Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Ενδοοικογενειακή βία στη Ρωσία: η εξέλιξή της ανά τα χρόνια και ποιες οι προοπτικές για την εξάλειψή της


Της Γρίβα Θεώνης
 

          «Η βία κατά των γυναικών είναι η πιο επαίσχυντη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ίσως η πιο διαβρωτική. Δεν γνωρίζει όρια γεωγραφικά, πολιτισμικά ή πλούτου. Όσο συνεχίζεται, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι επιτελείται πραγματική πρόοδος ως προς την ισότητα, την ανάπτυξη και την ειρήνη».[1] Είκοσι και πλέον χρόνια έπειτα από αυτή την τοποθέτηση του τότε Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Kofi Annan, η έμφυλη βία εξακολουθεί να συνιστά καθημερινότητα ανά τον κόσμο με τις προεκτάσεις της να πλήττουν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό τις ελευθερίες,[2] τη σωματική ακεραιότητα αλλά και την ψυχοσύνθεση του γυναικείου πληθυσμού που γίνεται αποδέκτης μίας τέτοιας συμπεριφοράς. Κάτι που αποτυπώνει με τον πιο μελανό τρόπο την στασιμότητα ορισμένων κοινωνιών σε αντιδιαστολή με την αλματώδη επιστημονική, τεχνολογική ή οικονομική πρόοδο που μπορεί να επιδεικνύουν.
             Παρά τη δεδηλωμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις πρακτικά εφαρμόσιμη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, είναι αλήθεια πως οι ανισότητες των δύο φύλων αποτελούν μία κατάσταση που δεν συναντάται απαραίτητα στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου ή σε χώρες οι οποίες, με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης, κατατάσσονται στις υπανάπτυκτες σε σχέση με την εκπαίδευση ή την ποιότητα ζωής. Χαρακτηρίζει και κράτη με κυρίαρχη θέση στο παγκόσμιο σύστημα, ασκώντας το δικό τους μερίδιο ισχύος και επιρροής. Ένα ανάλογο παράδειγμα είναι η Ρωσία, μία υπερδύναμη όπου η ενδοοικογενειακή βία δεν παρουσιάζει επ’ ουδενί σημάδια ύφεσης, επιδεινώνοντας την γυναικεία υπόσταση σε μία κοινωνία που δείχνει πολιτικά και νομικά μία αδικαιολόγητη ανοχή. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει ξεκινήσει να εδραιώνεται ένας αντίλογος που επιδιώκει να λειτουργήσει ως το ανάχωμα απέναντι σε αυτή την κοινωνική μάστιγα.
            Στο μεταίχμιο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία υποστηρίζεται συχνά η πεποίθηση ότι «όλες οι πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας που λαμβάνουν χώρα εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας» δεν συνιστούν ένα και τόσο σοβαρό πρόβλημα για το οποίο γίνεται υπερβολικός λόγος.[3] Πιο συγκεκριμένα, το καθεστώς της ενδοοικογενειακής κακοποίησης θεωρείται για τις κυβερνητικές, τις θρησκευτικές και αστυνομικές αρχές της Ρωσίας ένα πεδίο όπου δεν δικαιολογείται και δεν κρίνεται ιδιαίτερα απαραίτητη η δική τους εμπλοκή καθώς και η θέσπιση μίας πιο ειδικής νομοθεσίας που προωθεί «μία γενοκτονία της οικογένειας». Αντιθέτως, υποστηρίζεται ότι οι υφιστάμενοι νόμοι είναι κάτι παραπάνω από επαρκείς και η εισαγωγή περισσότερων αντίστοιχων νόμων «μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική κυβερνητική παρέμβαση στην οικογενειακή ζωή».[4] Επί της ουσίας, δηλαδή, το ρωσικό κατεστημένο τηρεί μία επίσημη στάση απέναντι σε ένα βαθιά κοινωνικό φαινόμενο όπως η βία πίσω από τις κλειστές πόρτες πολλών σπιτιών ως ένας άλλος «Πόντιος Πιλάτος». Πρόκειται για μία αποποίηση ευθυνών των εξουσιών, εν συνόλω, της χώρας που οφείλει να προσφέρει «άμεση και μακροπρόθεσμη προστασία» και επιπλέον νομική κάλυψη στα κορίτσια και τις γυναίκες-θύματα περιστατικών οικιακής βίας.[5] Η άλλη όψη του νομίσματος, εντούτοις, επιλέγει να αφήσει εκτεθειμένα τα θύματα που, εκτός της ψυχοσωματικής βίας, καλούνται να αντιπαλέψουν τον κοινωνικό στιγματισμό και την δυσπιστία όλων ως προς αυτό που βιώνουν.
            Εν προκειμένω, λοιπόν, η ενδοοικογενειακή βία επί ρωσικού εδάφους καθιστά μία τρόπον τινά μορφή «επιδημίας» για τα δεδομένα της υπερδύναμης, ενισχυμένης από την σιωπή και την αδυναμία των κακοποιημένων γυναικών. Παρά την έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, σύμφωνα με ορισμένα επίσημα συμπεράσματα, τουλάχιστον μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, προερχόμενη από τον σύζυγο, τον εκάστοτε σύντροφο ή άτομο του στενού της συγγενικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, στην εικοσαετή θητεία του Vladimir Putin επί της Προεδρίας της Ρωσίας εκτιμάται πως περίπου 10.000-14.000 γυναίκες δολοφονούνται ετησίως εντός οικογενειακού πλαισίου αφού πρώτα αντιμετώπισαν την οδυνηρή εμπειρία του συστηματικού ξυλοφορτώματος,[6] των αλλεπάλληλων βιασμών και της φραστικής υποτίμησης. Σε ό,τι αφορά τις αιτίες πίσω από τις συγκεκριμένες ενέργειες, αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Συζυγικές διαμάχες, προβλήματα της καθημερινότητας, οικιακά ζητήματα, εισοδηματικά θέματα, το χαμηλό ηθικό, οι υψηλοί δείκτες ανεργίας, η ζήλια είναι κάποιες από τις αιτίες που έχουν καταγραφεί ως κίνητρα σχεδόν των 2/3 των προμελετημένων δολοφονιών γυναικών και των περιπτώσεων σοβαρής σωματικής βλάβης που έχουν προκληθεί. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναδειχθεί και η ξεχωριστή θέση την οποία καταλαμβάνει ένας άλλος  παράγοντας. Το αλκοόλ και δη σε μία χώρα όπου κατέχει τα πρωτεία σε αυτού του είδους την κατανάλωση με ένα μεγάλο ποσοστό όσων έχουν διαπράξει εγκληματικές πράξεις εναντίον του γυναικείου πληθυσμού να βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοολούχων ποτών. Όλες αυτές οι παράμετροι, μέσα από μία επισταμένη μελέτη, έχουν λειτουργήσει επικουρικά στο να αποκωδικοποιηθούν η φύση των σχέσεων μεταξύ θύτη και θύματος, η κατάρρευση των δύο φύλων καθώς και η διαχείριση της ενδοοικογενειακής βίας από την αστυνομία ως μία «ιδιωτική υπόθεση» σε συζυγικό επίπεδο και όχι ως ένα σοβαρό έγκλημα όπως αυτό αναδεικνύεται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του 2011.[7]   
            Το γεγονός, επομένως, ότι η Ρωσία αποτυγχάνει συστηματικά να χειριστεί αυτή την κατάσταση, επιδεικνύοντας μία παθητική συμπεριφορά όπως αυτή έγκειται από την ελλιπή νομοθεσία και το ανεπαρκές πλαίσιο προστασίας των γυναικών, αποτελεί πρακτικά «παραβίαση των ίσων δικαιωμάτων των θυμάτων μπροστά στο νόμο».[8]  Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, αρνητικά διακείμενο προς το γυναικείο φύλο, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει παρουσιάσει πολυάριθμες υποθέσεις γυναικών εντός Ρωσίας οι οποίες είτε δεν κατάφεραν να επιβιώσουν είτε προσπάθησαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ευρισκόμενες σε αυτοάμυνα. Υποθέσεις που προκάλεσαν τον δικό τους αντίκτυπο στην εσωτερική και διεθνή κοινή γνώμη στο άκουσμα της περιγραφής τους.
            Μία τέτοια περίπτωση που παρουσιάζει αναμφίβολα τη δική της ιδιαιτερότητα αποτελεί αυτή των τριών αδερφών Khachaturian, όταν τον Ιούνιο του 2018 προέβησαν στη δολοφονία του πατέρα τους ύστερα από χρόνια φυσική και σεξουαλική κακοποίηση. Αφορμή αυτού του ξεσπάσματος; Ένας ακόμη ξυλοδαρμός, ο εγκλεισμός και η κακομεταχείρισή τους με σπρέι πιπεριού για τις οικιακές εργασίες που τις οδήγησε στο να δώσουν ένα οριστικό τέλος στο προσωπικό τους μαρτύριο. Η δίωξη των τριών κοριτσιών σε συνδυασμό με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τη δικαιοσύνη και εν γένει από το κράτος ως θύματα ενδοοικογενειακής βίας με το ενδεχόμενο φυλάκισης είκοσι ετών να είναι κάτι παραπάνω από πιθανό εξέγειραν τον ρωσικό λαό, προχωρώντας στη δημιουργία ενός πρωτοφανούς κύματος αλληλεγγύης με τη συγκέντρωση περισσότερων από 200.000 ηλεκτρονικών υπογραφών, αποσκοπώντας στην αθώωσή τους και την απόσυρση της κατηγορίας του φόνου εκ προμελέτης.
            Η εν λόγω υπόθεση δεν συνιστά οπωσδήποτε τη μοναδική σε ένα σκηνικό όπου η έμφυλη βιαιότητα ενισχύεται αντί να καταλύεται. Υπάρχει πλειάδα περιστατικών στα οποία «πρωταγωνιστούν» γυναίκες-παραλήπτες ακραίων εκδηλώσεων βίας με αποκορύφωμα τον ακρωτηριασμό αλλά και εκείνες που, χωρίς εναπομείνασα επιλογή, διαφεύγουν και μεταναστεύουν όχι μόνο σε άλλη χώρα ακόμα και σε διαφορετική ήπειρο προκειμένου να διεκδικήσουν το καλύτερο αύριο που επιθυμούν. Πολλώ δε μάλλον όταν τα νέα δεδομένα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα προέρχονται διά χειρός Vladimir Putin και της ειλημμένης απόφασής του να αποποινικοποιήσει κάθε είδους βιαιοπραγία μέσα στον οικογενειακό ιστό. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2017, ο Ρώσος Πρόεδρος με πιέσεις από συντηρητικούς κύκλους «υπέγραψε νόμο που καταργούσε τις ποινές φυλάκισης για τους δράστες που κακοποιούν πρώτη φορά, τα χτυπήματα των οποίων έχουν ως αποτέλεσμα ‘ελάσσονες βλάβες’ όπως μικρές εκδορές, μώλωπες και επιφανειακές πληγές»,[9] πράγμα που σημαίνει όχι νοσοκομειακή εισαγωγή ή περίθαλψη. 
            Όπως ήταν αναμενόμενο, η κίνηση αυτή επικρίθηκε σφοδρά όχι μόνο από τους πολίτες αλλά προς έκπληξη πολλών και από αρκετούς αξιωματούχους της ρωσικής κυβέρνησης οι οποίοι, με τη σειρά τους, ζήτησαν την λήψη μέτρων και την θέσπιση σχετικής νομοθεσίας. Με βάση πληροφορίες από μη κυβερνητικές οργανώσεις και ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο προεδρικός νόμος εκτόξευσε τα ποσοστά της ενδοοικογενειακής βίας, προσδίδοντας σε αυτή την κατηγορία δραστών μία αίσθηση «ελευθερίας» και ατιμωρησίας. Λαμβάνοντας υπόψη, συνεπώς, τις επιβαρυντικές συνθήκες για την γυναικεία ζωή και αξιοπρέπεια στη Ρωσία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ζήτησε από την χώρα να δώσει τις δικές της εξηγήσεις και απαντήσεις στις κατηγορίες τεσσάρων γυναικών περί μη προφύλαξής τους από την εγχώρια κακοποίηση και τις διακρίσεις.
            Άξια αναφοράς είναι η απάντηση από πλευράς Μόσχας. Η δήλωση ήρθε διά στόματος του Υπουργού Δικαιοσύνης Aleksandr Konovalov ο οποίος, σε αρχικό επίπεδο, κατηγόρησε με τη σειρά του αυτές τις γυναίκες κάνοντας λόγο για προσωπική τους παρερμηνεία, την υπονόμευση των νομικών μηχανισμών καθώς και της κυβερνητικής απόπειρας να βελτιώσει τις υφιστάμενες συνθήκες. Αυτό, όμως, που εξόργισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν η ομολογουμένως προκλητική του τοποθέτηση ως προς τα πραγματικά θύματα θανάτου της ενδοοικογενειακής βίας και γενικότερα των διακρίσεων. Κατά τα λεγόμενά του, ο ανδρικός πληθυσμός είναι αυτός που πρέπει να ιδωθεί ως μειοψηφία μιας και «δεν αναμένεται να ζητήσει προστασία από την κακομεταχείριση από τα μέλη της οικογένειας» και κυρίως όταν αυτή προέρχεται από το αντίθετο φύλο.[10] Και όλα αυτά σε μία περίοδο όπου το ρωσικό Κοινοβούλιο έχει επανακαταθέσει ένα σχετικό νομοσχέδιο για την εξάλειψη της ενδοοικογενειακής βίας με εκ νέου πιέσεις από συντηρητικούς και την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να μην υιοθετηθεί.
            Στον αντίποδα, πάντως, τέτοιων στερεοτυπικών πεποιθήσεων και φιλοσοφιών, οι γυναίκες στη Ρωσία έχουν ξεκινήσει να επιδεικνύουν τη δική τους δυναμική και αποφασιστικότητα. Ο στόχος τους διττός: αφενός να διεκδικήσουν όλα τα νομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και αφετέρου «να βρουν νέους τρόπους αντιμετώπισης των αναχρονιστικών συμπεριφορών αναφορικά με το φύλο».[11] Οι αρωγοί σε αυτό το εγχείρημα και στη νέα πορεία των γυναικών είναι ελάχιστοι, συμπεριλαμβάνοντας ένα μικρό αριθμό πολιτικών, ακτιβιστριών, νομικών ιστοτόπων όπως το “No To Violence” με την παροχή ενημέρωσης για τα δικαιώματα των θυμάτων και τις δομές στις οποίες δύνανται να προσφύγουν όπως και του αντίστοιχου κινήματος #MeToo, ξεκινώντας έναν δημόσιο διάλογο πάνω σε ζητήματα που έχουν θεωρηθεί ταμπού στο παρελθόν.
            Συμπερασματικά, η ενδοοικογενειακή βία διακατέχει το κοινωνικό status quo μίας χώρας η οποία έχει ταυτιστεί με την έλλειψη σεβασμού και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γυναικοκτονίες και απεριόριστη βία κατά των γυναικών, μηδενικά καταφύγια βοήθειας για δεκάδες χιλιάδες εκπροσώπους του αποκαλούμενου «ασθενούς» φύλου και μία νομοθεσία που οδηγεί σε αδιέξοδο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μέλλον είναι αβέβαιο. Παρόλα αυτά, η πολιτική σκηνή της Ρωσίας έχει μία μοναδική ευκαιρία να αλλάξει τα εσωτερικά της κακώς κείμενα, ενστερνιζόμενη ένα πλαίσιο νόμου διεθνών προδιαγραφών που θα άρει κάθε είδος έμφυλης βίας και διάκρισης και θα δώσει τη δυνατότητα στις γυναίκες να αποκτήσουν την θέση που πραγματικά τους αξίζει σε μία άκρως συντηρητική κοινωνία. 


[1] Οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις ανήκουν στον άλλοτε Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Kofi Annan κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης στις 8 Μαρτίου 1999 στη Νέα Υόρκη με θέμα τις ενέργειες για έναν κόσμο απαλλαγμένο από τη βία κατά των γυναικών στο πλαίσιο της τελευταίας Διεθνούς Ημέρας της Γυναίκας για τον 20ο αιώνα.
[2] Η 25η Νοεμβρίου έχει ανακηρυχθεί ως η Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών μετά από σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 17 Δεκεμβρίου 1999, αναδεικνύοντας την παγκόσμια μάστιγα της γυναικείας κακοποίησης κάθε είδους (σεξουαλική, λεκτική, σωματική, ψυχολογική, ενδοοικογενειακή βία) και των γυναικοκτονιών. Η  ανακήρυξη της εν λόγω ημέρας έγινε στη μνήμη των αδερφών Mirabal από την Δομινικανή Δημοκρατία οι οποίες δολοφονήθηκαν με εντολή του δικτάτορα Rafael Trujillo ως ηγετικές φυσιογνωμίες του «κινήματος της 14ης Ιουνίου» με στόχο την ανατροπή του.
[3] “Convention on preventing and combating violence against women and domestic violence”, Council of Europe, 11 May 2011. [Online at: https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/rms/090000168008482e]
[4] Y. Gorbunova, “Are Russian Authorities Trolling on Domestic Violence?”, Human Rights Watch, 20 November 2019. [Online at: https://www.hrw.org/news/2019/11/20/are-russian-authorities-trolling-domestic-violence]
[5] Y. Gorbunova, ibid.
[6] Σε ημερήσια βάση, αυτό σημαίνει σχεδόν 38 γυναίκες την ημέρα.
[7] Πρόκειται για τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας που υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη το 2011 και τέθηκε σε ισχύ το 2014. Σκοπός της η παρεμπόδιση και η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου φαινομένου, η προστασία των θυμάτων και το τέλος στην ατιμωρησία των δραστών τέτοιων ενεργειών.
[8] A. Higgins, “Russia’s Police Tolerate Domestic Violence. Where Can Its Victims Turn?”, The New York Times, 11 July 2019. [Online at: https://www.nytimes.com/2019/07/11/world/europe/russia-domestic-violence-european-court-of-human-rights.html]
[9] “Decriminalization of Domestic Violence Was a ‘Mistake’, Russian Official Admits”, The Moscow Times, 3 December 2018. [Online at: https://www.themoscowtimes.com/2018/12/03/decriminilization-domestic-violence-was-mistake-russian-official-admits-a63688]
[10] “Russia’s Domestic Violence Problem Is ‘Exaggerated’, Justice Ministry Says”, The Moscow Times, 19 November 2019. [Online at: https://www.themoscowtimes.com/2019/11/19/russias-domestic-violence-problem-is-exaggerated-justice-ministry-says-a68233]
[11] L. Ash, “Russian domestic violence: Women fight back”, BBC News, 21 November 2019. [Online at: https://www.bbc.com/news/election-2019-50493758]
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *