Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Σινο- Ινδική Κρίση: Οι Λόγοι που Επιβάλλουν Αυτοσυγκράτηση


Της Μαρίας Σπάθη

Στα μέσα Μαΐου έλαβε χώρα θερμό επεισόδιο στην αμφισβητούμενη μεθοριακή γραμμή μεταξύ Ινδίας και Κίνας της κοιλάδας του Galwan όταν στρατιώτες της κινεζικής εθνοφρουράς εξαπέλυσαν επίθεση με πέτρες και ρόπαλα εναντίον των ινδικών δυνάμεων περιπολίας κατά μήκος της οριοθετημένης γραμμής ελέγχου. Συνέπεια των παραπάνω ήταν να χάσουν την ζωή τους είκοσι Ινδοί στρατιώτες και ένας αξιωματικός ενώ οι ινδικές αρχές κάνουν λόγο για συλλήψεις και άλλων Ινδών στρατιωτών εκ μέρους της Κίνας. Το ανωτέρω επεισόδιο έρχεται σε συνέχεια μιας ανάλογης κρίσης τον περασμένο Μάϊο χωρίς όμως στην περίπτωση εκείνη να υπάρξουν θύματα αφήνοντας ευρύτατα περιθώρια αποκλιμάκωσης. Στην προκειμένη ωστόσο περίπτωση, έτσι όπως εξελίχθηκε η όποια αποκλιμάκωση συνιστά υπέρβαση εκ μέρους και των δύο πλευρών πoλλώ δε μάλλον για το Νέο Δελχί[1].
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναζητηθούν οι λόγοι που επιβάλλουν σε αμφότερες τις δυνάμεις αυτοσυγκράτηση ώστε να μην υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση, παρότι ήδη από τον Μάϊο και οι δύο έχουν ενισχύσει σημαντικά την στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή[2]. Έχει παρατηρηθεί ότι μεθοριακά επεισόδια μεταξύ ισχυρών δυνάμεων είναι περισσότερο πιθανό να μείνουν σε περιορισμένη κλίμακα από ότι στις περιπτώσεις όπου οι δύο πλευρές διαθέτουν αναλογικά μικρότερη ισχύ[3]. Λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα ισχύος, με βάση την ανωτέρω υπόθεση, αναζητούνται οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι είναι σημαντικά καθοριστικοί για την στάση των δύο μερών.
Οι συνοριακές διαφιλονικίες μεταξύ των δύο ισχυρών του Κινήματος των Αδέσμευτων χρονολογούνται από το  1962 ενώ οι ρίζες του προβλήματος θα πρέπει να αναζητηθούν στην Βρετανική αποαποικιοποίηση[4]. Αναλυτικότερα, η βρετανική αποχώρηση από τις Χώρες των Ινδιών άφησε άλυτο το ζήτημα ελέγχου των εδαφών μεταξύ του Δυτικού (σημερινού) Πακιστάν και της Ινδίας στην περιοχή του Κασμίρ, ενώ συνετέλεσε διαιρετικά μεταξύ των μουσουλμανικού και ινδουιστικού στοιχείου συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη του ινδικού εθνικισμού ώστε να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην σινο- ινδική διαμάχη.
Μεταξύ Ινδίας και Κίνας η αποχώρηση των Άγγλων άφησε παρακαταθήκη τη λεγόμενη γραμμή McMahon (ανατολικά), μεταξύ των βρετανικών Ινδιών και του Θιβέτ η οποία ερχόταν σε αντιδιαστολή με την ισχύουσα τότε Αγγλορωσική συνθήκη του 1907. Ωστόσο με παρότρυνση της Βρετανίας η Ινδία υιοθέτησε την συνθήκη της Simla (1917) και μαζί με αυτή την γραμμή McMahon η οποία εκτείνεται κατά μήκος των Ιμαλαΐων. Στα δυτικά η οριοθέτηση των συνόρων αφορούσε τις γραμμές Johnson και Macartney-Macdonald καθώς όμως επρόκειτο για την αραιοκατοικημένη περιοχή Aksai Chin όπου το υψόμετρο φτάνει στα 5000μ και άνω η οριοθέτηση ήταν αποτέλεσμα την ανάσχεσης του ρωσικού επεκτατισμού περισσότερο και λιγότερο της άσκησης κυριαρχικού ελέγχου. Όταν η Λαϊκή Κίνα εγκαθίδρυσε την κυριαρχία της την αυτόνομη περιοχή του Θιβέτ έθεσε υπό αμφισβήτηση τις γραμμές των συνόρων και για τον σκοπό αυτό το κινεζικό καθεστώς επιδόθηκε σε μία προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων πέραν των ορίων αυτών με όμοια τακτική όπως και σήμερα (κατασκευή οδικού δικτύου με σημεία ελέγχου). Από το σημείο εκείνο και μετά αρχίζει το ζήτημα της εδαφικής κυριαρχίας να αναδεικνύεται[5]. 
Μέσα στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου και ενώ οι σχέσεις Ανατολής-Δύσης είναι σημαντικά τεταμένες, ένα μεθοριακό επεισόδιο κατά μήκος της γραμμής McMahon αποτέλεσε αφορμή ώστε οι δύο δυνάμεις να συγκρουστούν μεταξύ τους και πιθανόν η Ινδία να ήταν αναγκασμένη να αποδεχθεί την συρρίκνωση των εδαφών της εάν τελικά δεν γινόταν αποδεκτή η έκκληση προς την Ουάσιγκτον να επέμβουν στρατιωτικά στο πλευρό τους. Χωρίς να σπαταλήσουν οι ΗΠΑ στρατιωτικές δυνάμεις οδήγησαν τον κινεζικό στρατό σε αναδίπλωση[6]. Η στρατιωτική εμπλοκή των δύο δυνάμεων οδήγησε στην εγκαθίδρυση δύο γραμμών ελέγχου (Line of Actual Control- LAC) στα ανατολικά, και στην οριοθέτηση νέων συνόρων ανατολικά της κοιλάδας του Galwan τα οποία η κάθε πλευρά θεωρεί ως προσωρινά.
Οι διαφιλονικούμενες περιοχές αποτελούν εδάφη με σημαντική χιλιομετρική έκταση και γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η, εδαφική διαφορά αν επιλυθεί στο σύνολο της θα προκύψει κατόπιν εναλλακτικού συμβιβασμού και ανταλλακτικών πλεονεκτημάτων και για τις δύο πλευρές και αυτό είναι κάτι που λειτουργεί ευεργετικά για την διευθέτηση της. Ωστόσο, είναι φανερό ότι και οι δύο πλευρές αδυνατούν να βρουν ένα κοινό σημείο συμβιβασμού τόσο λόγω γεωπολιτικών συμφερόντων όσο και για λόγους ιστορικούς[7]. Μόλις το 1996 τα δύο μέρη έκαναν προσπάθειες οικοδόμησης αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Από την άλλη πάρα τις όποιες αδυναμίες επίλυσης των εδαφικών διαφορών η άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση είναι κάτι που και τα δύο μέρη επιμελώς αποφεύγουν και παρόλο που τα μεθοριακά επεισόδια συμβαίνουν με κάποια συχνότητα από το 2017 και μετά, παραμένουν ωστόσο περιορισμένα.
            Με την Κίνα να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, καθώς τα εδάφη της περιοχής Aksai Chin είναι προσβάσιμα για την Κινεζική πλευρά και ως εκ τούτου είναι σε θέση να διατηρεί τον έλεγχο σε αυτά ενώ, αντίθετα, η Ινδία καλείται να διασχίσει έναν τεράστιο ορεινό όγκο, είναι προφανές ότι η επισταμένη ανάπτυξη δικτύων μετακίνησης οδηγεί στην δημιουργία διλήμματος ασφάλειας για την Ινδία[8]. Τούτο σε συνδυασμό με την ανάπτυξη διμερών σχέσεων με το Πακιστάν κλιμακώνει το δίλημμα σε σημείο ώστε η Ινδία να επιδίδεται στην κατασκευή ορεινού δικτύου και στην μεταφορά οπλικών συστημάτων διεγείροντας και αυτή με την σειρά της τα αντανακλαστικά της Κίνας. Είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου του ελικοειδούς διλήμματος ασφάλειας που οδηγεί στην αντίληψη του αμυντικού ρεαλισμού[9]. 
            Η σύμπραξη της Κίνας με το Πακιστάν προκειμένου η πρώτη να προωθήσει τα εμπορικά της συμφέροντα στην Δυτική Ασία ταυτόχρονα έχει ως αποτέλεσμα η Ινδία να αντιμετωπίζει το σύνδρομο περικύκλωσης και να στρέφει το βλέμμα της προς τις ΗΠΑ επενδύοντας στον οικονομικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό των δύο δυνάμεων. Αν και οι σχέσεις Ινδίας-ΗΠΑ έχουν αναπτυχθεί σημαντικά στο αμυντικό επίπεδο και προφανώς η ανάσχεση του οικονομικού επεκτατισμού της Κίνας είναι κοινός τόπος, ωστόσο, σε περίπτωση κλιμάκωσης δεν είναι εξασφαλισμένο αν οι ΗΠΑ θα έρχονταν σε άμεση και ευθεία αντιπαράθεση με τις Κινεζικές Ένοπλες Δυνάμεις καθώς οι όροι ισχύος δεν είναι παρόμοιοι με εκείνους που επικρατούσαν κατά τη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Επιπλέον, δε, και στην τρέχουσα συγκυρία, η ηγεσία των ΗΠΑ είναι σημαντικά ευμετάβλητη και αυτό επιτρέπει ελάχιστα στην Ινδία να προσβλέπει στην αποτρεπτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρά ταύτα θα πρέπει να επισημανθεί ότι ούτε η Κίνα θα επιθυμούσε να αναμετρηθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίζοντας αφενός τους όρους ισχύος αφετέρου δε τις σχετικές απώλειες μέσα από τις οποίες θα οφείλει να ξαναπροσδιορίσει την ισχύ της σε χαμηλότερη κλίμακα ενώ ο θαλάσσιος έλεγχος της Νότιας Σινικής Θάλασσας θα αποτελέσει μέρος των εκατέρωθεν υπολογισμών[10]. 
Επιπροσθέτως, αν και η σύγχρονη στρατηγική βασίζεται στην τεχνολογική επανάσταση και αυτό της επιτρέπει επιχειρησιακά να χρησιμοποιεί συμβατικά όπλα μεγάλης ακρίβειας και καταστρεπτικής ισχύος, η άσκηση της πυρηνικής αποτροπής παραμένει στην φαρέτρα. Αν και η Κίνα διαθέτει και στο ζήτημα των πυρηνικών όπλων συντριπτική υπεροχή στην περίπτωση που η Ινδία βρεθεί σε κατάσταση εναγκαλισμού είναι εξαιρετικά πιθανόν να προάγει το πυρηνικό ζήτημα. Αν μη τι άλλο η Ινδία ευνοημένη στο ζήτημα αυτό από την γεωγραφία οφείλει να αντιμετωπίζεται σαν υπολογίσιμη πυρηνική δύναμη από την Κίνα λαμβάνοντας υπόψη τα ολέθρια αποτελέσματα ενός πρώτου χτυπήματος. Μεταξύ ισχυρών δυνάμεων τα περιθώρια κλιμάκωσης είναι τεράστια όπως και τεράστια είναι η ένταση της καταστρεπτικής ισχύος στα υψηλότερα επίπεδα της κλίμακας ώστε στο τελικό στάδιο η υποβάθμιση να θεωρείται αβέβαιο σενάριο και συνεπαγόμενα ο κίνδυνος καταφυγής προς τις πυρηνικές κεφαλές να αποτελεί έσχατη λύση. Εν προκειμένω δεν μιλάμε για δύο αλλά τρείς πυρηνικές δυνάμεις – Ινδία , Κίνα και Πακιστάν- γεγονός που επιβάλλει περισσότερη αυτοσυγκράτηση[11].
Ακόμα όμως και στην περίπτωση αποφυγής οποιασδήποτε πυρηνικής απειλής η περιορισμένης χρήσης αυτής μέσω του τακτικού οπλοστασίου η ικανότητα των δύο να αντιπαρατάξουν ισχυρό στρατό και στα δύο μέτωπα θα είχε ως αποτέλεσμα την χρονική διάρκεια της ένοπλης αναμέτρησης με συνέπεια βέβαια εκτός από τεράστιο φόρο αίματος την καθίζηση οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας. Ουσιαστικά λοιπόν θα πρέπει να διακρίνουμε ποιοι είναι οι στρατηγικοί στόχοι που υποκινούν την εδαφική διαφορά. Για την Κίνα είναι η ανάπτυξη του (Νότιου) «Οικονομικού Διαδρόμου» και η δημιουργία του θαλασσίου δρόμου του μεταξιού διαμέσου του Ινδικού Ωκεανού προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Τυχόν εμπλοκή σε ένοπλη αντιπαράθεση κάθε άλλο συμβατή με την οικονομική στρατηγική στην οποία επιδίδεται είναι, ενώ αντίθετα θα αποτελέσει τροχοπέδη στην υλοποίηση του προγράμματος της.
Για την Ινδία η εδαφική διαφορά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα εδάφη του Κασμίρ και την ινδοπακιστανική διαμάχη. Κάθε όξυνση στα σινο-ινδικά σύνορα είναι ικανή να πυροδοτήσει προστριβές στα υψίπεδα του Κασμίρ. Λαμβάνοντας υπόψη το συμμαχικό μέτωπο μεταξύ Κίνας και Πακιστάν τυχόν ήττα για την Ινδία θα συνεπαγόταν και αναδίπλωση προς το Πακιστάν. Στην παρούσα επομένως συγκυρία η Ινδία δεν αναζητά μια οριστική λύση για τα ζητήματα αυτά αφήνοντας την επίλυση τους για το διηνεκές, εφόσον συντρέξουν ευνοϊκότερες συνθήκες.
Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι πρόκειται για εδάφη που ανήκουν στην μέχρι, σχετικά, πρόσφατα αυτόνομη επαρχία του Θιβέτ. Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει αναφερθεί το ζήτημα του Θιβέτ στα πλαίσια της Σινο-ινδικής διαμάχης, εφόσον υφίσταται είναι εξαιρετικά πιθανό να αποτελέσει μέρος του προβλήματος. Είναι επομένως αναμενόμενο η στάση των κατοίκων της περιοχής να παίξει καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβαση της εδαφικής διαφοράς[12]. Ο πληθυσμός των διαφιλονικούμενων εδαφών θα ήταν φαιδρό να τεθεί με το μέρος της Κίνας την οποία αντιλαμβάνεται ως κατακτητική δύναμη ώστε οι διεκδικήσεις της τελευταίας να στερούνται νομιμοποίησης ενώ παράλληλα το ζήτημα της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού να διατηρείται ζωντανό στην διεθνή ατζέντα.
Εξετάζοντας όλες τις παραμέτρους που αφορούν τόσο το επίπεδο υψηλής στρατηγικής όσο και το καθαρά στρατιωτικό, τα δύο κράτη είναι επιβεβλημένο να τηρούν αυτοσυγκράτηση και ταυτόχρονα να προάγουν τον διμερή διάλογο ώστε οι οποίες προσπάθειες οικοδόμησης εμπιστοσύνης που έχουν υλοποιηθεί από το 1996 και μετά να ευδοκιμήσουν περιορίζοντας το δίλημμα ασφάλειας και προάγοντας την διμερή συνεργασία στην βάση των κοινών συμφερόντων[13]. Όπως φάνηκε η επίσημη ηγεσία τόσο στο Νέο Δελχί όσο και στο Πεκίνο ταπέφυγε να δώσει έκταση στο γεγονός παρουσιάζοντας το ως αποτέλεσμα του εμφορούμενου εθνικισμού σε κατώτερο επίπεδο και όχι ως στοχευμένη ενέργεια[14]. Για τους λόγους που ειπώθηκαν ανωτέρω ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται βάσιμος. Θεωρείται επιπλέον βάσιμος λόγω της πανδημικής εξάπλωσης του ιού SARS-CoV-2 καθώς λειτουργεί αποτρεπτικά για στην πραγματοποίηση στρατιωτικών επιχειρήσεων.



[1]Λιούμπας, Α. (Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020). Αναζωπύρωση της Σίνο - Ινδικής έντασης στα υψίπεδα των Ιμαλαΐων. Liberal. Retrieved from https://www.liberal.gr/apopsi/anazopurosi-tis-sino-indikis-entasis-sta-upsipeda-ton-imala%CE%90on/308041
[2]Desk, W. ( June 01, 2020 ). Ladakh row: China touts tank, helicopters for 'high-altitude' warfareHigh-altitude missions impose penalty on weapon systems given thinner density of air. The Week. Retrieved from https://www.theweek.in/news/world/2020/06/01/ladakh-row-china-touts-tank-helicopters-for-high-altitude-warfare.html
[3] Wiegand, K. E. (2011, January). Militarized territorial disputes: States' attempts to transfer reputation for resolve. Journal of Peace Research, pp. Vol. 48, No. 1, pp. 101-113. Retrieved from https://www.jstor.org/stable/29777472
[4] Χριστοδουλίδης, Ν. (31 -12 -2011). Η ανεξαρτησία της Ινδίας. Η Καθημερινή, Κόσμος. Ανάκτηση από https://www.kathimerini.gr/446743/article/epikairothta/kosmos/h-ane3arthsia-ths-indias
[5] Ποια ήταν η Σινο-ινδικό πόλεμο του 1962;. (3 July 2019). Retrieved from Greenlane.com: https://www.greelane.com/el/the-sino-indian-war-1962
[6]Παπασωτηρίου, Χ. (07.02.2016). Ο σινοϊνδικός πόλεμος του 1962. Η Καθημερινή, Κόσμος. Ανάκτηση από https://www.kathimerini.gr/848546/article/epikairothta/kosmos/o-sinoindikos-polemos-toy-1962
[7] Stavrides, J. (19-Ιουν-2020). Ο πόλεμος Ινδίας - Κίνας μόλις έγινε πραγματικός. Capital. Retrieved from https://www.capital.gr/bloomberg-view/3462006/o-polemos-indias-kinas-molis-egine-pragmatikos
[8] Singh, A. P. (June 01, 2020). Why Another Sino-Indian War Is Unlikely. The Diplomat Magazine. Retrieved from https://thediplomat.com/2020/06/why-another-sino-indian-war-is-unlikely/
[9] Μητροπούλου Ε. (1 Αυγούστου 2017,). Γιατί Κίνα και Ινδία είναι ξανά στα «μαχαίρια». Το Βήμα. Ανάκτηση από https://www.tovima.gr/2017/08/01/world/giati-kina-kai-india-einai-ksana-sta-maxairia/
[10] Χατζηστεφάνου, Ά. (18-06-2020). Κίνα - Ινδία: Οι ΗΠΑ σπρώχνουν στον πόλεμο τέσσερις στους 10 κατοίκους του πλανήτη. Sputnik. Retrieved from https://sputniknews.gr/apopseis/202006187571054-kina---india-oi-Ipa-sprohnoun-ston-polemo-tesseris-stous-10-katoikous-tou-planiti/
[11] Smith, S. (June 20, 2020). Nuclear powers, a disputed border and an uneasy truce: Explaining the India-China conflict. nbcnews. Retrieved from https://www.nbcnews.com/news/world/nuclear-powers-disputed-border-uneasy-truce-explaining-india-china-conflict-n1231310
[12] Topgyal, Tsering. (2011). Charting the Tibet Issue in the Sino–Indian Border Dispute. China Report. 47. 115-131. 10.1177/000944551104700205.
[13] Martin, P. (22/04/2015). Πέρα από το 1962, Πώς θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν οι σινο-ινδικές σχέσεις. The Foreign Affairs, Hellenic Edition. Retrieved from https://www.foreignaffairs.gr/articles/70290/peter-martin/pera-apo-to-1962?page=show
[14] Κουτσελάκη, Κ. (17.06.2020). Οργή στην Ινδία μετά την πολύνεκρη σύγκρουση με την Κίνα στα Ιμαλάια. Εφημερίδα των Συντακτών. Ανάκτηση από https://www.efsyn.gr/kosmos/asia/eirinikos/248106_orgi-stin-india-meta-tin-polynekri-sygkroysi-me-tin-kina-sta-imalaia
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *