Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Δημοκρατία και ΜΜΕ στην Τουρκία, μετά τη νέα εκλογή Erdoğan

της Γρίβα Θεώνης

Αδιαμφισβήτητα, ο ευρύτερος χώρος της νοτιοανατολικής Ευρώπης αποτελεί τα τελευταία χρόνια, μία πολυσυζητημένη γεωγραφική περιοχή, καταφέρνοντας να γίνει επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Στο διαμορφωμένο, αυτό, status quo, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η Τουρκία, συνιστώντας, αν όχι τον κυριότερο, έναν από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες για διαφορετικούς λόγους.                                    
 Αφενός λόγω της εξωτερικής πολιτικής, την οποία ασκεί, με πολλούς αποδέκτες και αφετέρου εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων, που παρατηρούνται στο εσωτερικό της. Λόγοι αρκούντως σημαντικοί, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τα τεκταινόμενα από το πραξικόπημα του 2016 και όσα επακολούθησαν έκτοτε. Αναβρασμός στο πολιτικό σκηνικό, κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι σε μία αυταρχική πολιτική, το δημοψήφισμα του 2017, η συνταγματική αναθεώρηση και οι πρόωρες εκλογές που έλαβαν χώρα τον Ιούνιο του 2018, είναι κάποιες από τις όψεις ενός «δύσκολου νομίσματος» σε μία χώρα, όπου θέτονται ξεκάθαρα ζητήματα ανελευθερίας και δημοκρατικού ελλείμματος. Αναφορικά, λοιπόν, με το συνολικό πρόβλημα που συναντάται στην Τουρκία, μία πιο συγκεκριμένη έκφανσή του, την οποία και πραγματεύεται το παρόν άρθρο, είναι η ακόλουθη: η τακτική «φίμωσης» για την οποία γίνεται πολύς λόγος και ακολουθεί το καθεστώς Recep Tayyip Erdoğan απέναντι στα ΜΜΕ, απολύοντας, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας δημοσιογράφους για την κριτική τους στα εντός και εκτός συμβάντα. Κινήσεις, που αναδεικνύουν με τη σειρά τους, «τη χρήση ποικίλων μεθόδων πίεσης από την κυβέρνηση, ώστε να επιφέρει αυτο-λογοκρισία στον Τύπο»,[1] κάτι που είναι και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Με βάση, επομένως, αυτό το πλαίσιο, ένα πρώτο συμπέρασμα το οποίο εύλογα συνάγεται, είναι πως «η κατάσταση στην ελευθερία του Τύπου στην Τουρκία έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο».[2]                                                                                                                              
 Η ρητορική Erdoğan, όσον αφορά στην γνώμη του για τα ΜΜΕ, τον ρόλο τους ως τιθέμενη τέταρτη εξουσία και τη θέση τους σε ένα ευνομούμενο κράτος, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Αντιθέτως, διανθίζεται με δηλώσεις και πράξεις σε επαναληπτική βάση, με την πιο πρόσφατη αναφορά πάνω στο ακανθώδες, αυτό, ζήτημα, να γίνεται τον προηγούμενο μήνα. Πιο αναλυτικά, σε εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα με αφορμή τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά, ο Τούρκος Πρόεδρος είπε, μεταξύ άλλων, ότι ακόμα και οι ισχυρότερες χώρες κυβερνώνται από τον Τύπο και όχι από τους εκάστοτε ηγέτες τους, «φωτογραφίζοντας» ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Χώρες του δυτικού κόσμου, στην περίπτωση των οποίων οι διμερείς σχέσεις με την Τουρκία διακατέχονται από συνεχείς διακυμάνσεις. Η δήλωση αυτή ήρθε ως στοχευμένη απάντηση στα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, που κατηγορούνται για εκστρατεία παραπληροφόρησης, προκειμένου να δυσφημίσουν την τουρκική κυβέρνηση. Αυτό που τίθεται, συνεπώς, είναι ζήτημα ισχύος και στη συγκεκριμένη δημόσια τοποθέτηση τονίζεται πως «ένας πολιτικός δεν μπορεί να εφαρμόσει υγιείς πολιτικές αν φοβάται τα ΜΜΕ»[3] ενώ η κάθε κυβέρνηση οφείλει να ενδιαφέρεται για το πώς αξιολογείται η ίδια και το έργο της μόνο από το λαό. Με λίγα λόγια, δημοκρατία και Τύπος είναι ένας όχι και τόσο εφικτός συνδυασμός.                 
Και όλα αυτά τη στιγμή που το τουρκικό κράτος είναι στο «στόχαστρο» της Δύσης. ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν εκδηλώσει, σε όλους τους τόνους, την αντίθεση όπως και την γενικότερη κατακραυγή τους απέναντι στον μεσαιωνισμό και τα εμπόδια που επιβάλλονται στον Τύπο και τους εκπροσώπους του, ως προς την κριτική που πρέπει να ασκείται στα «έργα και τις ημέρες» της κυβέρνησης. Ποια ήταν, όμως, η αρχή αυτής της προβληματικής κατάστασης, για την οποία η μετέπειτα εξέλιξη παραμένει άγνωστη; Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το 2016, όταν και ομάδες Τούρκων στρατιωτικών αποπειράθηκαν να ανατρέψουν το ισχύον καθεστώς.           
 Μπροστά σε αυτήν την πρόκληση, ο Erdoğan ανακοίνωσε ότι η χώρα επρόκειτο να τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για διάστημα τριών μηνών, με τη δυνατότητα να κυβερνά, παρακάμπτοντας το Κοινοβούλιο. Κάτι που τελικά δεν ίσχυσε, αφού αντιθέτως η περίοδος της έκτακτης ανάγκης διήρκησε περίπου 2 χρόνια. Ως εκ τούτου και με βάση το προαναφερθέν πλεονέκτημα, διατάχθηκε το κλείσιμο εφημερίδων, τηλεοπτικών & ραδιοφωνικών σταθμών, εκδοτικών οίκων «με προβαλλόμενους δεσμούς με το κίνημα του, κατοικοεδρεύοντος στις ΗΠΑ, Ισλαμικού κληρικού, Fethullah Gülen, τον οποίο η κυβέρνηση κατηγορεί ως ιθύνοντα νου για την αποτυχημένη απόπειρα του πραξικοπήματος».[4] Τα δεδομένα, που προέκυψαν, διαμόρφωσαν μία νέα πραγματικότητα, επιφυλάσσοντας δυσάρεστες εκπλήξεις για τους εκπροσώπους των ΜΜΕ, στηριζόμενες στη χρήση του Άρθρου 301 του τουρκικού Ποινικού Κώδικα. Άρθρο που «ποινικοποιεί την δυσφήμιση του τουρκικού έθνους»[5], διώκοντας όσους εκφράζουν, κατ’ αυτό, υποτιμητικές απόψεις για το κράτος και τους θεσμούς του.                                                                                            Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένας μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων και εν γένει εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης της γειτονικής χώρας, διώχθηκαν με κατηγορίες για κατασκοπεία, αποκάλυψη κρατικών μυστικών, τρομοκρατική προπαγάνδα, υποκίνηση μίσους και εχθρότητας αλλά και προσβολή στο πρόσωπο του Erdoğan. Ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να παραβλέψει την υπόθεση Can Dündar, αρχισυντάκτη της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Cumhuriyet, ο οποίος αποτέλεσε «κόκκινο πανί» για την κυβέρνηση, αποκαλύπτοντας σε άρθρο της εφημερίδας «τις παραδόσεις όπλων στη Συρία μέσω Τουρκίας σε φορτηγά ιδιοκτησίας της Τουρκικής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών»;[6] Η αντίδραση από την αντίπαλη πλευρά ήταν κάτι παραπάνω από άμεση, προχωρώντας σε απειλές εναντίον του Dündar. Σύμφωνα με το καθεστώς, πρόθεση «είναι να αμαυρώσουν την εικόνα της Τουρκίας»[7], δηλώνοντας επιπρόσθετα ότι «το πρόσωπο, που δημιουργεί αυτές τις ειδήσεις θα πληρώσει ένα βαρύ τίμημα»[8]. Συνέπεια όλου αυτού ήταν ο δημοσιογράφος, μετά και την επίθεση με πυροβολισμό, που δέχτηκε έξω από το δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης, να εγκαταλείψει τη χώρα και να μετοικήσει μόνιμα στο Βερολίνο. Ή τουλάχιστον, μέχρι ο επανεκλεγείς πρόεδρος να αποχωρήσει οριστικά από την τουρκική πολιτική σκηνή.                                                                    
 Μολαταύτα, αυτή η αυταρχικότητα δεν περιορίζεται και δεν σταματά εδώ. Εφαρμόζεται και σε ανταποκριτές εφημερίδων ή τηλεοπτικών σταθμών από έτερες χώρες, που δραστηριοποιούνται εκεί και κατά περιπτώσεις, έχουν και τουρκική υπηκοότητα. Και πάντα η αιτία είναι κάποια είδηση, κάποιο άρθρο, το οποίο θα μπορούσε να πλήξει ή να απειλήσει το πρόσωπο και το κύρος του Τούρκου Προέδρου ή η παραμικρή ένδειξη για πιθανή σχέση με τρομοκρατία. Απόδειξη η σύλληψη του ανταποκριτή της Die Welt, Deniz Yucel, τον Φεβρουάριο του 2017 για κατασκοπεία, ο οποίος κατηγορήθηκε για άρθρα προπαγάνδας και εν τέλει αποφυλακίστηκε μετά από ένα χρόνο παραμονής στη φυλακή. Περίοδος όπου οι γερμανοτουρκικές σχέσεις έφτασαν στο ναδίρ τους, παρά τη φίλα προσκείμενη στάση της γερμανικής κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας στην ΕΕ, ακόμα και μετά τη σύλληψη βουλευτών της αντιπολίτευσης και δημοσιογράφων.                                                     
   Προχωρώντας, επομένως, σε μία σύνοψη των παραπάνω, η Τουρκία βρίσκεται σε έναν κυκεώνα, όπου η ελευθερία και ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν συνιστούν μία αυτονόητη κατάσταση. Κάτω από την προεδρία του Recep Tayyip Erdoğan, «το tweet έχει μετατραπεί σε έγκλημα και μία ταραχώδης δημοκρατία μετατρέπεται σε δικτατορία».[9] Ένα έθνος που φιλοδοξούσε «να γίνει υπόδειγμα φωτισμένης μετριοπάθειας μεταμορφώνεται από τον Erdoğan σε μία μελαγχολική ολοκληρωτική φυλακή».[10] Γεγονός που αντιτίθεται στην πρώτη εικόνα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται, το 2002, όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) ανήλθε στην εξουσία, υποσχόμενο κάτι διαφορετικό για την τουρκική πολιτική, οικονομία και τη δημοκρατία, συστήνοντας, ταυτόχρονα, θεμέλια για τη δημιουργία ενός κράτους δικαίου.                                                                                        
 Φτάνοντας, εντούτοις, στο σήμερα, η κατάσταση στον κλάδο του Τύπου διαρκώς επιδεινώνεται. Η νέα εποχή Erdoğan, ήδη πριν το πραξικόπημα και ιδίως μετά την επανεκλογή του, που συνεπάγεται νέες ολοκληρωτικές εξουσίες, προτάσσει: ισχυροποίηση της εξουσίας του στο εσωτερικό, προβαίνοντας στην εκκαθάριση ομάδων που ελέγχουν τα ΜΜΕ, υπό το σκεπτικό ότι ασκούν μία αντικυβερνητική προπαγάνδα, με απώτερο σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος.                                       
  Πλέον δεν έχει σημασία αν παραβιάζονται οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των δημοσιογράφων, παρά τις απόλυτα καταδικαστικές αποφάσεις και την επιβολή προστίμου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάνοντας ακόμα πιο έκδηλη την παντελή έλλειψη κράτους δικαίου.[11] Το διακύβευμα, ωστόσο, για τη Διεθνή Κοινότητα είναι εξαιρετικά σοβαρό και οφείλει να ξεπεράσει την απλή έκφραση ανησυχίας ή αποτροπιασμού στο άκουσμα και στη θέαση τέτοιων εξελίξεων. Και αυτό διότι η αυταρχική ταυτότητα και η φύση του καθεστώτος, σε συνδυασμό με την κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών αξιών και ελευθεριών, είναι μία πραγματικότητα όπου η σιωπή, στο όνομα διακρατικών συνεργασιών, μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να επιφέρει.


[1] Committee to Protect Journalists (2012). Turkey’s Press Freedom Crisis: The Dark Days of Jailing Journalists and Criminalizing Dissent. Διαθέσιμο σε: https://cpj.org/reports/Turkey2012.English.pdf (Ημερομηνία πρόσβασης: 18/11/2018).
[2] Ibid
[3] Media and democracy not compatible, says Erdoğan. Διαθέσιμο σε: https://ahvalnews.com/press-freedom/media-and-democracy-not-compatible-says-erdogan (Ημερομηνία πρόσβασης: 27/11/2018).
[4]Human Rights Watch (2016). Silencing Turkey’s Media: The Government’s Deepening Assault on Critical Condition. Διαθέσιμο σε: https://www.hrw.org/sites/default/files/report_pdf/turkey1216_web.pdf
(Ημερομηνία πρόσβασης: 20/11/2018).
[5]Ibid.
[6]Ibid.
[7]Ibid.
[8]Ibid.
(Ημερομηνία πρόσβασης: 15/11/2018).
[10]Ibid
[11]Η Τουρκία έχει καταστεί πρωταθλήτρια ευρωπαϊκή χώρα στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έχει καταδικάσει τη χώρα να καταβάλει συνολικές αποζημιώσεις ύψους 61,4 εκατομμυρίων ευρώ σε θύματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το 2004. Οι δύο τομείς με τις περισσότερες παραβιάσεις είναι: δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης (άρθρο 10, ΕΣΔΑ) και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6, ΕΣΔΑ).

Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *