνας Χαχαμίδη

Οι Αραβικές εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν πριν από περίπου εφτά χρόνια στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, είχαν ζοφερά αποτελέσματα, τα οποία άλλαξαν ριζικά την κατάσταση στην περιοχή. Οι καθεστωτικές αλλαγές, οι οποίες εξελίχθηκαν -σε αρκετές περιπτώσεις- σε εμφύλιες συρράξεις, οδήγησαν στον εκτοπισμό εκατομμυρίων[1] ανθρώπων από τις εστίες τους, προκειμένου να επιβιώσουν από τη μάστιγα του πολέμου.                                                                                                             Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούσα ο κυριότερος αποδέκτης των πρωτοφανών σε μέγεθος προσφυγικών ροών, επιδιώκοντας τον περιορισμό των ρευμάτων αυτών, το Μάρτιο του 2016, ήρθε σε συμφωνία[2] με την Τουρκία, η οποία αποτελεί μία από τις βασικές οδούς του μεταναστευτικού διαδρόμου για την Ευρώπη. Η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, μετρά ήδη δύο χρόνια ισχύος και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σημεία συνεργασίας στις κατά τα άλλα τεταμένες μεταξύ τους σχέσεις.                         Τα κυριότερα σημεία της συμφωνίας περιστρέφονται γύρω από τις κοινές επιδιώξεις και τα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων μερών. Αφενός, από την πλευρά της Τουρκίας, η βασική της δέσμευση αφορά την επιστροφή των προσφύγων στην ίδια, οι οποίοι έως το 2016 είχαν φτάσει στην Ελλάδα, με σκοπό μετέπειτα να προωθηθούν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, εξασφαλίζοντας την επιβίωσή τους. Αφετέρου, καθώς η πολιτική που ακολουθεί η Ένωση είναι μία πολιτική περιορισμού των προσφυγικών ροών, μία εκ των δεσμεύσεων της προς την Τουρκία είναι η εκταμίευση έξι δις δολαρίων, προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες για την επιβίωση και προσαρμογή τους στη χώρα. Επιπλέον, δεσμεύεται για την επανέναρξη των ενταξιακών συνομιλιών με την Άγκυρα, όπως και την παραχώρηση δωρεάν visa στους πολίτες της χώρας για να ταξιδεύουν στα κράτη της Ένωσης.                                                                                                                
  Όπως διαπιστώνεται από τα παραπάνω, πρόκειται για μία συμφωνία, η οποία βασίζεται στην «καλή πίστη» των δύο εμπλεκομένων μερών, καθώς οι επιδιώξεις του κάθε μέρους μέσω της σύμπραξης αυτής έχουν πολλές διαφορές. Από τη μία η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να σταματήσει την είσοδο των προσφυγικών ρευμάτων στο έδαφός της μέσα από το Αιγαίο Πέλαγος, και παράλληλα να αποτρέψει κάθε επόμενη προσπάθεια μετεγκατάστασης, δεσμεύεται για την οικονομική εξασφάλιση της προστασίας τους, ορίζοντας ως χώρας υποδοχής τους την Τουρκία, η οποία μέσα από αυτή τη συνεργασία, αποσκοπεί στην κάλυψη ίδιων συμφερόντων, αφού η χορήγηση visa στους πολίτες της, θεωρητικά την φέρνει πιο κοντά στην Ένωση.                                                            
Παρόλο που οι δεσμεύσεις αυτές θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί εξ ολοκλήρου και από τις δύο ενδιαφερόμενες πλευρές, κάτι τέτοιο απέχει από την πραγματικότητα. Μέχρι στιγμής, το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφυγικών ροών έχει μειωθεί, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από την καταγεγραμμένη μείωση των τραυματισμών και των θανάτων των ανθρώπων, κατά την προσπάθεια τους να διασχίσουν το Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό πως, με βάση τα στοιχεία που καταγράφει ο ΟΗΕ,[3] αλλά και τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4] για την άφιξη των προσφύγων, υπολογίζεται περίπου ότι ο αριθμός των ατόμων που έφθαναν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2015, ανερχόταν στις δέκα χιλιάδες για κάποιες μέρες. Οι συνολικοί αριθμοί για το 2015 και το 2016 ανέρχονται στις 857 και 173 χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι πέρασαν από την Τουρκία μέσω θαλάσσης στο ελληνικό έδαφος. Λόγω της συμφωνίας Τουρκίας – ΕΕ, τα άτομα για το 2018,[5] μέχρι στιγμής, συνολικά υπολογίζονται γύρω στις 6 χιλιάδες, καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την τεράστια μείωση του ποσοστού, κάτι το οποίο σηματοδοτεί εν μέρει την επιτυχή υλοποίηση ενός εκ των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το συγκεκριμένο ζήτημα.                                                                                                            Ακόμη, σχετικά με τις υπόλοιπες δεσμεύσεις, από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, έως και το Μάρτιο του 2018, έχουν εκταμιευθεί 6 δις δολάρια[6] προς την Τουρκία, με σκοπό την εξασφάλιση της επιβίωσης των ανθρώπων αυτών. Είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί πως τα χρήματα δεν δόθηκαν στο τουρκικό κράτος, αλλά απευθείας στους αρμόδιους φορείς[7] με σκοπό να καλυφθούν έστω οι βασικές ανάγκες τους, δηλαδή το ελάχιστο της προστασίας τους. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών των φορέων είναι διεθνείς, ενώ ανάμεσα σε όσους έχουν αναλάβει την παροχή βοήθειας βρίσκονται και κάποιες εθνικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες μαζί με τους υπόλοιπους φροντίζουν για την υλοποίηση των προγραμμάτων, όπως αυτά έχει ορίσει η Ένωση κατά τη συμφωνία και με στόχο την προστασία των προσφύγων και την ένταξη τους σε ένα κοινωνικό γίγνεσθαι. Στα προγράμματα[8] αυτά συμπεριλαμβάνεται πέρα από την τροφή, τη στέγη και όλα τα απαραίτητα εφόδια για την επιβίωση, η εκπαίδευση και η παροχή ιατρικής περίθαλψης για τα άτομα που έχουν ανάγκη.                                                                                          Όσον αφορά την χορήγηση visa στους Τούρκους πολίτες, καθώς και την επανέναρξη των ενταξιακών συνομιλιών για τη χώρα, οι δεσμεύσεις αυτές προς το παρόν έχουν παγώσει λόγω της συνεχούς έντασης στις σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών, στις οποίες τα δύο τελευταία χρόνια, παρά τη συμφωνία και το «κλίμα συνεργασίας», επικρατεί συνεχής αστάθεια και το κλίμα είναι ιδιαιτέρως τεταμένο. Για αυτό το λόγο, σε συνδυασμό με την παρούσα κατάσταση στην Τουρκία, ιδιαίτερα μετά την προσπάθεια πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και την «ανελεύθερη δημοκρατία» της χώρας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αφήσει προς στιγμήν στο περιθώριο κάθε συζήτηση για ένταξη της χώρας ως μέλος της, καθώς και τη διαδικασία για έκδοση visa.            
   Μολονότι οι σχέσεις των δύο πλευρών τείνουν να φθίνουν, δεν έχει τεθεί ζήτημα κατάργησης της συμφωνίας σε ουσιαστική βάση. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ούτε και η Τουρκία δεν επιθυμούν πραγματικά τη διάλυση της συμφωνίας, παρότι μέχρι πρότινος και λόγω της μεταξύ τους αποσταθεροποίησης υπήρξαν πιέσεις και από τις δύο πλευρές για καλύτερη διαχείριση και εκπλήρωση των συμφωνηθέντων σημείων. Δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί των ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι μεμονωμένα εκδήλωναν τις αμφιβολίες τους για την συνέχιση της συμφωνίας με την Τουρκία, μιας και η τελευταία δεν πληροί όλα τα εχέγγυα και τις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας.                                                                         
  Παρά το κλίμα αυτό, όμως, κανένας από τους εταίρους δεν έχει υποχωρήσει, ιδιαίτερα εφόσον μέχρι τώρα εξυπηρετούνται σε ένα βαθμό τα κίνητρα και τα συμφέροντα και των δύο. Για την Τουρκία, είναι πολύ σημαντική η συνεργασία με την Ένωση, παρόλο που η κυβέρνηση Erodgan τείνει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την προοπτική της ένταξης στον φορέα, κυρίως λόγω των εσωτερικών της μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, η συγκεκριμένη συμφωνία με την Τουρκία, κρατά μακριά από το ευρωπαϊκό έδαφος τα προσφυγικά ρεύματα, γεγονός που την καθιστά επιτυχημένη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και απομακρύνει το φόβο της για περαιτέρω αντιμετώπιση των προσφύγων που ζητούν άσυλο. Για την τελευταία, η διάλυση της συμφωνίας θα έχει κόστος για την ευρύτερη στρατηγική που ακολουθεί στα ζητήματα διαχείρισης που αφορούν την μεταναστευτική πολιτική, καθότι η ΕΕ έχει συνάψει παρόμοιες συμφωνίες με κράτη όπως το Μαρόκο και η Τυνησία.
Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον η συμφωνία είναι σε ισχύ, το ίδιο συμβαίνει και με τις δεσμεύσεις. Ωστόσο, είναι μείζονος σημασίας πως οι δεσμεύσεις αυτές καλύπτουν περισσότερο το πολιτικό τμήμα της συμφωνίας, χωρίς να εξετάζουν εις βάθος την ανθρωπιστική διάσταση του ζητήματος. Ουσιαστικά, ανακύπτουν αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο η Τουρκία θεωρείται «ασφαλής χώρα», έτσι ώστε να δύναται να φιλοξενεί 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία, προσφέροντάς τους τα απαραίτητα για την προστασία τους και μετέπειτα εξασφαλίζοντάς τους την πλήρη ένταξή στην κοινωνία. Παρά το γεγονός ότι με βάση τα κριτήρια, τα οποία τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, η Τουρκία τυπικά ανήκει στο καθεστώς της «ασφαλούς χώρας»[9] υποδοχής των προσφύγων, η πραγματικότητα ίσως απέχει αρκετά.                                                                       
 Καταρχάς, είναι αμφίβολο το κατά πόσο μπορεί να θεωρείται ασφαλής χώρα για τους πρόσφυγες, η Τουρκία, στην οποία λόγω των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων και του καθεστώτος «ανελεύθερης δημοκρατίας» παρατηρείται αυξανόμενη υποβάθμιση των δημοκρατικών αξιών και κατά συνέπεια του σεβασμού και της προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λογικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης αποτελεί και η αντίστοιχη στάση της Τουρκίας απέναντι στα εκατομμύρια προσφύγων που περιμένουν να ορθοποδήσουν κάποια στιγμή, εξασφαλίζοντας την προστασία και το σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Η συγκέντρωση, ωστόσο, όλων των εξουσιών στα χέρια του Προέδρου της χώρας, Erodgan, λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την εξέλιξη της κοινωνίας, έτσι ώστε να υπάρξει μια γενικότερη πρόοδος στο ζήτημα. Παρόλο που η τουρκική κυβέρνηση δεν αποδέχεται ότι υιοθέτηση των δημοκρατικών αρχών δεν είναι μία εκ των προτεραιοτήτων της, η έλλειψή τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, είναι αρκετά σημαντικός λόγος για να μη θεωρείται η Τουρκία μια «ασφαλής Τρίτη χώρα». Αυτό ίσως αποδεικνύει και μία βιασύνη από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υλοποίηση της συμφωνίας, μιας και σε αντίθετη περίπτωση θα ερχόταν αντιμέτωπη με πολλαπλά ρεύματα προσφύγων, τα οποία θα έπρεπε να αφομοιώσει στα κράτη μέλη της.         Επιπλέον, μολονότι τα χρήματα έχουν εκταμιευθεί και έχουν δοθεί στους αρμόδιους φορείς, κάτι τέτοιο δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι είναι αρκετά για να καλύψουν οτιδήποτε άλλο πέραν των βασικών αναγκών. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι εφικτό να δοθεί η δυνατότητα –τουλάχιστον όχι άμεσα– για πλήρη πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην ιατρική περίθαλψη, την αγορά εργασίας. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ένταξη στην κοινωνία, μιας και αν τα άτομα αυτά βρίσκονται στο περιθώριο, δεν τους δίνεται η ευκαιρία να γίνουν μέρος του κοινωνικού συνόλου και να μπορούν να απολαμβάνουν μιας καλύτερης καθημερινότητας. Συνεπώς, αν και τυπικά η Τουρκία, μπορεί σε γενικές γραμμές να θεωρηθεί μια ασφαλής χώρα, προκειμένου να δύναται να φιλοξενεί 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους που ζητούν άσυλο, κάτι τέτοιο δε συμβαδίζει με την κατάσταση στο εσωτερικό της, μιας και η εξασφάλιση της προστασίας τους και οι προοπτική για μια καλύτερη καθημερινή ζωή απομακρύνεται σταδιακά. 
Συμπερασματικά, είναι βέβαιο πως η συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας συνεισέφερε σημαντικά στη διαχείριση και τη μείωση των προσφυγικών ροών, ενώ παράλληλα με βάση τα συμφωνηθέντα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μια καλύτερη ποιότητα ζωής στους ανθρώπους αυτούς. Αν και υπάρχει μεν προσπάθεια και των δύο πλευρών να συντονιστούν και να παράσχουν την κατάλληλη βοήθεια, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των δικών τους κινήτρων, αυτή δεν είναι αρκετή για να εγγυηθεί την επιτυχία της συμφωνίας και τη μακροχρόνια εξασφάλιση των προσφύγων. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη συμφωνία ως μια προσωρινή λύση, αφενός για την απομάκρυνση των προσφυγικών ροών άμεσα από το ευρωπαϊκό έδαφος, και αφετέρου για την βραχυπρόθεσμη εξασφάλισή τους από το τουρκικό κράτος με τη συνεισφορά της Ένωσης, χωρίς να υπάρχουν σκέψεις για τη μετέπειτα κατάσταση που ίσως δημιουργηθεί, εξαιτίας της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής.         
 Καταλήγοντας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η συμφωνία αυτή αποδείχθηκε πολύ σημαντική για την μέχρι στιγμής βοήθεια που έχει προσφερθεί, αλλά και για την σχετική συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ. Αυτό που όμως έχει τη μεγαλύτερη σημασία, είναι η μη υποβάθμιση των δικαιωμάτων των προσφύγων, αλλά αντιθέτως η μακροπρόθεσμη εξασφάλιση μιας ποιότητας ζωής με πρόσβαση στην παιδεία, την εργασία, την υγεία και όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, την οποία δικαιούνται ανεξαιρέτως τόπου φιλοξενίας τους.







[1]Η Συρία αποτελεί το σημαντικότερο παράδειγμα εκτοπισμού των ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μάστιγα του πολέμου. Σύμφωνα με στοιχεία του 2018, περισσότερα από 11 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους αναζητώντας άσυλο. Τα 3,5 εκατομμύρια εξ αυτών φιλοξενούνται στην Τουρκία, ενώ στο Λίβανο, την Ιορδανία και το Ιράκ φιλοξενούνται περίπου 1,9 εκατομμύρια ακόμη. Στο εσωτερικό της Συρίας, 13,1 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια. Τα 6,1 εκατομμύρια εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία των εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων (internally displaced people), έχουν δηλαδή μετακινηθεί, αναζητώντας την επιβίωση σε άλλες περιοχές της χώρας. Διαθέσιμο υλικό: https://www.worldvision.org/refugees-news-stories/syrian-refugee-crisis-facts [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[2] Το κείμενο της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, διαθέσιμο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A22014A0507%2801%29 [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[3] UNHCR DATA, διαθέσιμο: https://data2.unhcr.org/en/situations/mediterranean [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[4] Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως εκδόθηκαν στην έκθεση για τα αποτελέσματα της εφαρμογής της συμφωνίας, στο διάστημα ενός έτους.  Βλ. European Commission, EU-Turkey Statement, One year on.
[5] Ibid, UNHCR DATA.
[6] Τα χρήματα που χορηγήθηκαν στην Τουρκία από την ΕΕ, δόθηκαν σε 2 δόσεις. Η πρώτη δόση των 3 δις δολαρίων αφορούσε τα έτη 2016 – 2017, ενώ η δεύτερη εκταμιεύθηκε τον περασμένο Μάρτιο, συμπληρώνοντας το ποσό των 6 δις.
[7] Antypas I., Yildiz Z., Euronews, Turkey Refugee Deal: Following The Money,  (March, 2018), διαθέσιμο: http://www.euronews.com/2018/03/24/over-1bn-pledged-in-eu-turkey-migrant-deal-still-to-be-paid- [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
[8] Ibid, Euronews, Turkey Refugee Deal: Following The Money.
[9] Frelick B., Human Rights Watch, Is Turkey Safe for Refugees?, (March, 2016), διαθέσιμο: https://www.hrw.org/news/2016/03/22/turkey-safe-refugees [Ημ/νία πρόσβασης: 6/4/18].
 
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *