Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Αποτίμηση των συνεπειών του πολέμου στη Συριακή οικονομία

της Τσαμαδιά Αριστέας


Η περίπτωση της Συρίας αποτελεί ένα από τα χειρότερα παραδείγματα ανθρωπιστικής και οικονομικής καταστροφής του 21ου αιώνα και είναι σίγουρα η πιο εμβληματική σύγκρουση αυτής της εποχής,  καθώς ο εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε το Μάρτιο του 2011, έφερε αντιμέτωπες αφενός ΗΠΑ και Ρωσία και αφετέρου Σαουδική Αραβία και Ιράν υπό το μανδύα των υποστηρικτών της μιας ή της άλλης συριακής παράταξης. Σκοπός του παρόντος δεν είναι ούτε η ανάλυση της γεωπολιτικής διάστασης της σύγκρουσης, ούτε μια αποτίμηση της επακόλουθης ανθρωπιστικής καταστροφής. Στόχος της έρευνας είναι η σύγκριση των οικονομικών μεγεθών της Συρίας πριν το ξέσπασμα της σύγκρουσης με τα σημερινά και μια ανάλυση που αφορά τη μετατροπή των μεγεθών αυτών και της σημασίας της.
Πριν τον πόλεμο
Πριν το ξέσπασμα του πολέμου η οικονομία της Συρίας παρουσίαζε μια εικόνα σταθερότητας, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ γύρω στο 4,3% σε πραγματικούς όρους, για τη δεκαετία 2000-2010.[1] Το ΑΕΠ της Συρίας ανερχόταν στα 60,2$ δις το 2010[2] και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανερχόταν στα 2.8$ δις, παρόμοιο με το αντίστοιχο της Αιγύπτου και του Μαρόκο, αλλά χαμηλότερο σε σχέση με άλλες χώρες της περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.[3] Η οικονομική μεγέθυνση της Συρίας εξαρτάτο κυρίως από τα κέρδη προερχόμενα από την εξαγωγή πετρελαίου – τομέας που ελεγχόταν πρωταρχικά από το κράτος. Ο πληθωρισμός ήταν της τάξης του 4,9%[4], αλλά η ανεργία ήταν ήδη υψηλή, ειδικά η νεανική, με ποσοστό 22% το διάστημα 2006-2007.[5]
Παρά το γεγονός ότι ο δημόσιος τομέας παρέμενε ο κυρίαρχος στην οικονομία, το δημόσιο χρέος ανερχόταν μόλις στο 30% του ΑΕΠ το 2010[6]. Οι ξένες επενδύσεις ανέρχονταν στο 1,3% του ΑΕΠ το διάστημα 2000-2009 και αφορούσαν κυρίως τα φαρμακευτικά προϊόντα, την επεξεργασία τροφίμων και την υφαντουργία.[7] Οι εξαγωγές της το 2008 ανέρχονταν στα 13.3$ δις[8] και η ανθηρή τουριστική βιομηχανία το 2010 επέφερε κέρδη 8$ δις, συνθέτοντας το 14% του ΑΕΠ, απασχολώντας το 11% του εργατικού δυναμικού της χώρας και φιλοξενώντας την εν λόγω χρονιά 8,5 εκατομμύρια τουρίστες.[9]
Στο διάστημα πριν το ξέσπασμα της σύγκρουσης, η βιομηχανία και τα ορυχεία αντιστοιχούσαν στο 25% του ΑΕΠ και η μεταποίηση στο 4%,[10] ενώ η γεωργία ένας από τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας, συνέθετε το 19% του ΑΕΠ απασχολώντας το 26% του εργατικού δυναμικού το 2011.[11]
Παρά τη γενική εικόνα σταθερότητας, η οικονομία της Συρίας παρουσίαζε ήδη το 2010 σωρεία προβλημάτων, τα οποία επιδεινώθηκαν εξαιτίας του πολέμου. Ο Bashar-al- Assad είχε ξεκινήσει ένα πρόγραμμα απελευθέρωσης της οικονομίας της χώρας ήδη από το 2005, όταν αποφασίστηκε να υιοθετηθεί ως οικονομικό μοντέλο η κοινωνική οικονομία της αγοράς στο 10ο περιφερειακό Συνέδριο του Κόμματος Baath και επετράπη στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα να συμμετάσχουν στη διαδικασία φιλελευθεροποίησης. Ο στόχος ήταν η απόσυρση του κράτους από τους τομείς παροχής κοινωνικής πρόνοιας, γεγονός που επιδείνωσε ήδη υπάρχοντα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Ανάμεσα στο 2000 και το 2010 πάνω από 1000 νέοι νόμοι ψηφίστηκαν για αυτόν τον σκοπό, μειώθηκαν τα επιτόκια δανεισμού για την ενθάρρυνση των επενδύσεων, άνοιξαν ιδιωτικές τράπεζες, εγκαθιδρύθηκε το Χρηματιστήριο Αξιών της Δαμασκού και απελευθερώθηκαν οι τιμές των επιδοτούμενων αγαθών, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές τους.[12]
Η εφαρμογή των ανωτέρω μεταρρυθμίσεων ευνόησε την ανώτερη οικονομική τάξη και τους ξένους επενδυτές, κυρίως τους προερχόμενους από τις Μοναρχίες του Αραβικού Κόλπου και της Τουρκίας, σε βάρος του ευρύτερου πληθυσμού που επλήγη από την αύξηση του κόστους ζωής. Το ίδιο διάστημα και συγκεκριμένα το 2009, ενώ η φοροδιαφυγή στη χώρα ανερχόταν στα 2$ δις, παραχωρήθηκαν μειώσεις της φορολογίας στα κέρδη των επιχειρήσεων.[13] Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το 2010, ήδη 3,7 εκατομμύρια Σύριοι ζούσαν σε συνθήκες διατροφικής αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα να προστίθεται αυτό το επιπλέον στοιχείο στο εκρηκτικό μείγμα που οδήγησε στο ξέσπασμα της εμφύλιας διαμάχης.[14]
Μετά τον πόλεμο
Η οικονομία της Συρίας διαβρώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το διάστημα 2011-15 η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 75% και το ονομαστικό ΑΕΠ μειώθηκε από 60$ δις σε 12$ δις. Κατά το ίδιο διάστημα ο μέσος όρος οικονομικής μεγέθυνσης ανερχόταν στο -15%.[15] Το δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε στο 94,8% του ΑΕΠ και ο πληθωρισμός αυξανόταν με ρυθμό 28,1% το 2017.[16]
Οι τομείς που επλήγησαν περισσότερο ήταν η εξορυκτική βιομηχανία και η παραγωγή υδρογονανθράκων, που συρρικνώθηκαν κατά 94% σε πραγματικούς όρους σε σχέση με το 2010. Επίσης το μέγεθος της μεταποίησης του εμπορίου και του κατασκευαστικού τομέα μειώθηκε κατά 70%.[17]
Το ποσοστό του ΑΕΠ που σχετίζεται με δραστηριότητες άλλες σε σχέση με τους υδρογονάνθρακες συρρικνώθηκε κατά 14%, μεταξύ 2011 και 2015, ενώ ο τομέας του αερίου και του πετρελαίου συρρικνώθηκε κατά 28% το ίδιο διάστημα.[18] Οι υποδομές που καταστράφηκαν εντοπίζονται κυρίως στο κλάδο της ενέργειας, όπως οι αγωγοί και τα δίκτυα διάδοσης της ηλεκτρικής ενέργειας. Τα δύο κρατικά διυλιστήρια της Συρίας στο Homs και το Banias λειτουργούν στο μισό των δυνατοτήτων τους και ήδη από τις αρχές του 2013, πάνω από 30 σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ήταν ανενεργοί.[19] Ενδεικτικά, η παραγωγή αργού πετρελαίου μειώθηκε από 386.000 βαρέλια τη μέρα το 2010 σε 9.000 βαρέλια την ημέρα το 2014[20].

Η αγροτική παραγωγή που διαμόρφωνε το 1/5 του ΑΕΠ πριν τη σύγκρουση, επλήγη λόγω της καταστροφής των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και της έλλειψης αναγκαίων προϊόντων όπως σπόρων, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, καυσίμων και εργατικού δυναμικού. Στα ανωτέρω προβλήματα προστίθενται και οι καταστροφές των έργων ύδρευσης, των μύλων και του αγροτικού εξοπλισμού.[21] Οι ζημιές στην γεωργία ανήλθαν σε 3.2$ δις.[22] Εκτός από τον τομέα των υδρογονανθράκων και ο παραδοσιακά ανθηρός τομέας του τουρισμού της Συρίας ήταν επόμενο να μην μείνει ανεπηρέαστος, λόγω της σύγκρουσης, σημειώνοντας σημαντικές απώλειες.[23]

Η σύρραξη σε συνδυασμό με τις διεθνείς εμπορικές κυρώσεις άσκησαν μεγάλη πίεση στο εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Συρίας. Το 2015 το έλλειμμα ανερχόταν στο 13% του ΑΕΠ σε σχέση με το 0,6% το 2010 και χρηματοδοτήθηκε με τα διαθέσιμα συναλλαγματικά αποθέματα, αλλά και με εξωτερική χρηματοδότηση.
Αναφορικά με το εμπόριο, ενώ το 2010 η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ο δεύτερος εμπορικός εταίρος της Συρίας, μετά το Ιράκ, απορροφώντας το 90% των εξαγωγών πετρελαίου της χώρας, σήμερα κυριότεροι εμπορικοί εταίροι για τις εξαγωγές της Συρίας είναι ο Λίβανος, το Ιράκ, η Ιορδανία και η Κίνα.[24] Στο διάστημα 2010-15 οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 70%. Οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 40% το ίδιο διάστημα, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και του περιορισμού των εισαγωγών που επέβαλε η κεντρική τράπεζα, εξαιτίας της έλλειψης ξένου συναλλάγματος.[25]
Ακόμα, εκτεταμένες ζημιές σημειώθηκαν σε υποδομές όπως αυτοκινητόδρομους, λιμάνια, σιδηροδρόμους και αεροδρόμια.[26] Το 2017 το 7% των κατοικιών καταστράφηκε ολοσχερώς, το 20% των κατοικιών υπέστη μερικές ζημιές, και συνολικά εκτιμάται ότι οι απώλειες του ΑΕΠ εξαιτίας της σύγκρουσης ανήλθαν στα 226$ δις ως το 2017.[27]
Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε αύξηση της ανεργίας, η οικονομία έχασε 2,1 εκ. υπάρχουσες και δυνητικές θέσεις εργασίας μεταξύ 2010 και 2015 και το 2017 η ανεργία έφτασε στο 50%.[28] Το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε με τη σειρά του και ήδη το 2014 ανερχόταν στο 83% σε αντίθεση με το 12.4 % το 2007, με αποτέλεσμα πάνω από τα 2/3 των Σύριων να ζουν σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης αδυνατώντας να καλύψουν βασικές ανάγκες.[29] Περαιτέρω πρόκληση για τη συριακή οικονομία αποτελεί η εγκατάλειψη της χώρας από 5,6 εκατομμύρια άτομα, ενώ 6 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της ίδιας της χώρας.[30]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάδειξη νέων οικονομικών κέντρων και ελίτ που επωφελήθηκαν από την ένοπλη σύρραξη. Το βορειοδυτικό παραθαλάσσιο τμήμα της Συρίας που δεν αποτέλεσε θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, φιλοξένησε το 68% όλων των σχεδίων που αδειοδοτήθηκαν από το φορέα της Συρίας αρμόδιο για τις επενδύσεις.[31]
Η διάσπαση που επήλθε λόγω της απώλειας της κρατικής κυριαρχίας σε διαφορετικές περιοχές της χώρας οδήγησε στη τμηματοποίηση των οικονομικών δικτύων και την ενίσχυση φαινομένων, όπως η παραοικονομία, το λαθρεμπόριο, η χρήση εκβιαστικών πρακτικών και παράνομων δραστηριοτήτων. Επιπρόσθετα, αναδείχθηκαν νέα κέντρα οικονομικής εξουσίας που ασκείται από μια ελίτ που συσσώρευσε μεγάλα πλούτη εξαιτίας των προαναφερθέντων δραστηριοτήτων. Η ανάγκη για ξέπλυμα των εν λόγω χρημάτων τους οδήγησε να επενδύσουν σε ακίνητη περιουσία, σε προϊόντα πολυτελείας, χρυσό και νομίσματα, ενώ ορισμένοι κατάφεραν να μετατρέψουν τις επιχειρήσεις τους σε νόμιμες, στις περιοχές που βρίσκονται εκτός επίσημου κυβερνητικού ελέγχου.[32]
Η ανοικοδόμηση και η συμμετοχή τρίτων
Ο Assad σήμερα, με τη βοήθεια των ρωσικών δυνάμεων πέτυχε την επανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Συρίας, παρά τη συνέχιση των εχθροπραξιών στο βόρειο τμήμα της χώρας. Ένα από τα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το καθεστώς του, πέραν της εξασφάλισης της παραμονής στην εξουσία είναι το ζήτημα της ανοικοδόμησης της οικονομίας.
Η κυβέρνηση Assad προέβλεψε την ανάγκη αυτή ήδη από το 2012, αλλά πιο εντατικές προσπάθειες σημειώθηκαν το 2017, όταν το Χαλέπι ανακαταλήφθηκε από το καθεστώς. Η προσπάθεια αυτή αντικατοπτρίζεται στις διπλωματικές ενέργειες του Assad.[33] Η κυβέρνηση έδωσε έμφαση στο ζήτημα της ανοικοδόμησης με μια σειρά από νομοθετικές πράξεις, οι οποίες αφορούν την κατασκευή έργων υποδομών, που πρέπει να πραγματοποιηθούν με τη σύμπραξη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Είναι αδιαμφησβήτητο ότι ένα από τα αποτελέσματα του πολέμου ήταν να αυξηθεί η εξάρτηση της Δαμασκού από την Τεχεράνη και τη Μόσχα σε στρατιωτικούς, πολιτικούς και οικονομικούς όρους. Ως εκ τούτου, είναι έκδηλο ότι οι προαναφερθείσες δύο δυνάμεις θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της Συρίας.
Ήδη από το 2015, έπειτα από επίσκεψη ρωσικής αντιπροσωπείας στη Συρία, η Ρωσία δήλωσε ότι θα εμπλακεί στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας. Αποτέλεσμα της εν λόγω συνάντησης ήταν συμφωνίες αξίας €850 εκ και δίδοντας ευκαιρίες σε επενδυτές και εταιρείες ρωσικών συμφερόντων σε τομείς της οικονομίας όπως η πώληση δημητριακών και σιτηρών, ο κατασκευαστικός και η αποκατάσταση των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.[34]
Επίσης, το Ιράν επιθυμεί να αποζημιωθεί για τα μεγάλα ποσά που δαπάνησε για την υποστήριξη αυτού του πολέμου -$30 δις ως τα μέσα του 2018- αποκτώντας κεντρικό ρόλο στις εμπορικές σχέσεις της με τη Συρία, χάρις σε πιστωτικά και επενδυτικά προγράμματα[35] και πραγματοποιώντας επενδύσεις σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι εξορύξεις.
Η εμπλοκή τρίτων χωρών στη διαδικασία ανοικοδόμησης είναι αναγκαία, ειδικά από τη στιγμή που οι χώρες της ΕΕ και οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένες να συνδράμουν τον Assad, αλλά έχουν επιβάλει κυρώσεις στο καθεστώς του. Η λίστα των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Συρίας περιλαμβάνει 269 άτομα και 69 οντότητες στις οποίες επιβλήθηκαν, απαγόρευση να ταξιδέψουν και πάγωμα οικονομικών πόρων, καθώς κατηγορούνται για βίαιη καταστολή του άμαχου πληθυσμού της Συρίας. Εκτός αυτού έχει επιβληθεί εμπάργκο στα προϊόντα επεξεργασίας πετρελαίου, περιορισμός σε ορισμένους επενδυτικούς τομείς, πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας στην ΕΕ και περιορισμός των εξαγωγών τεχνολογικών προϊόντων που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για εσωτερική καταστολή ή για τον έλεγχο και την υποκλοπή τηλεφωνικής και διαδικτυακής επικοινωνίας.[36]
Οι ΗΠΑ επίσης επέβαλαν κυρώσεις κατά της κυβέρνηση της Συρίας, των υποστηρικτών της, αλλά και κατά τρίτων που χρηματοδοτούν τα έργα ανοικοδόμησης.[37] Οι κυρώσεις αυτές προβλέπουν την απαγόρευση αγοράς πετρελαϊκών προϊόντων προερχόμενων από τη Συρία από Αμερικανούς πολίτες, την απαγόρευση της πώλησης υπηρεσιών από Αμερικανούς στη Συρία και το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων.[38]
Συμπερασματικά, με το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών της Συρίας να είναι κατεστραμμένο, εκτιμάται ότι το κόστος της ανακατασκευής, η οποία θα διαρκέσει δεκαετίες, θα ανέλθει σε $250 δις από τα οποία η Συρία με τα μέσα που διαθέτει θα ήταν εφικτό να πληρώσει $8-$13 δις. Ωστόσο, η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την προθυμία τρίτων χωρών να συνδράμουν την κυβέρνηση του Assad, συμμετέχοντας σε έργα που αποσκοπούν στην ανοικοδόμηση της Συρίας. Είναι εμφανές ότι η συνδρομή αυτή δεν θα προέλθει από τις Δυτικές χώρες, οι οποίες επιλέγουν να απομονώσουν την παρούσα κυβέρνηση με αποσταθεροποιητικές συνέπειες, τόσο για την ίδια τη Συρία, όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Είναι επόμενο ότι η συριακή Κυβέρνηση θα επιλέξει τη στενότερη σύμπραξη με χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν, των οποίων οι σχέσεις με τη Δύση είναι ήδη τεταμένες οδηγώντας σε περαιτέρω πόλωση.
Η «εγκατάλειψη» της Συρίας από τη Δύση θα οδηγήσει επίσης στην εμφάνιση επιπρόσθετων υποψήφιων επενδυτών όπως η Κίνα, η οποία έχει ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για την ανάληψη μεγάλων έργων υποδομής και έχει ήδη προβεί σε δωρεές για την οικονομική ενίσχυση της Συρίας, δείχνοντας την πρόθεσή της να δραστηριοποιηθεί σε τομείς που απέχουν από το παραδοσιακό της πεδίο δράσης.




[1] “The toll of war. The Economic and Social Consequences of the War in Syria”, World Bank Group, 2017, σελ. 8, [Online at: https://www.worldbank.org/en/country/syria/publication/the-toll-of-war-the-economic-and-social-consequences-of-the-conflict-in-syria]
[2] Joseph Daher, “The political economic context of Syria’s reconstruction: a prospective in light of a Legacy of unequal development”, Research Project Report, European University Institute, 2018, [Online at: https://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/60112/MED_2018_05.pdf?sequence=4]
[3] Alexander Werman, “Syria: Economic impact of the war’s next stage”, Global Risk Insights, [Online at: https://globalriskinsights.com/2019/01/economic-impact-syria-civil-war/]
[4] Ibid.
[5] Jeanne Gobat, Kristina Kostial, “Syria’s Conflict Economy”, IMF Working Paper, 2016, σελ. 4, [Online at: https://www.imf.org/en/Publications/WP/Issues/2016/12/31/Syrias-Conflict-Economy-44033]
[6] “The toll of war”, Ibid σελ.63.
[7] Jeanne Gobat, Ibid σελ.63.
[8] William Lloyd, “The Economic State of Syria”, NATO Association of Canada, 2019, [Online at: http://natoassociation.ca/the-economic-state-of-syria/]
[9] Ibid.
[10]Joseph Daher, Ibid.
[11] Alexander Werman, Ibid.
[12] Joseph Daher, Ibid.
[13] Ibid.
[14] Eckart Woertz, “Syria’s War Economy and Prospects of Reconstruction”, Barcelona Centre for International Affairs, 2013, σελ.2, [Online at: https://www.cidob.org/en/publications/publication_series/notes_internacionals/n1_77/syria_s_war_economy_and_prospects_of_reconstruction]
[15] William Lloyd, Ibid.
[16] CIA, The World Factbook, [Online at: https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/sy.html]
[17] Alexander Werman Ibid.
[18] Jeanne Gobat, Ibid
[19] Ibid, σελ.10.
[20] Alexander Werman, Ibid.
[21] Jeanne Gobat, Ibid, σελ.11.
[22] Alexander Werman Ibid.
[23] William Lloyd, Ibid.
[24] CIA, The World Factbook, Ibid.
[25] Jeanne Gobat, Ibid, σελ.14.
[26] “The toll of war” Ibid, σελ.35.
[27] Alexander Werman Ibid.
[28] William Lloyd, Ibid.
[29] Jeanne Gobat, Ibid, σελ.7.
[30] Alexander Werman Ibid.
[31] Joseph Daher, Ibid
[32] Ibid.
[33] Joseph Daher, Ibid.
[34] Ibid.
[35] Ibid.
[36] European Council, “Syria: EU renews sanctions against the regime by one year”, Press Release, 17 May 2019, [Online at: https://www.consilium.europa.eu/en/press/press-releases/2019/05/17/syria-eu-renews-sanctions-against-the-regime-by-one-year/]
[37] Nour Samaha, “The economic war on Syria: Why Europe risks losing”, European Council on Foreign Relations, [Online at: https://www.ecfr.eu/article/commentary_the_economic_war_on_syria_why_europe_risks_losing]
[38] Supra n.3.
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *