Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Η έννοια του gender gap και ο αντίκτυπός του σε εσωτερικές πολιτικές και διεθνή ζητήματα


 της Χατζηλυμπέρη Παναγιώτας



Στις 8 Μαρτίου, κάθε χρόνο, είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, ως ένδειξη σεβασμού των δικαιωμάτων των γυναικών και ανάδειξης των αντίστοιχων ζητημάτων που απασχολούν την σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, οι εκδηλώσεις μιας ημέρας δεν αρκούν για να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη, όπως και οι δομές λήψης αποφάσεων και διακυβέρνησης, για τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά αποκτά σημασία, εάν αναλογιστούμε πώς επιτυγχάνεται η ισότητα των φύλων στο εσωτερικό της κοινωνίας. Μια έννοια που είναι ευρέως διαδεδομένη στο ευρύτερο πεδίο ανάλυσης ζητημάτων φύλου, είναι το gender gap ή, ελληνιστί, χάσμα μεταξύ των φύλων, το οποίο έχει πολλές παραμέτρους που χρήζουν ξεχωριστής ανάλυσης. Ξεκίνησε από την μελέτη των μισθολογικών διαφορών στην απασχόληση μεταξύ ανδρών και γυναικών, όμως έχει επεκταθεί και σε άλλους κλάδους, όπως η μελέτη της διεθνούς πολιτικής. Στον τομέα των διεθνών σχέσεων αφορά την έννοια της συμμετοχής των γυναικών στην λήψη των αποφάσεων και τις διαπραγματεύσεις, εάν οι προτάσεις επίλυσης συγκρούσεων και ζητημάτων είναι βιώσιμες ανεξαρτήτου φύλου, πώς επηρεάζονται τα δικαιώματα των γυναικών στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των χωρών.
Το χάσμα των φύλων αφορά διάφορους παραγωγικούς τομείς στο εσωτερικό ενός κράτους. Όπως έχει αναφερθεί, το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στην "υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική και την οικονομία",[1] επηρεάζοντας τον τρόπο άσκησης της κρατικής πολιτικής, αλλά και αντικατοπτρίζοντας τις νόρμες και τις παραδόσεις που κυριαρχούν σε κάθε κοινωνία. Έχουν δοθεί συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς εκδηλώνεται σε καθέναν από τους παραπάνω τομείς. Όσον αφορά την οικονομία αφορά την "μισθολογική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών και την συμμετοχή στον χώρο εργασίας", στην εκπαίδευση είναι η "πρόσβαση στις βασικές και ανώτατες βαθμίδες", στην υγεία "εξετάζει το προσδόκιμο ζωής" και στην πολιτική για το χάσμα των φύλων εξετάζεται η "διαφορά μεταξύ του τρόπου εκπροσώπησης των ανδρών και των γυναικών στους οργανισμούς λήψης αποφάσεων".[2] Για το συγκεκριμένο θέμα της οικονομίας υπάρχει η έννοια του gender pay gap.
Σε μια σχετικά αναφορά από την Βρετανική Στατιστική Υπηρεσία, δίνεται ένας συγκεκριμένος ορισμός, όπου "η διαφορά στις αμοιβές μεταξύ των δύο φύλων υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μέσων ωριαίων αποδοχών (εκτός των υπερωριών) ανδρών και γυναικών ως ποσοστό του μέσου ωριαίου εισοδήματος (εξαιρουμένων των υπερωριών) των αποδοχών των ανδρών".[3] Στην ίδια έρευνα επισημαίνεται και ο διαστρεβλωτικός ρόλος των υπερωριών στην πραγματική αποτύπωση των δεδομένων, καθώς δηλώνονται περισσότερες υπερωρίες από τους άρρενες εργαζομένους και, με βάση τα ωριαία κέρδη, αποτυπώνονται περισσότερες εργατοώρες την εβδομάδα, από ότι για τις γυναίκες συναδέλφους τους.[4]  Στην νομοθεσία της Ε.Ε., "η αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία είχε, ήδη, εισαχθεί στη Συνθήκη της Ρώμης το 1957".[5] Παρόλα αυτά, η μισθολογική ισότητα μπορεί να είναι μια πλασματική εικόνα για τα πραγματικά δεδομένα που επικρατούν στο εσωτερικό ενός κράτους.
Σε σχετικό κείμενο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αναφέρεται ότι η διεύρυνση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων αντιστοιχεί στον τρόπο που είναι οργανωμένη η αγορά της εργασίας σε κάθε κράτος-μέλος, όπως "ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών εργάζεται με μειωμένο ωράριο ή συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό επαγγελμάτων", αλλά και η "υπερβολική παρουσίαση των γυναικών σε τομείς σχετικά χαμηλού εισοδήματος".[6] Ακόμη, σε μια αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων μπορεί να είναι σε χαμηλή βάση, εξαιτίας και του γεγονότος "του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης των γυναικών" σε μια κοινωνία, και αυξάνεται σε περιπτώσεις χωρών όπου ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων γυναικών είναι συγκεντρωμένο σε "χαμηλά αμειβόμενους τομείς" ή/και "εργάζεται με μερική απασχόληση".[7] Η μισθολογική ανισότητα είναι ένα ζήτημα που απασχολεί και το εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όπου υπάρχει μια "μακρά ιστορία της νομοθεσίας που αποβλέπει στην αποτροπή των εργοδοτών να πληρώνουν γυναίκες λιγότερο από τους άνδρες για το ίδιο έργο".[8] Όμως, έχει επισημανθεί ότι το μισθολογικό χάσμα συνεχίζει να υφίσταται μέσω των πρακτικών των προσλήψεων και στην διασφάλιση της μυστικότητας της μισθοδοσίας.
Για αυτή την πρακτική, θεσπίστηκε ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων το 2016 και το 2017, σε αρκετές πολιτείες των Η.Π.Α, που απαγόρευαν "στους εργοδότες να ζητούν από τους υποψηφίους για θέση εργασίας τους μισθούς τους από προηγούμενες θέσεις εργασίας", με την "λογική της διαφάνειας" να ευνοεί την πρόσβαση των μισθωτών στις πληροφορίες μισθοδοσίας μιας εταιρείας, ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να διαπραγματευτούν και οι εργοδότες να βρεθούν προ των ευθυνών τους.[9]  Παρόλα αυτά, το ζήτημα του χάσματος μεταξύ των φύλων δεν μπορεί να περιοριστεί σε οικονομικούς όρους, καθώς υπάρχουν κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες που μπορούν να αναπαράγουν ανισότητες στο εσωτερικό μιας κοινωνίας. Για παράδειγμα, με αφορμή την παραπάνω περίπτωση των Η.Π.Α, γίνεται εύλογα αντιληπτό ότι το κοινωνικό περιβάλλον, οι νόρμες, οι παραδόσεις και το πολιτικό σύστημα που κυριαρχούν σε κάθε χώρα, επηρεάζουν την ισότητα μεταξύ των φύλων, καθώς το ζήτημα που τους αφορά δεν είναι μόνο η μισθολογική ισότητα, αλλά και η ίδια η πρόσβαση σε θέσεις εργασίας, όπως και στις βαθμίδες εκπαίδευσης. Επομένως, το χάσμα μεταξύ των φύλων είναι μια κατάσταση που μελετάται και με κοινωνικο-πολιτικούς όρους, εκτός των οικονομικών, καθώς ο τρόπος που έχουν δομηθεί οι κοινωνίες επηρεάζουν και τους ρόλους που ενστερνίζονται τα φύλα στην δημόσια και ιδιωτική ζωή.
Η κοινωνικοπολιτική ανάλυση είναι χρήσιμη και για την μελέτη των δεδομένων και άλλων κοινωνιών, διαφορετικών από τις δυτικές, καθώς τα διάφορα οικονομικά και κοινωνικά μοντέλα εξελίχθηκαν με διαφορετικό τρόπο. 'Ετσι, η έρευνα για το χάσμα των φύλων είναι σημαντικό να γίνεται μέσω της ιστορικής μελέτης της εξέλιξης της κάθε κοινωνίας, της πολιτειακής ιστορίας των θεσμών του κάθε κράτους και της κοινωνικής δομής. Για παράδειγμα, αρκετοί αναλυτές επισημαίνουν ότι σε αρκετές χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής τα "υψηλά ποσοστά εφηβικής εγκυμοσύνης" επηρεάζουν την μελλοντική εξέλιξη των κοριτσιών αυτών, όσον αφορά τις σπουδές τους, στο οικογενειακό περιβάλλον που θα ζήσουν και στις θέσεις εργασίας που θα είναι θέση να βρουν.[10] Ακόμη, σημαντική είναι και η συνεισφορά των θεωριών των διεθνών σχέσεων, προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή και σαφή συμπεράσματα, καθώς αναδεικνύουν τα αντίστοιχα ζητήματα σε επίπεδο διεθνούς ανάλυσης.
Όσον αφορά τον χώρο της διεθνούς πολιτικής, η έννοια του φύλου δίνει μια διαφορετική οπτική γωνία στον τρόπο μελέτης και ανάλυσης. Οι σχέσεις των δύο φύλων είναι ένα από τα ζητήματα, που για τους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων, αποτελούν πρόκληση, καθώς βάλλεται ο τρόπος που γίνεται η χρήση της κλασσικής μεθοδολογίας στον τομέα αυτό. Ο τρόπος της θέασης του ρόλου των γυναικών και οι αντίστοιχες πολιτικές, που θα ενδυναμώσουν την θέση τους, αποτελούν αφορμή για μια διαχωριστική ταξινόμηση αναλύσεων. Η φεμινιστική θεωρία είναι εκείνη που στρέφεται, συχνά, κατά της κλασσικής μεθοδολογίας, επισημαίνοντας ότι αφήνει στο περιθώριο αρκετά ζητήματα των δικαιωμάτων των γυναικών. Ωστόσο, και η ίδια η φεμινιστική θεωρία χωρίζεται σε αναλύσεις, ανάλογα με την μεθοδολογία που χρησιμοποιεί ο/η κάθε αναλυτής/τρια. Έτσι, οι Robert Jackson και Georg Sorensen χωρίζουν τον φεμινισμό σε φιλελεύθερο, μαρξιστικό/σοσιαλιστικό και ριζοσπαστικό.
Προχωρώντας στην παράθεση των χαρακτηριστικών του εκάστοτε φεμινιστικού δόγματος αναφέρουν ότι α) ο φιλελεύθερος φεμινισμός δίνει βάρος στην "ελευθερία και την ευημερία σε ατομικό επίπεδο", κάνοντας χρήση των εννοιών του φιλελευθερισμού, και επισημαίνοντας ότι υπάρχει χάσμα στην "ισότητα των δικαιωμάτων" μεταξύ των δύο φύλων, καθώς "δεν έχουν αποδοθεί στον ίδιο βαθμό" . [11] β) ο μαρξιστικός/σοσιαλιστικός φεμινισμός έχει επιρροές από την θεωρία και τα επιχειρήματα του μαρξισμού. Σύμφωνα με τους δύο αναλυτές, το κύριο επιχείρημά του αφορά την "υποβαθμισμένη θέση των γυναικών" εξαιτίας των ανισοτήτων του καπιταλιστικού συστήματος,[12] που έχει αντίκτυπο στην κοινωνική και οικονομική ζωή τους, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα της πατριαρχίας .[13] γ) τέλος, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός προσπαθεί να "χτίσει" μια μεθοδολογία, ξεχωριστή, απορρίπτοντας οποιαδήποτε επιρροή ή χρήση των υπαρχουσών θεωριών και μεθοδολογιών.[14] Επομένως, παρατηρείται ότι η χρήση της φεμινιστικής θεωρίας είναι ένας τρόπος άσκησης κριτικής στο υπάρχον πλαίσιο ανάλυσης της διεθνούς πολιτικής και η δόμηση των αντίστοιχων εννοιών της έχει ως σκοπό να καθιερωθεί ως μια από τις βασικές συνιστώσες της θεωρίας των διεθνών σχέσεων.
Σε αυτό, συνδράμει το γεγονός ότι είναι μια θεωρία που έχει τις βάσεις της, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, από την δράση των κοινωνικών κινημάτων του φεμινισμού στις παλαιότερες εποχές. Βεβαίως, από την εποχή του Διαφωτισμού είχαν δημοσιευθεί κείμενα που αποτέλεσαν τις θεωρητικές βάσεις της ισότητας των φύλων και των δικαιωμάτων των γυναικών. Όταν ξεκίνησε ο φεμινισμός ως κίνημα, είχε κύριο στόχο, τουλάχιστον στις πρώτες εκδηλώσεις του, την ενασχόληση των γυναικών με τα δημόσια δρώμενα της κοινωνίας και του κράτους, όπως το δικαίωμα στην εκλογική διαδικασία, με τις λεγόμενες σουφραζέτες, και την συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Η επανάκαμψη του φεμινισμού, την δεκαετία του 1960 και έπειτα, είχε ως στόχο την ουσιώδη έννοια των δικαιωμάτων των γυναικών στους δημόσιους τομείς, καθώς η κριτική του αφορούσε στα πραγματικά δεδομένα και τις συνθήκες, όπου ασκούνταν τα δικαιώματα αυτά. Όπως έχει επισημανθεί από τον Stuart Hall,  ήταν μια "πολιτική της ταυτότητας", δηλαδή ποιές είναι οι πολιτισμικές καταβολές στον ορισμό των γυναικών ως "έμφυλων υποκειμένων" και τα αντίστοιχα ζητήματα ταυτότητας.[15] Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται εύλογο αντιληπτό ότι ξεκίνησε μια διαδικασία ανάλυσης των σχέσεων των δύο φύλων μέσα στην κοινωνία, με τις ανισότητες που κυριαρχούν να αποτελούν την δόμηση του λεγόμενου χάσματος των φύλων. Ακόμη, το ζήτημα αυτό επικαιροποιείται με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με την εξέλιξη της κάθε κοινωνίας και ζητήματα δικαιωμάτων που ανέρχονται στην επιφάνεια.
Στην σύγχρονη εποχή, το χάσμα των φύλων αποτελεί μια κεντρική έννοια σε αρκετές αναλύσεις διεθνών σχέσεων και, μάλιστα, έχουν θεσπιστεί πολιτικές για την μείωσή του από διεθνείς οργανισμούς και από ορισμένα κράτη. Είναι μια έννοια που είναι αποδεκτή ως ένα πραγματικό γεγονός, που η ανάδειξή του μπορεί να βοηθήσει στην λήψη βιώσιμων μέτρων επίλυσης ζητημάτων. Για παράδειγμα, στον τομέα της επίλυσης συγκρούσεων, υπάρχει ένα ευρύ πλαίσιο μεθοδολογίας στο πώς ενσωματώνονται τα ζητήματα του φύλου στην ανάλυση των μερών της σύγκρουσης, στον τρόπο που θα γίνουν οι διαπραγματεύσεις και στην μεταβατική περίοδο, όπως η εδραίωση των αντίστοιχων συνθηκών ειρήνης. Γίνεται μια στροφή προς την ανάδειξη παραμέτρων που παλαιότερα δεν ήταν στην κεντρική ανάλυση των δεδομένων. Με αυτόν τον τρόπο, αναδεικνύονται νέες αφηγήσεις και νόρμες που θέτουν την θέση των γυναικών στο κέντρο των αναλύσεων, επισημαίνοντας τους συγκεκριμένους τρόπους που θίγονται τα δικαιώματά τους σε διάφορους τομείς. 
Συνεπώς, συνοψίζοντας τα παραπάνω, γίνεται εύλογα αντιληπτό ότι η ανάλυση της έννοιας του χάσματος των φύλων θα απασχολεί την διεθνή κοινότητα για αρκετό χρονικό διάστημα. Είναι θετικό το στοιχείο ότι τα περισσότερα κράτη υιοθετούν πρακτικές που θα ευνοήσουν την συμμετοχή περισσότερων γυναικών στα δημόσια δρώμενα, αλλά και την συνεισφορά τους στην παραγωγική δομή της κοινωνίας. Η στροφή προς τα αντίστοιχα ζητήματα θα βοηθήσει στην ολική κατανόηση της λειτουργίας μιας κοινωνίας και στην αναζήτηση πραγματικών βιώσιμων λύσεων σε ενεργά ζητήματα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο οι λύσεις να είναι ουσιαστικές και όχι επιδερμικές, που σε μια κρίσιμη στιγμή θα βάλλονται περισσότερο, και να εκφράζονται  πραγματικές προθέσεις μείωσης του χάσματος.



[1]  B. Harris, "What is the gender gap (and why is it getting wider)?», World Economic Forum, 01 Nov 2017. [Online at: https://www.weforum.org/agenda/2017/11/the-gender-gap-actually-got-worse-in-2017/ ]
[2] B. Harris, ibid.
[3] "Gender pay gap in the UK: 2019", Office for National Statistics [GB], 29 October 2019/ [Online at: https://www.ons.gov.uk/employmentandlabourmarket/peopleinwork/earningsandworkinghours/bulletins/genderpaygapintheuk/2019 ]
[4] Office for National Statistics [GB], ibid.
[5] "Understanding the gender pay gap: definition and causes", European Parliament News, 31 January 2020. [Online at: [https://www.europarl.europa.eu/news/en/headlines/society/20200109STO69925/understanding-the-gender-pay-gap-definition-and-causes]
[6] European Parliament News, ibid.
[8] E. Coghlan and S. Hinkley, "State Policy Strategies for Narrowing the Gender Wage Gap", Institute for Research on Labor and Employment,  10 April 2018. [Online at: https://irle.berkeley.edu/state-policy-strategies-for-narrowing-the-gender-wage-gap/ ]
[9] E. Coghlan and S. Hinkley, ibid.

[10] R. Bando, S. Berlinski, J. Martinez Carrasco, "Gender Inequality in Latin America: The Long Road Ahead", , Inter-American Development Bank blog, 13 September 2019 . [Online at: https://blogs.iadb.org/ideas-matter/en/gender-inequality-in-latin-america-the-long-road-ahead/]
[11] R. Jackson, G. Sorensen, Θεωρία και μεθοδολογία των διεθνών σχέσεων : Η σύγχρονη συζήτηση, Τίτλος πρωτοτύπου: Introduction to International Relations: Theories and Approaches, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2006, σελ.405.
[12] R. Jackson, G. Sorensen,  ibid, σελ.405.
[13] R. Jackson, G. Sorensen,  ibid, σελ.406.
[14] R. Jackson, G. Sorensen,  ibid, σελ.406.
[15] S. Hall, "To ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας", κεφάλαιο του βιβλίου Η Νεωτερικότητα Σήμερα: Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός,  Β' έκδοση, τίτλος πρωτοτύπου: Modernity and its Futures, Εκδόσεις Σαββάλας, 2003, σελ. 425.

Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *