Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Η ευρωπαϊκή προοπτική της Σερβίας και η προστασία των μειονοτήτων

της Θεώνης Γρίβα




Εάν μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως υπάρχει μία έννοια, χαρακτηριστική για την επικρατούσα κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αυτή είναι η έννοια της ποικιλομορφίας. Οι χώρες στο πιο ετερογενές σημείο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ανέκαθεν αποτελούσαν και παραμένουν ένα ανθρώπινο μωσαϊκό με τις δικές του εθνοτικές, γλωσσικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται μέσα από την εξέλιξη των κοινωνιών των χωρών αυτών, στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλε σημαντικά η συμβίωση των εθνικά κυρίαρχων ομάδων και μειονοτήτων.[1]
Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστά αναμφίβολα η Δημοκρατία της Σερβίας, συμπεριλαμβανόμενη και επίσημα στις πλέον πολυεθνικές περιπτώσεις κρατών μέσα στη Γηραιά Ήπειρο. Λειτουργώντας στο ίδιο μήκος κύματος με τους περισσότερους εκ των γειτόνων της, δηλαδή σε μία λογική πλειοψηφίας-μειοψηφίας ως προς τον πληθυσμό και τον κοινωνικό της ιστό, η Σερβία φιλοξενεί περισσότερες από είκοσι καταγεγραμμένες εθνοτικές ομάδες, εγκατεστημένες είτε στα σύνορά της με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, είτε σε επαρχιακές πόλεις ή ακόμα και διάσπαρτες σε ολόκληρη την επικράτεια. Όπως έχει παρατηρηθεί, η παρουσία των μειονοτήτων στην περιοχή κινείται σε δύο ταχύτητες: στους «παλιούς» ή αυτόχθονες πληθυσμούς και τις «νεότερες» μειονότητες ως απόρροια της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μία γέφυρα συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη της χερσονήσου που αποσκοπεί στις μεταξύ τους καλύτερες σχέσεις καθώς και στην περιφερειακή σταθερότητα. Πέραν, όμως, της εδαφικής κατανομής, τα εν λόγω σύνολα διαφοροποιούνται με βάση και έτερα χαρακτηριστικά όπως η θρησκεία και η γλώσσα,[2] η παράδοση, «οι δημογραφικές εξελίξεις, η κοινωνική θέση, η εθνική χειραφέτηση και η πολιτική οργάνωση».[3] Με γνώμονα, επομένως, τα διαθέσιμα στοιχεία που προκύπτουν από την τελευταία απογραφή του συνολικού πληθυσμού το 2011,[4] κυρίαρχες μειονότητες στη Σερβία θεωρούνται οι Ούγγροι, η κοινότητα των Ρομά, οι Βόσνιοι, οι Κροάτες, οι Σλοβάκοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι και οι Βόρειοι Μακεδόνες.[5] Μία πληθυσμιακή ομάδα της τάξης του σχεδόν 1,2 εκατομμυρίων ατόμων σε σύνολο 8,7 εκατομμυρίων πολιτών. Αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος, δίνοντας το στίγμα ως προς τη δυναμική και τη σημασία που έχουν οι ξεχωριστές αυτές κοινωνίες αφενός στο εσωτερικό της Σερβίας και αφετέρου «στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση»[6]. Τα πρωτεία στην ετερογένεια, πάντως, εξακολουθεί να κατέχει η αυτόνομη επαρχία της Βοϊβοντίνας (Vojvodina), συγκεντρώνοντας τον μεγαλύτερο αριθμό των εθνικών κοινοτήτων που ζουν συλλήβδην στη Σερβία και τους Ούγγρους να απαρτίζουν το 13% του εκεί πληθυσμού. Περιοχή με το δικό της «χρώμα», τη δική της κυβέρνηση και Βουλή, με επτά επίσημες γλώσσες,[7] ούσα μία περίπτωση που ξεχωρίζει όσον αφορά στην αναγνώριση μίας σειράς δικαιωμάτων των μειονοτήτων όπως αυτά της διδασκαλίας, της ίδρυσης συμβουλίων και πολιτιστικών συλλόγων. 
Εν προκειμένω, το ζήτημα των μειονοτήτων στη Σερβία σε σχέση με τα δικαιώματα και τη νομική τους υπόσταση έχει περάσει από δύο διαφορετικές φάσεις με την αρχή του να εντοπίζεται «στα γεγονότα που συνδέονται με την πτώση της πρώην Γιουγκοσλαβίας».[8] Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη φάση αναφέρεται στην περίοδο που ακολούθησε της γιουγκοσλαβικής κατάρρευσης όταν αναδύθηκε και κυριάρχησε ο Slobodan Milošević στην επόμενη μέρα για την Σερβία και την περιοχή, φτάνοντας έως το 2006 και τη θέσπιση του νέου Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, το δεύτερο στάδιο παρακολουθεί όλα όσα διαδραματίστηκαν επί του ζητήματος στη μετά-Milošević εποχή και δη την πολιτική που αναπτύσσεται σε σχέση με την προστασία των μειονοτήτων.
Είναι αλήθεια ότι, τόσο για τη βαλκανική όσο και για την σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, το χρονικό διάστημα 1990-2000 έμεινε περισσότερο γνωστό ως η «δεκαετία του σκότους» με το καθεστώς Milošević να δίνει ελάχιστη, έως και μηδενική αξία στην ιδέα της μειονότητας και στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Συνθήκες που άλλαξαν μετά την πτώση του καθεστώτος τον Οκτώβριο του 2000 όταν η Σερβία, ξεκινώντας την πορεία της προς τον εκδημοκρατισμό και την ομαλοποίηση των εσωτερικών συγκρούσεων, δεσμεύτηκε να θεσπίσει μία νέα μειονοτική πολιτική που θα έχει ως πυρήνα της την προώθηση και την προστασία αυτών των δικαιωμάτων. Το νέο νομικό πλαίσιο για τις εθνοτικές ομάδες αποτελείται από τις 64 σχετικές διατάξεις του σερβικού Συντάγματος, «τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, επικυρωμένες διεθνείς συνθήκες και τους νόμους».[9] Σε συνδυασμό με τους γενικούς κανονισμούς, όπως αυτοί έχουν θεσπιστεί από τις αυτόνομες επαρχίες και την τοπική αυτοδιοίκηση, παρέχοντας την εγγύηση που δεν υπήρχε στο παρελθόν αναφορικά με τις ελευθερίες όσων συνιστούν μέρος αυτών των συνόλων. Έτσι, επιτεύχθηκε ένα πρώτο και εξαιρετικά σημαντικό βήμα για τις μειονότητες και κάθε άτομο που ανήκει σε αυτές, με τον κατάλογο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και μπαίνουν σε καθεστώς προστασίας να είναι μακρύς:
  • γενικός προσδιορισμός του νομικού καθεστώτος των μειονοτήτων
  • δικαίωμα στην πολιτική συμμετοχή και πρόσβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων[10]
  • δικαίωμα στην επίσημη χρήση της μειονοτικής (μητρικής) γλώσσας, την εκπαίδευση με μειονοτικά βιβλία, τον πολιτισμό και την πληροφόρηση
  • δικαίωμα στη μειονοτική αυτοδιοίκηση
  • η αξιολόγηση της συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας με τα διεθνή νομικά έγγραφα[11]
  • υποχρέωση του κράτους να αντιμετωπίζει οποιαδήποτε εμφάνιση εξαιτίας φυλετικού, θρησκευτικού και εθνικού αυτοπροσδιορισμού
  • δικαίωμα των μειονοτικών πολιτών να συνεργάζονται με ομοεθνείς από άλλες χώρες σε τομείς όπως η οικονομία, η εκπαίδευση και ο πολιτισμός
  • πρόβλεψη για σύσταση συνηγόρου των μειονοτήτων σε τοπικό επίπεδο, επιθεωρώντας την κατάσταση της θέσης τους και συντάσσοντας αναφορές σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν
Ωστόσο, το ουσιαστικότερο βήμα που έκανε το βαλκανικό κράτος προς αυτή την κατεύθυνση ήταν στα τέλη του 2001, με την επικύρωση της «Σύμβασης-Πλαισίου για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων» (FCNM) του Συμβουλίου της Ευρώπης.[12] Η σύμβαση αυτή, αποτελεί το πρώτο διεθνές έγγραφο που επικυρώθηκε ποτέ από την Εθνοσυνέλευση της Δημοκρατίας της Σερβίας, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν τα μέγιστα η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διεθνής κοινότητα, ασκώντας πιέσεις στο διάδοχο καθεστώς Đinđić που προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα κράτος δικαίου μέσω ρηξικέλευθων δράσεων όπως οι αλλαγές στα μειονοτικά ζητήματα της χώρας.
Συνεχίζοντας την πορεία προς τη νέα και πιο ελπιδοφόρα πολιτική περί μειονοτήτων, στις 27 Φεβρουαρίου 2002 εγκρίθηκε από τη Συνέλευση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία και Μαυροβούνιο) ο νόμος για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των εθνοτικών ομάδων, γεγονός που οφείλεται στην ενεργή διαβούλευση με το διεθνή παράγοντα, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας βελτίωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σερβία. Δεδομένων, επομένως, των σχετικών εγγυήσεων που έχει λάβει το Βελιγράδι, για τη συμμετοχή της χώρας με την ιδιότητα του μέλους στο Συμβούλιο της Ευρώπης τον Απρίλιο του 2003 και την επικύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα τον Μάρτιο του 2004 από το σερβικό Κοινοβούλιο, το νομικό σύστημα της Σερβίας αποκτά την απαρέγκλιτη υποχρέωση να εναρμονίζεται και να συμμορφώνεται με βάση το πλαίσιο που ισχύει στην Ευρώπη και σε παγκόσμια κλίμακα, προβλέποντας την άσκηση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων στους κόλπους των εθνικών μειονοτήτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση όλων στο εσωτερικό της και την προστασία από τις διακρίσεις κάθε είδους, παρέχοντας ένα υψηλό επίπεδο προάσπισης σε σχέση με τα μειονοτικά δικαιώματα και όχι μόνο. Ένας παράγοντας με τη δική του σημασία εξίσου και για τους στρατηγικούς στόχους που έχουν να κάνουν με τη διαδικασία ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρόλα αυτά, ο δρόμος της Σερβίας για την ευρωπαϊκή οικογένεια δεν περνάει μόνο μέσα από τον σεβασμό και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των μειονοτήτων και των δημοκρατικών αξιών στο πλαίσιο της πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια. Επιπλέον, το δικό τους ρόλο διαδραματίζουν και οι σχέσεις της χώρας με το γειτονικό Κόσοβο, παρουσιάζοντας έντονες διακυμάνσεις την τελευταία εικοσαετία, ειδικότερα από το 2008 και την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου. Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν, κατά καιρούς, επιμείνει πως η Σερβία πρέπει να εξομαλύνει τα μεταξύ τους «αγκάθια» πριν από την ένταξή της.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες ούτως ώστε οι δύο πλευρές να βρουν λύσεις στα μεταξύ τους προβλήματα έπειτα από πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα τέτοιο πρώτο βήμα έλαβε χώρα το 2011 στο πλαίσιο του «Διαλόγου Βελιγραδίου - Πρίστινας»[13] όταν Σερβία και Κόσοβο έθεσαν επί τάπητος καίριους τομείς, διαπραγματευόμενες την οικονομική τους συνεργασία, την ελεύθερη κυκλοφορία, τις ταυτότητες και τις πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων, την αναγνώριση των πανεπιστημιακών πτυχίων, το μητρώο πολιτών, τα τελωνειακά ζητήματα, το κτηματολόγιο και το ελεύθερο εμπόριο.[14] Οι διεργασίες που κορυφώθηκαν τα επόμενα δύο χρόνια, οδήγησαν στην ιστορική, όπως χαρακτηρίστηκε, Συμφωνία των Βρυξελλών[15] που υπεγράφη στις 19 Απριλίου 2013 και προσέφερε «την πρώτη επίσημη βάση για ομαλοποιημένες σχέσεις μεταξύ των δύο γειτόνων, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη αποκέντρωση του βόρειου Κοσόβου και του σερβικού πληθυσμού του».[16] Έκτοτε, υπήρξαν εξελίξεις στις διακρατικές σχέσεις των χωρών αυτών, με θετικά και λιγότερο θετικά αποτελέσματα.  Επί παραδείγματι, οι συμφωνίες για τη δημιουργία μόνιμων διασυνοριακών διαβάσεων, η αποκατάσταση των πτήσεων ανάμεσα σε Βελιγράδι και Πρίστινα, οι εμπορικές κυρώσεις που είχε επιβάλλει το Κόσοβο στα εισαγόμενα εμπορεύματα από τη Σερβία τις οποίες και κατήργησε έπειτα από αμερικανικές και γερμανικές πιέσεις σε συνδυασμό με τα εμπόδια, τις αμφιβολίες και την πιο σκληρή πολιτική στάση που ανά διαστήματα υιοθετήθηκε από κοινού, μπορούν να συνοψίσουν το κλίμα που επικράτησε στις σχέσεις αυτού του διπόλου. Μολαταύτα, ένα από τα κυριότερα εμπόδια ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες παραμένει η κατάσταση αναφορικά με την σερβική μειονότητα που ζει σε μεγάλο ποσοστό στο Βόρειο Κόσοβο, περίπτωση η οποία με όλα τα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα δεν έχει ευνοήσει την επίσημη επανέναρξη των διαπραγματεύσεών τους από τα τέλη του 2018 αν και ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ Richard Grenell έχει διοργανώσει συζητήσεις ανάμεσα σε Vučić και Thaçi, παρακάμπτοντας την ΕΕ. Παράλληλα, μολονότι τίθεται ολοένα και πιο πιεστικά η άποψη να βρεθεί «μία λύση που θα περιλαμβάνει την ανταλλαγή γης»[17], αυτή δε γίνεται αποδεκτή από πλειάδα πολιτών στο Κόσοβο, οι οποίοι φοβούνται ότι «η δημιουργία μονοεθνικών κρατών θα υποκινήσει περαιτέρω συγκρούσεις στα Βαλκάνια»,[18] λαμβάνοντας εξίσου και μία ενδεχόμενη περιφερειακή διάσταση.

Συμπερασματικά, τα δικαιώματα και η προστασία των μειονοτήτων συνιστούν ένα ιδιαίτερο και εύθραυστο ζήτημα που εγείρει πολλή συζήτηση και εξαιρετικά μεγάλη προσοχή. Η μειονοτική πολιτική που ακολουθεί η Σερβία, ως μία πολυεθνική χώρα, την καθιστά ως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα στην Ευρώπη, παρά το γεγονός πως υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης προκειμένου να επιτευχθεί ένα σταθερό και διαρκές πεδίο εφαρμογής. Ωστόσο, η εξέλιξη στην αποδοχή και την ένταξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν αρκεί ώστε να καθοριστεί ο ρυθμός ένταξης της χώρας ως κράτος-μέλος στην ΕΕ, καθώς παραμένει ο παράγοντας «Κόσοβο» και η φιλοδοξία να οριστικοποιηθεί κάποια στιγμή ένας γόνιμος συμβιβασμός ανάμεσα σε δύο πλευρές που θέλουν σίγουρα να εξασφαλίσουν από κοινού τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη. Ένας στόχος ο οποίος, επί του παρόντος, βρίσκεται σε φάση αναμονής και η όποια πρόοδος συντελεστεί οφείλει να βασιστεί σε υγιείς αρχές και σαφείς κόκκινες γραμμές. 


[1] Η παρουσία των μειονοτικών πληθυσμών στα Βαλκάνια δεν αποτελεί ένα σημερινό φαινόμενο που προέκυψε από την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την συγκρότηση των εθνικών κρατών η οποία καθυστέρησε αισθητά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αντιθέτως, οι ρίζες του εν λόγω ζητήματος πρέπει να αναζητηθούν στο πολιτικό σύστημα των δύο αυτοκρατοριών που κυριάρχησαν στην περιοχή, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Πιο συγκεκριμένα, το οθωμανικό σύστημα προέβλεπε ότι η θρησκεία είναι αυτή που καθορίζει την συμμετοχή σε αυτή την κοινωνία και όχι η συμμετοχή σε κάποια εθνοτική ομάδα με τους υπηκόους να οργανώνονται σύμφωνα με το σύστημα των μιλέτ, εμποδίζοντας έτσι τη δημιουργία μίας εθνικής ταυτότητας και συντηρώντας τις διακρίσεις μεταξύ του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, η αυτοκρατορία των Αψβούργων προέβαλλε έναν πιο επιθετικό εθνικισμό με την αριστοκρατία να είναι συστατικό στοιχείο του πολιτικού οικοδομήματος, προχωρώντας σε μία πιο σκληρή περιχαράκωση της ιδιαιτερότητας του κροατικού έθνους.
[2] Πρόκειται κυρίως για καθολικές και μουσουλμανικές μειονότητες. Σχετικά με τις αναγνωρισμένες μειονοτικές γλώσσες, αυτές είναι οι εξής: Ουγγρική, Σλοβακική, Ρουμανική, Βουλγαρική, Ρούσιν (ανατολική σλαβική γλώσσα), Βοσνιακή και Κροατική.
[3] “National Minorities in Serbia’s Relationship with the Neighbours – The Status of National Minorities in Serbia and EU Negotiations: The Role of Neighbouring Countries”, Forum of Ethnic Relations, 2017, p.9. [Διαθέσιμο: http://fer.org.rs/wp-content/uploads/2018/01/Forum-1-2017-ENG-12032017-1-1.pdf]
[4] Περισσότερα στοιχεία από την τελευταία ενημέρωση των στοιχείων της απογραφής του 2011 στην οποία προχώρησε η Στατιστική Υπηρεσία της Σερβίας τον Ιανουάριο του 2017 σε σχέση με την κατανομή του σερβικού πληθυσμού ανά εθνικότητα και θρησκεία στον ιστότοπο: https://data.stat.gov.rs/Home/Result/3102010003?languageCode=en-US
[5]  Πέραν των συγκεκριμένων εθνικών κοινοτήτων, άλλες μειονότητες που ζουν στη Σερβία είναι οι Βλάχοι, οι Γιουγκοσλάβοι, οι Μουσουλμάνοι, οι Σλοβένοι, οι Rusyns, οι Gorani (Σλάβοι Μουσουλμάνοι), οι Ουκρανοί, οι Ρώσοι, οι Γερμανοί ενώ σε μικρότερο ποσοστό έχουν καταγραφεί Τσέχοι, Αιγύπτιοι και Εβραίοι. 
[6] Forum of Ethnic Relations, 2017, p. 10.
[7] Σερβικά, ουγγρικά, κροατικά, τσέχικα, ρουθενικά, ρουμανικά και σλοβακικά.
[8] J. Kamberi, “‘The Other’ of Serbia; the Albanians”, İNSAMER, 23 October 2019. [Διαθέσιμο: https://insamer.com/en/the-other-of-serbia-the-albanians_2431.html]
[9] Constitution of Republic of Serbia, Section Two, Article 18, 2006. [Διαθέσιμο: https://www.ilo.org/dyn/natlex/docs/ELECTRONIC/74694/119555/F838981147/SRB74694%20Eng.pdf]
[10] Από το 2007 σημειώθηκε αυξανόμενη συμμετοχή μειονοτικών αντιπροσώπων σε εθνικό επίπεδο. Μία πρόοδος που πιστοποιήθηκε στις εκλογές του 2008 με τους περισσότερους βουλευτές των μειονοτικών κομμάτων που εισήλθαν μέχρι τότε στη σερβική Βουλή (περίπου το 5% του τότε Κοινοβουλίου). Τα πιο σημαντικά μειονοτικά κόμματα αποτελούν: ο Αλβανικός Συνασπισμός από την Κοιλάδα του Πρέσεβο, το Δημοκρατικό Αλβανικό Κόμμα, η Συμμαχία των Ούγγρων της Βοϊβοντίνας και το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης του Σαντζάκ (Βοσνιακή μειονότητα).
[11] Forum of Ethnic Relations, 2017, p. 12.
[12] Η Σύμβαση-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων (FCNM) εγκρίθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 10 Νοεμβρίου 1994 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1998. Είναι το πρώτο νομικά δεσμευτικό πολυμερές μέσο που αφιερώνεται στην προστασία των μειονοτικών ομάδων σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσω αυτής της πρωτοβουλίας καθορίζεται το πεδίο για τα κράτη-μέλη να μεταφράσουν και να εφαρμόσουν τις εν λόγω διατάξεις μέσω της εθνικής τους νομοθεσίας και των κατάλληλων κυβερνητικών πολιτικών. Ως μέρος της καθολικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αντίστοιχη προστασία των μειονοτήτων καθιστά μία εκ των δράσεων του ευρωπαϊκού θεσμού, περιλαμβάνοντας τις ακόλουθες ενέργειες: καθορισμό προτύπων, διακυβερνητική συνεργασία, ανάπτυξη και εδραίωση της δημοκρατικής σταθερότητας, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στην κοινωνία των πολιτών.
[13] Μία σειρά διευθετημένων συνομιλιών της ΕΕ μεταξύ των κυβερνήσεων της Σερβίας και του Κοσόβου η οποία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011 και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Πρόκειται για τις πρώτες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές από τότε που το Κόσοβο κήρυξε ανεξαρτησία τον Φεβρουάριο του 2008.  
[14] V. Todoric, L. Malazogu, “Belgrade-Prishtina Dialogue: Transformation of Self-Interest required”, Project on Ethnic Relations, November 2011. [Διαθέσιμο: https://d4d-ks.org//assets/2012/09/2011-11-16-PER-Beograd-Pristina-Dialogue.pdf]
[15] Μία συμφωνία που χαιρετήθηκε ως ουσιαστικό βήμα που θα επέτρεπε στις δύο χώρες να προχωρήσουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τη δέσμευση να μην εμποδίσουν την πρόοδο κάθε πλευράς ή να ενθαρρύνουν άλλες χώρες προς αυτή την κατεύθυνση.
[16] P. Smolar, “Serbia and Kosovo sign historic agreement”, The Guardian, 30 April 2013. [Διαθέσιμο: https://www.theguardian.com/world/2013/apr/30/serbia-kosovo-historic-agreement-brussels]
[17] E. Molina, “Why the EU should lead talks between Kosovo and Serbia”, European Council on Foreign Relations (ECFR), 16 April 2020. [Διαθέσιμο: https://www.ecfr.eu/article/commentary_why_the_eu_should_lead_talks_between_kosovo_and_serbia]
[18] Ibid.
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *