Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Η σημασία της προσπάθειας αποποινικοποίησης της ενδοοικογενειακής βίας στη Ρωσία

της Χριστίνας Χαχαμίδη
 



Η στάση της ρωσικής κυβέρνησης απέναντι στα δικαιώματα των πολιτών της σε κάποιες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα σκληρή, κάτι το οποίο αποδεικνύεται εν μέρει και από το γεγονός ότι η χώρα σημειώνει ρεκόρ παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάθε χρόνο, με τις τελευταίες εκθέσεις να παρουσιάζουν την κατάσταση ως μία εκ των πιο σοβαρών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το δυτικό ημισφαίριο. Με τον Πρόεδρο της Ρωσίας, Vladimir Putin, είτε να επικροτεί τέτοιου είδους παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε να τις ανέχεται, το ζήτημα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, ωθώντας  χιλιάδες άτομα κάθε χρόνο να στρέφονται στα αρμόδια δικαστήρια, όπως είναι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[1].
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ατόμων, η πολιτική που ακολουθεί η Ρωσία, έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν υπονομευθεί ή καταπατηθεί θεμελιώδη δικαιώματα. Η πρόσφατη τροποποίηση νόμου, σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία, που εγκρίθηκε από το ρωσικό Κοινοβούλιο δεν αποτελεί εξαίρεση από αυτή την πραγματικότητα. Τον περασμένο μήνα, οι Ρώσοι βουλευτές[1] προέβησαν στην έγκριση ενός νόμου που προβλέπει την ελάφρυνση της ποινής για τα άτομα που καταδικάζονται για την πρόκληση σωματικής βλάβης σε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους.
           Οι τροποποιήσεις αυτές, οι οποίες αφορούν στα αδικήματα βίας εναντίον των μελών της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων και των παιδιών, συνιστούν τη μείωση της ποινής, εφόσον δεν έχει προκληθεί σοβαρή σωματική βλάβη στο θύμα. Η ελάφρυνση της ποινής, στην περίπτωση που το αδίκημα λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά, ορίζεται είτε μέσω της επιβολής προστίμου που ανέρχεται στα 30 χιλιάδες ρούβλια (λιγότερα από 500 ευρώ), είτε μέσω της σύλληψης για 15 ημέρες, είτε μέσω υποχρεωτικής κοινωνικής εργασίας.      Αν και εκ πρώτης όψεως οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται να αφορούν όλα τα μέλη της οικογένειας, χωρίς να γίνονται διακρίσεις με βάση το φύλο ή το ρόλο στην οικογένεια, κάτι τέτοιο δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα. Ως επί το πλείστον, οι προσπάθειες αυτές για την αποποινικοποίηση ορισμένων μορφών της ενδοοικογενειακής βίας από την πλευρά της ρωσικής κυβέρνησης σχετίζονται περισσότερο με τα δικαιώματα κυρίως των γυναικών, αλλά και αυτά των παιδιών, καθώς οι περισσότερες περιπτώσεις βίας μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον είναι εκείνες που διαπράττονται εις βάρος τους, με θύτες συνήθως τους άνδρες, μιας και ο ρόλος των γυναικών και των παιδιών στο πλαίσιο της ρωσικής κοινωνίας είναι γενικότερα περιορισμένος.                           
Οι μεταρρυθμίσεις στο συγκεκριμένο νόμο που ψηφίστηκαν αρχικά από την  Κάτω και έπειτα από την Άνω Βουλή του Κοινοβουλίου, ενώ λίγο αργότερα εγκρίθηκαν και από τον Putin, όπως είναι φυσικό, έχουν προκαλέσει πληθώρα αντιδράσεων στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως από κινήματα που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των γυναικών και προσπαθούν να διασφαλίσουν την προστασία και την ασφάλειά τους σε κάθε περίπτωση.                Όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης της χώρας για το 2015, το 40% του συνόλου[2] των εγκλημάτων που διαπράττονται ετησίως σχετίζονται με την ενδοοικογενειακή βία, ενώ παράλληλα από τα σχεδόν 50 χιλιάδες[3] κρούσματα τέτοιου είδους βίας για το ίδιο έτος, η συντριπτική πλειοψηφία είχε ως θύματα τις γυναίκες. Τα στοιχεία αυτά ενισχύονται και από την επίσημη εφημερίδα της ρωσικής κυβέρνησης, η οποία σε παλιότερη έκδοσής της (2010), ανέφερε πως ο ετήσιος αριθμός των γυναικών που καταλήγουν νεκρές, ως αποτέλεσμα της βίαιης συμπεριφοράς των συντρόφων τους, κυμαίνεται ανάμεσα στις 12 και στις 14 χιλιάδες[4].                             
Το γεγονός αυτό, καταδεικνύει τη σημασία που έχει η ύπαρξη μιας ρυθμιστικής αρχής για το φαινόμενο, το οποίο, όπως φαίνεται, εντείνεται με ταχύτατους ρυθμούς, τη στιγμή που γίνονται προσπάθειες από τη διεθνή κοινότητα για βελτίωση και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρόλο που η κυβέρνηση του Vladimir Putin έχει γνώση της εξάπλωσης διαφόρων μορφών βίας μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, δεν παύει να προωθεί πολιτικές που υπονομεύουν τη σημασία των δικαιωμάτων. Η ίδια η κοινωνία της Ρωσίας, μέσω της γνωστής ρωσικής παροιμίας, η οποία στα αγγλικά μεταφράζεται ως “if he beats you, it means he loves you[5], δείχνει την ανοχή της απέναντι στις βίαιες συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σε μία δημοσκόπηση, που διεξήχθη από την κρατική υπηρεσία δημοσκοπήσεων, για την έγκριση του νόμου περί ελάφρυνσης της ποινής των καταδικασθέντων για ενδοοικογενειακή βία, μόλις το 17%[6] των Ρώσων έδειξε να αποδοκιμάζει πλήρως την ψήφιση του νόμου.                                                                      
Για τη ρωσική κοινωνία, πέραν του ότι οι τροποποιήσεις αυτές δεν είναι πρωτοφανείς, η έγκριση του νομοσχεδίου δεν αλλάζει κατά πολύ τα όσα οι ρωσικές αρχές πράττουν για την προστασία των προσώπων – θυμάτων του φαινομένου. Πριν ακόμη την ψήφιση του νόμου, η ποινική νομοθεσία της χώρας για το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα, αφού οι αστυνομικές αρχές δεν λάμβαναν σοβαρά υπόψη τους τις καταγγελίες των θυμάτων, καθώς είναι συχνό το ποσοστών εκείνων που υποχωρούν λόγω του φόβου. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν οφείλεται τόσο στην απόσυρση των καταγγελιών, αλλά περισσότερο στη ρωσική αστυνομία που δεν δίνει την απαιτούμενη προσοχή στα θύματα, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο τα θύματα δεν μπορούν να ξεφύγουν, καθώς θεωρούν ότι δεν υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης.     
Παράλληλα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες τα θύματα λόγω του αυξημένου φόβου και του αισθήματος ντροπής που τα κατακλύζει, δεν απευθύνονται σε κάποιον αρμόδιο φορέα εγκαίρως με αποτέλεσμα να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις το πρόβλημα. Χαρακτηριστικό είναι πως βάσει στοιχείων του 2013[7], το 97% των περιπτώσεων βίας μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον καταλήγουν να «αντιμετωπίζονται» εξωδικαστικά, ενώ ταυτόχρονα μεγαλύτερο ποσοστό του 60% των γυναικών που είναι θύματα αυτών των μορφών βίας δεν αναζητούν βοήθεια κι δεν καταγγέλλουν ποτέ τη βίαιη συμπεριφορά των συζύγων εις βάρος τους. Η συμπεριφορά αυτή όμως κυρίως των γυναικών που έχουν υποστεί  ενδοοικογενειακή βία, θα έπρεπε να μην αποτελεί τροχοπέδη για την αντιμετώπιση του φαινομένου από τις αρμόδιες αρχές.         
 Η Ρωσία, πέραν της εσωτερικής της νομολογίας για τη βία κατά των γυναικών, έχει δεσμευτεί διεθνώς για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου και την προστασία των γυναικών μέσω της Σύμβασης για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών[8] (CEDAW - 1979). Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από την CEDAW, η Ρωσία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε καμία άλλη διεθνή συμφωνία ή διεθνή πλατφόρμα δράσης[9], η οποία να ορίζει την προστασία των γυναικών από τη βία ή να σχετίζεται έστω με την εξασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Η στάση αυτή της Ρωσίας απέναντι στις διεθνείς αυτές συμφωνίες, μαρτυρά ακόμα πιο έντονα τη μηδενική διάθεση της χώρας για προάσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων, τη στιγμή που υπάρχουν παγκόσμιες δράσεις που προσπαθούν να εξασφαλίσουν έστω και το ελάχιστο της προστασίας των τελευταίων.              
Ωστόσο, εκτός από τη συμπεριφορά της χώρας αυτή καθαυτή, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα τελευταία χρόνια και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ[10], οι γυναίκες ήλπιζαν στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων τους και στην προστασία τους από κάθε μορφής βία, ιδιαίτερα γύρω από το πλαίσιο της οικογένειας. Το γεγονός ότι τόσα χρόνια αργότερα όχι μόνο δεν έχουν βρεθεί μηχανισμοί πλήρους εξάλειψης τέτοιων περιστατικών από το ίδιο το κράτος, αλλά αντιθέτως τα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας έχουν πληθύνει, υποβαθμίζει τις γυναίκες ως μέλη του γενικότερου συνόλου της ρωσικής κοινωνίας. Η δε ανοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού της περιοχής προς τις νέες τροποποιήσεις στο νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας, οι οποίες θα προκαλέσουν μεγαλύτερη ένταση στο φαινόμενο, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση στη ρωσική κοινωνία, αφού μέσω της ανοχής τα περιστατικά βίας στο οικογενειακό περιβάλλον ίσως θεωρούνται «φυσιολογικά», εφόσον τυγχάνουν της αποδοχής της κοινής γνώμης.
Εν κατακλείδι, είναι μείζονος σημασίας η κατανόηση του γεγονότος ότι η Ρωσία δεν είχε ποτέ το κατάλληλο νομικό και θεσμικό πλαίσιο, ώστε να μειωθεί ή να εξαλειφθεί πλήρως το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας. Παρόλα αυτά, η ρωσική κυβέρνηση με την έγκριση του νόμου που προβλέπει την ελάφρυνση της ποινής του καταδικασθέντος για ορισμένα τέτοια περιστατικά, θα εντείνει το ήδη υπάρχον πρόβλημα, αδιαφορώντας για το σωματικό, αλλά και τον ψυχολογικό αντίκτυπο που θα έχει στα θύματα. Στο εγχείρημα αυτό όμως, είναι εξίσου σημαντικός ο ρόλος της ίδιας της κοινωνίας, η οποία αντί να αποδοκιμάζει και να αντιτίθεται σε αυτές τις πρακτικές της ρωσικής κυβέρνησης, τις υποστηρίζει, θεωρώντας κάποιες μορφές βίας στον οικογενειακό κύκλο απολύτως φυσιολογικές. Όμως, η ενδοοικογενειακή βία είναι πολλά παραπάνω από εκδορές και μελανώματα και εν έτει 2017, δεν θα έπρεπε να γίνεται αναφορά σε ειδεχθή πράξεις, οι οποίες αφήνουν τόσο βαθιά σωματικά και ψυχικά τραύματα. Τα ερωτήματα που γεννώνται σχετικά με το ζήτημα είναι αρκετά, με ένα εκ των βασικότερων να είναι: Ποια είναι η στάση της Διεθνούς Κοινότητας σε σχέση με την υποβάθμιση θεμελιωδών δικαιωμάτων των γυναικών στη ρωσική κοινωνία;


[1]Human Rights Watch, “Russia: Bill to Decriminalize Domestic Violence.”, (January, 2017), διαθέσιμο υλικό: https://www.hrw.org/news/2017/01/23/russia-bill-decriminalize-domestic-violence {Ημ/νία Πρόσβασης: 2/3/17}.
[2]D. Litvinova, The Guardian, “Russian MP seeks to decriminalize domestic violence.” (August, 2016), διαθέσιμο υλικό: https://www.theguardian.com/world/2016/aug/18/russian-mp-seeks-to-decriminalise-domestic-violence [Ημ/νία Πρόσβασης: 3/3/17].
[3]N. Tumashkova, The Guardian,  “Russian lawmakers are giving domestic abusers a green light.” (January, 2017), διαθέσιμο υλικό: https://www.theguardian.com/commentisfree/2017/jan/30/russia-decriminalise-domestic-violence-laws [Ημ/νία Πρόσβασης: 2/3/17].
[4] Ο ίδιος αριθμός επιβεβαιώνεται και από αντίστοιχη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για τη Ρωσία (2010).
[5] D. Litvitova, The Moscow Times, “If He Beats You, It Means He Loves You”, (August, 2016), διαθέσιμο υλικό: https://themoscowtimes.com/articles/if-he-beats-you-it-means-he-loves-you-54866{[Ημ/νία πρόσβασης: 2/3/17}.
[6] S. Walker, The Guardian, “Fury at Russian move to soften domestic violence law.”, (January, 2017), διαθέσιμο υλικό: https://www.theguardian.com/world/2017/jan/19/russian-soften-domestic-violence-law-decriminalise-womens-rights {Ημ/νία πρόσβασης: 2/3/17}.
[7]Sputnik News, “Domestic Violence In Russia.” (January, 2013),  διαθέσιμο υλικό: https://sputniknews.com/infographics/20130131179108086-Domestic-Violence-in-Russia/  {Ημ/νία πρόσβασης: 3/3/17}.
 
[8]  Το κείμενο της Σύμβασης για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών, όπως υπογράφηκε από την τότε ΕΣΣΔ.
[9] Ενδεικτικά μετά τη CEDAW, υπογράφηκε από πολλά κράτη διεθνώς η Πλατφόρμα Δράσης του Πεκίνο (Beijing Platform for Action – 1995), το κείμενο της οποίας είναι διαθέσιμο: http://www.un.org/esa/gopher-data/conf/fwcw/off/a--20.en
[10] A. Sahakyan, Huffington Post, “A Change In The Law Will Help Russian Domestic Abusers Get Off Scot-Free.” , διαθέσιμο υλικό: http://www.huffingtonpost.com/armine-sahakyan/a-change-in-the-law-will_b_14305202.html {Ημ/νία Πρόσβασης: 2/3/17}.


[1] Παρά τις προσφυγές των Ρώσων πολιτών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η ρωσική κυβέρνηση το 2015, προχώρησε στην έγκριση νόμου που προβλέπει την υπερίσχυση του Συντάγματος της χώρας απέναντι στο διεθνές δίκαιο και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ.  A. Sims, The Independent, “Vladimir Putin signs law allowing Russian court to overthrow international human rights rulings.”, διαθέσιμο υλικό: http://www.independent.co.uk/news/world/europe/vladimir-putin-signs-law-allowing-russian-court-to-overthrow-international-human-rights-rulings-a6773581.html {Ημ/νία πρόσβασης: 6/3/17}.

Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου