Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Ο εμφύλιος πόλεμος και η παραγωγή πετρελαίου

της Δήμητρας Μπίτσα

Η περίπτωση της Λιβύης αποτελεί μια ξεχωριστή μελέτη-περίπτωσης. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στις 17 Φεβρουαρίου του 2017 έφερε στο φως όλες τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τις πολιτικές και τις κοινωνικές δομές του κράτους με φόντο τα σημαντικά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει. Η ύπαρξη δυο κυβερνήσεων στην Τρίπολη και το Τομπρούκ, ο ρόλος των πολυάριθμων φυλών και των παραστρατιωτικών οργανώσεων συνθέτουν το σύγχρονο πολιτικό ψηφιδωτό της Λιβύης. Κύριος στόχος όλων των προαναφερθέντων παικτών φαίνεται να είναι ο έλεγχος της παραγωγής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Πραγματικό αντίβαρο στον παραλογισμό της εμφύλιας σύγκρουσης για τον έλεγχο του ορυκτού πλούτου αποτελεί η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (National Oil Corporation, NOC), η οποία στο βαθμό που της επιτρέπεται, καταφέρνει να διατηρεί τις ισορροπίες στη διαχείριση των ορυκτού πλούτου της χώρας.
Ο ορυκτός πλούτος της Λιβύης.
            Η Λιβύη αποτελεί το πρώτο κράτος της Αφρικανικής ηπείρου σε αποθέματα αργού πετρελαίου και το πέμπτο σε αποθέματα φυσικού αερίου. Πιο συγκεκριμένα, τα λιβυκά αποθεματικά αργού πετρελαίου υπολογίζονται σε 48 εκατομμύρια βαρέλια, αποτελώντας το 38% των συνολικών αποθεμάτων της Αφρικής, ενώ παράλληλα βρίσκεται και στην ένατη θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Όσον αφορά τα αποθεματικά του φυσικού αερίου, αυτά αγγίζουν τα 53 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια.[1]
Το 1962 η Λιβύη προσχώρησε στον Οργανισμό των Χωρών Εξαγωγής Πετρελαίου (Organization of the Petroleum Exporting Countries, OPEC),  αποτελώντας το όγδοο κράτος-μέλος, τρία χρόνια έπειτα από την πρώτη ανακάλυψη αποθεμάτων πετρελαίου στο έδαφος της (1959) και μόλις ένα χρόνο μετά από την παρθενική εξαγωγική δραστηριότητά της (1961).[2] Για πολλά χρόνια η Λιβύη αποτελούσε σημαντική εξαγωγική πηγή, εξαιρετικής ποιότητας αργού πετρελαίου, χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο για την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Συγκεκριμένα, οι αγορές των ευρωπαϊκών κρατών (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία) αποτελούσαν τους κύριους εισαγωγείς του λιβυκού πετρελαίου.
Η άνοδος του συνταγματάρχη Muammar Qadhafi στην εξουσία το 1969 ήταν καθοριστική για την οργάνωση του πολιτικού σκηνικού (Jamahiriya) αλλά και του ενεργειακού τομέα της χώρας. Το 1970 ιδρύθηκε η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC) της Λιβύης, προς αντικατάσταση της Λιβυκής Πετρελαϊκής Εταιρείας (Lipetco).[3] Η NOC ήταν υπεύθυνη για τις δραστηριότητες εκμετάλλευσης, παραγωγής και ανάπτυξης των ορυκτών πόρων στο έδαφος της Λιβύης, καθώς και για τη σύναψη και εφαρμογή Συμφωνιών Έρευνας και Παραγωγής (Exploration and Production Sharing Agreements) με διεθνείς εταιρείες πετρελαίου (IOCs). Το έργο της επικουρούνταν από ένα διευρυμένο κατάλογο θυγατρικών εταιρειών.[4]
Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από ένα διευρυμένο κύμα κρατικοποιήσεων, με το κράτος να εθνικοποιεί το 51% των ξένων εταιρειών πετρελαίου. Η πολιτική των εθνικοποιήσεων επέφερε τη σταδιακή μείωση της παραγωγής πετρελαίου από τα 3 εκατ. βαρέλια την ημέρα (1969-1970), στα 1 με 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα τη δεκαετία του 1980. Η μεγαλύτερη άνοδος στην παραγωγική δραστηριότητα της χώρας σημειώθηκε τη δεκαετία του 2000, έπειτα και από την άρση των κυρώσεων,[5] που είχαν επιβληθεί στη χώρα από τα Ηνωμένα Έθνη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, φτάνοντας τα 1,4 εκατ. βαρέλια το 2000 και 1,74 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2008.[6] Παράλληλα, σημειώθηκε σημαντική τόνωση του ενδιαφέροντος των ξένων επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα της Λιβύης. Πολλές ξένες εταιρείες ανέπτυξαν ενεργή δραστηριότητα στο έδαφος της Λιβύης, είτε μέσω της συμμετοχής του σε κοινοπραξίες[7] με την NOC, είτε μέσω της παροχής απλής άδειας ερευνών από το λιβυκό κράτος. Ο ευρύς κατάλογος περιλαμβάνει τις εξής ξένες εταιρείες: BP, Chevron, CNPC, Eni, Marathon, Occidental, OMV, Repsol, Shell, Statoil, Total and Wintershall.
Από τις πιο σημαντικές επενδύσεις στο ενεργειακό τομέα της χώρας ήταν η ανάπτυξη του Western Libya Gas Project (WLGP) και η κατασκευή του Greenstream pipeline από τη Mellitah στην Gela της Σικελίας, Ιταλίας το 2003. Η συγκεκριμένη επένδυση συνέβαλε στην εκτόξευση της παραγωγής του φυσικού αερίου από τα 194 δις κ.π. το 2003 στα 594 δις κ.π. το 2010. Το WLGP πραγματοποιούνταν υπό την αιγίδα της κοινοπραξίας Mellitah Oil and Gas, της ιταλικής εταιρείας ENI και της λιβυκής NOC.[8]
Το 2009, μόλις δυο χρόνια πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, η NOC επεξεργαζόταν ένα πολύ ελπιδοφόρο πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για επενδύσεις σε νέες βελτιωμένες μεθόδους ανάκτησης πετρελαίου, με σκοπό την αντιμετώπιση της σταδιακής εξάντλησης των αποθεματικών και εν συνεχεία στην διεύρυνση της παραγωγής στα εν ενεργεία πεδία. Το πρώτο στάδιο αφορούσε στην αποκατάσταση συνολικά 24 πεδίων πετρελαίου και φυσικού αερίου και στόχευε στην τόνωση της συνολικής παραγωγικής ικανότητας ακατέργαστου πετρελαίου κατά 775.000 βαρέλια την ημέρα.
Τα δυσοίωνα χρόνια ενός εντεινόμενου εμφυλίου πολέμου.
Πριν το 2011 η Λιβύη παρήγαγε 1,65 εκατ. βαρέλια την ημέρα πετρέλαιο και 594 δις. κ.π. φυσικό αέριο. Οι εξαγωγές των ορυκτών πόρων της Λιβύης αντιστοιχούσαν στο 96% των εσόδων του κράτους και στο 65% του ΑΕΠ της χώρας.[9] Την επαύριον της έναρξης της Λιβυκής Επανάστασης του 2011, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν εμφύλιο πόλεμο, ακολούθησε ένα ντόμινο αναταραχών και δυσχερειών για τον ενεργειακό τομέα και δη για τα ορυκτά καύσιμα, τερματίζοντας μια σύντομη περίοδο σταθερότητας και ανάπτυξης της πρώτης δεκαετίας του 2000.
Δε θα μπορούσε να μην αναφερθεί και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Λιβυκής Επανάστασης.[10] Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του Λιβυκού λαού σε συνδυασμό με τις εντεινόμενες οικονομικές ανησυχίες, σύντομα απέκτησαν μια πολιτική χροιά, η οποία κατέληξε σε έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, έπειτα και από την απόφαση του τότε Προέδρου της χώρας Gaddafi να χρησιμοποιήσει τα πλέον αποτελεσματικότερα μέσα καταστολής που διέθετε για να κατευνάσει τα εξεγερθέντα πνεύματα. Η επανάσταση της 17ης Φεβρουαρίου 2011 σύντομα κορυφώθηκε με την έναρξη του εναέριου βομβαρδισμού, καθώς και με μεγάλης κλίμακας επίγειες συγκρούσεις μεταξύ των οργανωμένων ένοπλων ομάδων σε όλη τη χώρα. Και ενώ οι αρχικές διεκδικήσεις των επαναστατών αφορούσαν σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, σύντομα έγινε αντιληπτό ότι οι βαθύτερες ρίζες της εμφύλιας σύγκρουσης πήγαζαν από την άνιση κατανομή του πλούτου και της εξουσίας στη χώρα.[11] Επομένως, κίνητρο της λιβυκής σύγκρουσης ήταν η επιθυμία για άμεση πρόσβαση στην εξουσία και τους φυσικούς πόρους, παρά οι διαφορετικές ιδεολογίες.
Το εν λόγω συγκρουσιακό μείγμα ενισχύεται και από μια πληθώρα αποσταθεροποιητικών παραγόντων. Πρώτον και κυριότερο αποτελεί η απουσία μιας κεντρικής εξουσίας, καθώς οποιαδήποτε προσπάθεια επίτευξης ενός απαραίτητου πολιτικού συμβιβασμού έχει υπονομευθεί, είτε από τον εσωτερικό πολιτικό κατακερματισμό είτε από τις ανεπιτυχείς εξωτερικές αντιπροσωπείες μεσολάβησης.
Δεύτερον, οι φυλές αποτελούν το κύριο στοιχείο της κοινωνικής δομής της χώρας.[12] Συγκεκριμένα η Λιβύη είναι χωρισμένη σε 140 φυλές, εκ των οποίων μόλις οι 30 με 40 από αυτές διαδραματίζουν έναν και καίριο κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό ρόλο. Η εκάστοτε φυλετική κουλτούρα περιλαμβάνει συγκεκριμένα πρότυπα ηθικής κρίσης, ενώ, διαμορφώνει τους δικούς της κανόνες και νόμους, οι οποίοι και ενδέχεται να διαφέρουν από των υπολοίπων. Ο ρόλος που οι φυλές έχουν διαδραματίσει και η επίδραση τους στο πολιτικό γίγνεσθαι έχει φανεί ξεκάθαρα σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Θα αποτελούσε σοβαρή παράλειψη να μην γίνει αναφορά στη γενικότερη έλλειψη ασφάλειας[13] που χαρακτηρίζει το κράτος της Λιβύης. Το εντεινόμενο αίσθημα ανασφάλειας υπονομεύει οποιαδήποτε προσπάθεια για τη δημιουργία λειτουργικών πολιτικών και διοικητικών θεσμών, επιτρέποντας, παράλληλα την άνθηση και εξάπλωση τρομοκρατικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων  στη Λιβύη και την ευρύτερη περιοχή. Η έλλειψη ασφάλειας είναι αποτέλεσμα της αποτυχημένης προσπάθειας αφοπλισμού και αποστράτευσης των επαναστατικών πολιτοφυλακών μετά την πρώτη φάση του πολέμου το 2011 από την ιθύνουσα εξουσία. Κατά συνέπεια, αρκετές ένοπλες δυνάμεις ελέγχουν περιοχές της χώρας ενώ και οι δυο κυβερνήσεις -της Τρίπολης και του Τομπρούκ- αναπτύσσουν δεσμούς συνεργασίας μαζί τους, αναζητώντας ένα σύμμαχο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς τους.  
Για την καλύτερη κατανόηση του χρονικού του εμφυλίου πολέμου και του ρόλου του πετρελαίου σε αυτό, μπορούμε να το χωρίσουμε σε τέσσερις φάσεις εκκινώντας από το 2011 έως και σήμερα.  Η πρώτη φάση της περιόδου 2011-2013 χαρακτηρίζεται από μια συντηρητική σταθερότητα η οποία επέτρεψε την σχετικά γρήγορη ανάκαμψη της παραγωγής πετρελαίου από τις όποιες ζημίες υπέστη. Συγκεκριμένα, μέσα σε έξι μήνες από το τέλος του πρώτου εμφυλίου το φθινόπωρο του 2011, η παραγωγή πετρελαίου κατάφερε να αγγίξει τα 1,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα, εντυπωσιάζοντας τις διεθνείς αγορές και επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι ο λιβυκός ενεργειακός τομέας στελεχώνεται από εξαίρετους εμπειρογνώμονες.[14] Παράλληλα την ίδια περίοδο μεθοδεύονταν η διεξαγωγή εκλογών για τη σύσταση μιας νέας κυβέρνησης, που θα αντικαθιστούσε την ενδιάμεση κυβέρνηση που συστήθηκε με το τέλος του εμφυλίου, καθώς και την υιοθέτηση ενός καινούριου συντάγματος.
Ωστόσο, η ανάκαμψη της διετίας 2011-2012 ήταν βραχύβια.[15] Η παράνομη δράση των τοπικών παραστρατιωτικών οργανώσεων στις εγκαταστάσεις παραγωγής και εξαγωγής του πετρελαίου σταδιακά εδραιώθηκε και προκάλεσε ένα ισχυρό αίσθημα ανασφάλειας, η οποία και κορυφώθηκε σε μια νέα εθνική πολιτική κρίση. Αποτέλεσμα της εν λόγω νέας κρίσης ήταν η δημιουργία δυο νέων κυβερνήσεων στην Τρίπολη και στο Τομπρούκ, μετατρέποντας τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου σε μήλο της έριδος μεταξύ της αμφισβητούμενης εθνικής αρχής.
Η δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη (2013-2016) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η κορύφωση ενός δράματος. Ενδεικτικά, ο αποκλεισμός των λιμανιών (Brega, Ras Lanuf, Sidra, Zueitina, Tobruk) της περιοχής Sirte Basin της Ανατολικής Λιβύης από την Φρουρά των εγκαταστάσεων Πετρελαίου (Petroleum Facilities Guard, PFG),[16] ήταν το έναυσμα για ένα ασταμάτητο ανταγωνισμό για τον έλεγχο του πετρελαίου, αλλά και της συγκεκριμένης πολύ σημαντικής περιοχής (oil crescent) μέχρι και το 2016. Στα δυτικά της χώρας είχαν σημειωθεί σύντομοι αποκλεισμοί των αγωγών μεταφοράς πετρελαίου σε δυο από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα (El Sharara, El Feel),[17] από την παραστρατιωτική οργάνωση Zintan. Οι εν λόγω τακτικές, για μια περίοδο 4 ετών περίπου, προκάλεσαν μια αναπάντεχη μεταβλητότητα στα επίπεδα παραγωγής και συνέβαλαν στο αποστράγγισμα της Λιβυκής οικονομίας. Συγκεκριμένα, οι παράνομες ενέργειες στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της χώρας όλη τη διάρκεια του έτους 2013 οδήγησε σε μια κατακόρυφη μείωση της παραγωγής, η οποία άγγιξε μόλις τα 160.000 βαρέλια την ημέρα, μειώνοντας σημαντικά τα έσοδα της Λιβυκής οικονομίας κατά $130εκατ.[18] Το δημοσιονομικό έλλειμα της Λιβύης άγγιξε τα 44% του ΑΕΠ το 2014, το 77% του ΑΕΠ το 2015 και το 63% το 2016.[19] Πέραν, όμως των εγκαταστάσεων και των εταιρειών πετρελαίου, ξένες εταιρείες, διεθνείς οργανισμοί και πρεσβείες βρέθηκαν στο στόχαστρο ενεδρών από τις παραστρατιωτικές ομάδες.[20]  
Συνεπώς, η απουσία ενοποιημένων δυνάμεων ασφαλείας και η εξάπλωση της δράσης των τοπικών δυνάμεων και των παραστρατιωτικών ομάδων, που απαιτούσαν για νομιμότητα, ενέτειναν το αίσθημα ανασφάλειας για τις εταιρίες πετρελαίου, εγχώριες και του εξωτερικού, θέτοντας σε κίνδυνο τις όποιες ξένες επενδύσεις είχαν γίνει στη χώρα ενώ, παράλληλα δημιουργούσαν ένα έδαφος με υψηλό δείκτη αβεβαιότητας και κινδύνου για την προσέλκυση νέων.
Παράλληλα με τον ανταγωνισμό για τον έλεγχο των εγκαταστάσεων πετρελαίου σε τοπικό επίπεδο στα μέσα του 2014, ξεκίνησε ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυο κυβερνήσεων για τον έλεγχο της NOC, η οποία εδρεύει στη Τρίπολη. Στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού δεν έλειψαν οι κατηγορίες για σφετερισμό των εσόδων από την Κυβέρνηση της Τρίπολης, προκειμένου να χρηματοδοτεί τον αγώνα της ενάντια στην άλλη κυβέρνηση της χώρας. Καθώς, επίσης και η δημιουργία, έστω σε θεωρητικό επίπεδο, μια νέας NOC ξεχωριστά από εκείνης στην Τρίπολη με έδρα το Τομπρουκ. Στην αντιμετώπιση της εν λόγω κρίσης σημαντικό ρόλο έπαιξε αφενός ο ίδιος ο Πρόεδρος της NOC Mustaffa Sanalla, ο οποίος κατάφερε να προστάξει την ακεραιότητα και την αντικειμενικότητα του απέναντι στις δυο κυβερνήσεις και να διαφυλάξει πραγματικά τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Αφετέρου το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με τα ψηφίσματα κατά του παράνομου εμπορίου πετρελαίου στη Λιβύη, έπαιξαν υποστηρικτικό ρόλο στη πολιτική που διατήρησε ο Πρόεδρος της NOC.[21]
Στην Τρίτη, πλέον, φάση του εμφυλίου πολέμου 2016 – 2018, η NOC κατάφερε να ανακτήσει τον λειτουργικό έλεγχο του Sirte Basin. Αμέσως η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να επιτυγχάνει ανοδικές τάσεις αγγίζοντας το 1εκατ. βαρέλια την ημέρα τον Απρίλιο του 2017 και τα 1,25 εκατ. βαρέλια την ημέρα τον Οκτώβριο του 2018.[22] Το γεγονός ότι η NOC κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο της παραγωγής μιας τόσο σημαντικής περιοχής, αποκατέστησε το κλίμα εμπιστοσύνης με τους ξένους επενδυτές για ασφαλείς μεταφορές. Η εν λόγω εξέλιξη επηρέασε,  σταδιακά, και την τιμή του πετρελαίου επιτρέποντας στην NOC να στοχεύει σε μια υψηλή τιμή πώλησης του εξαιρετικής ποιότητας λιβυκού πετρελαίου.
Κατά την ίδια περίοδο, έλαβαν μέρος συναντήσεις των ηγετών των δυο κυβερνήσεων σε ουδέτερο έδαφος με ανέλπιστα θετικά αποτελέσματα, καθώς είχαν δεσμευτεί να εργαστούν προκειμένου να αποκατασταθεί η ειρήνη στη χώρα και εν συνεχεία να διεξάγονταν εκλογές (2017, 2018 Παρίσι).[23] Σε αντίθεση με την εν λόγω θετική εξέλιξη, στη Σύνοδο του Παλέρμο η ανάμειξη των τρίτων χωρών (οι σύμμαχοι της κάθε πλευράς) οδήγησε σε μια νέα πόλωση τις σχέσεις των δυο κυβερνήσεων, εγκαινιάζοντας τη νέα φάση του εμφυλίου πολέμου. Στο τιμόνι των επιχειρήσεων βρέθηκε ο Khalifa Haftar, ο οποίος έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη και τη συνεργασία των τοπικών φυλών της Ανατολικής Λιβύης ξεκίνησε από το Νότο, στις αρχές του 2019 και κατά την Άνοιξη προέλαυσε προς την Τρίπολη, όπου συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των τοπικών παραστρατιωτικών ομάδων, οι οποίες και του έβαλαν φρένο στην κατάληψη της πόλης. Ας σημειωθεί, όμως, ότι ο Haftar είχε καταφέρει με την πρότερη δράση του να ελέγχει και τις πιο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας και σημαντικό μερίδιο από την ημερήσια παραγωγή πετρελαίου κοντά στα 1 εκατ. βαρέλια.[24]
Παρ’όλο που τα σημαντικότερα κοιτάσματα πετρελαίου και οι τερματικοί σταθμοί εξαγωγής πετρελαίου βρίσκονται μακριά από τις συγκρούσεις, η παραγωγή πετρελαίου είναι έρμαιο των ένθερμων εξελίξεων, ενώ πολλές φορές χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης της εκάστοτε κυβέρνησης. Η πολιτικοποίηση της παραγωγικής και εξαγωγικής δυνατότητας της χώρας επιτάσσει την άμεση εξεύρεση πολιτικής λύσης προκειμένου να λάβουν ένας τέλος τα 9 χρόνια της εμφύλιας διαμάχης και να εξασφαλιστεί η ασφαλής και σταθερή ροή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Συμπεράσματα.
            Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω οι φυσικοί πόροι της Λιβύης είναι ευλογία και κατάρα.[25] Από τη μια πλευρά, το υψηλής ποιότητας πετρέλαιο που διαθέτει, το οποίο είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, αφενός είναι λιγότερο ρυπογόνο και αφετέρου είναι ευκολότερη και φθηνότερη η διύλισή του.[26] Το λιβυκό πετρέλαιο έχει όλα τα χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στις αυστηρές περιβαλλοντικές ρήτρες που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για χρήση πιο «πράσινων» μορφών ενέργειας με σκοπό να μειώσει το ρυπογόνο αποτύπωμά της στην ατμόσφαιρα. Επομένως, για τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι σημαντικό να επιτευχθεί η εκεχειρία προκειμένου να μπορεί χωρίς κίνδυνο να επενδύει στον πετρελαϊκό τομέα της Λιβύης. Αξίζει να σημειωθεί πως, ήδη, πριν από το εμφύλιο πόλεμο, υπήρχε μια σχέση «εξάρτησης» μεταξύ κάποιων ευρωπαϊκών κρατών και του Λιβυκού πετρελαίου. Ενδεικτικά, η Ιταλία εισήγαγε 376.000 βαρέλια την ημέρα, η Γαλλία 205.000 βαρέλια την ημέρα και η Ισπανία 136.000 βαρέλια την ημέρα.[27]    
            Από την άλλη πλευρά, η μάχη για τον έλεγχο και τα έσοδα του ορυκτού πλούτου της χώρας αποτελεί βασικό ζητούμενο αυτής της αντιπαράθεσης. Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι η Λιβύη εξαρτάται από τα έσοδα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου (rentier state) βασικοί άξονες της εμφύλιας διαμάχης είναι αφενός, ποιος πρέπει να διοικεί τις εγκαταστάσεις παραγωγής και διαλογής-εξαγωγής και αφετέρου, πως διανέμονται τα έσοδα από τα ορυκτά καύσιμα που συγκεντρώνονται στην Κεντρική Τράπεζα. Τα εν λόγω αυτά ζητούμενα είναι ζωτικής σημασίας και διαφαίνονται σε όλη τη διάρκεια της πολυετούς σύγκρουσης.
            Ο χαρακτηρισμός της Λιβύης ως κράτος-εισοδηματίας (rentier state) δεν είναι καθόλου ατυχής. Για να γίνει πιο σαφές, το 2018, τα έσοδα από τις πωλήσεις του πετρελαίου ανέρχονταν σχεδόν στο 90% των κυβερνητικών εσόδων και αποτελούσαν την κύρια πηγή του ξένου νομίσματος για την πληρωμή των εισαγόμενων καταναλωτικών προϊόντων. Ο εντεινόμενος εμφύλιος πόλεμος αποτέλεσε τροχοπέδη στην υγιή ανάπτυξη της χώρας, οδηγώντας στη δύση τους το βιομηχανικό και αγροτικό τομέα της Λιβύης και στην πάγια εξάρτηση της σε εισαγωγές μη ορυκτών προϊόντων. Η κατάσταση αυτή με τη σειρά της προκάλεσε ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων, όπως, την επιβολή μέτρων λιτότητας, την έλλειψη μετρητών και την ελλιπή πολιτική βούληση οδηγώντας σε πλήρη διάσπαση τις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας.[28]
            Αξίζει, επιπλέον, να αναφερθούμε και στο ρόλο του εξωτερικού παράγοντα στη Λιβυκή κρίση. Η κυβέρνηση του Τομπρούκ απολαμβάνει την φανερή και στενή υποστήριξη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου, η οποία μεταφράζεται με την παροχή όπλων και προηγμένων οπλικών συστημάτων. Η Ρωσία επίσημα στηρίζει την προσπάθεια της διαμεσολάβησης του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός, ωστόσο, έχουν δημοσιευθεί σημαντικές μαρτυρίες για την ύπαρξη Ρώσων μισθοφόρων στο πλευρό του Haftar. Η Σαουδική Αραβία αποστρεφόμενη τη Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει χρηματοδοτήσει την επίθεση της κυβέρνησης του Τομπρούκ στην Τρίπολη, συμπεριλαμβανομένου της εξαγοράς των τοπικών ομάδων και της πληρωμής μαχητών. Επίσης και το Σουδάν μάχεται στο πλευρό του Haftar με 3.000 στρατιώτες.
            Οι ΗΠΑ φαίνεται να είναι σε μια διφορούμενη ή και μεταβαλλόμενη θέση. Αρχικά είχαν δηλώσει τη στήριξη τους στη δημιουργία της κυβέρνησης της Τρίπολης διατηρώντας μια ουδέτερη στάση στην εμφύλια σύγκρουση. Τον περασμένο Απρίλιο ο Trump αναγνώρισε τη σημαντική συμβολή του Haftar στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η Γαλλία έχει ταχθεί υπερ της ειρηνικής επίλυσης της σύγκρουσης, όμως σημαντικά στοιχεία αποδεικνύουν την υποστήριξη της στο Τομπρούκ. Η Ιταλία στο ίδιο ύφος με τη Γαλλία επιχειρεί να διατηρεί ουδέτερο και διαμεσολαβητικό ρόλο, δεδομένου ότι λόγω της κοινοπραξίας ENINOC έχει ένα άμεσο ενδιαφέρον και συμφέρον στην αποσόβηση της σύγκρουσης.   
            Από την άλλη πλευρά, οι πιστοί υποστηρικτές της κυβέρνησης της Τρίπολης είναι η Τουρκία και το Κατάρ. Η βοήθεια τους περιλαμβάνει τόσο στρατιωτικά μέσα όσο και οικονομική ενίσχυση.
            Κατά συνέπεια, το γαϊτανάκι της εμφύλιας σύγκρουσης στη Λιβύη είναι μεγάλο και πολυδιάστατο. Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας ορίζει τόσο τις εσωτερικές ισορροπίες όσο και τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Οι εσωτερικές παθογένειες που χαρακτηρίζουν τη Λιβύη και αφορούν στη κοινωνική δομή της αριθμούν πολλά χρόνια. Ήδη από την εποχή του Gaddafi ο ρόλος των φυλών και των τοπικών ομάδων χρησιμοποιήθηκε κατά πως εξυπηρετούσε το καθεστώς του μονάρχη, για να διατηρεί τον έλεγχο του και να παγιώνει τη δύναμη του. Οι ίδιες τοπικές ομάδες, ούσες κυρίαρχες στις περιοχές τους, αποτέλεσαν και αποτελούν στην διάρκεια της εμφύλιας σύγκρουσης το όργανο και το σύμμαχο της εκάστοτε εκ των δυο αντίπαλων κυβερνήσεων, για να εδραιωθεί στην περιοχή που ελέγχει. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τοποθετείται ο ρόλος του εξωτερικού παράγοντα, με τον τρόπο που αναλύθηκε ανωτέρω.
Άραγε, ποιος από τους δυο παράγοντες (εσωτερικός-εξωτερικός) είναι πιο αποσταθεροποιητικός στην εξεύρεση λύσης; Είναι δύσκολο να δοθεί μια απάντηση. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν πως πρόκειται για μια σύνθετη απάντηση. Η νέα χρονιά του 2020 επεφύλασσε μια νέα κορύφωση της σύγκρουσης με μεγαλύτερη εμπλοκή του εξωτερικού παράγοντα, με αποκλεισμούς των τερματικών σταθμών εξαγωγής πετρελαίου και αναστολή πάνω από 50% των εξαγωγών. Η Διάσκεψη του Βερολίνου που έλαβε χώρα το Γενάρη του 2020 στόχο είχε το τερματισμό της σύγκρουσης στη Λιβύη και την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο οι δυο κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από το ρόλο των εξωτερικών συμμάχων τους, είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη βάση της ουσιώδους αμοιβαίας εμπιστοσύνης.



[1] US Energy Information Administration (2015) Country Analysis Brief: Libya, online at: https://www.eia.gov/international/analysis/country/LBY (12/1/2020).
[2] Barltrop, R (2019) Oil and Gas in a New Libyan Era: Conflict and Continuity, The Oxford Institute for Energy Studies, OIES PAPER: MEP22, online at: https://www.oxfordenergy.org/publications/oil-gas-new-libyan-era-conflict-continuity/?v=f214a7d42e0d, (12/01/2020).
[3] Ibid.
[4] Arabian Golf Oil Company (AGOCO), Brega Petroleum Marketing, Jowfe Oil Technology, National Drilling and Workover Company, North African Geophysical, Petro Air, Ras Lanuf Oil nad Gaw Processing Company, Sirte Oil Company, Taknia Libya Engineering, Zawia Oil Refining Company.
[5] Οι κυρώσεις αφορούσαν στην υποτιθέμενη συμμετοχή της Λιβύης σε διεθνείς τρομοκρατικές επιθέσεις και παροχή βοήθειας σε τρομοκρατικές οργανώσεις (π.χ. Τσαντ και Νιγηρία).
[6] Supra note 1.
[7] Akakus Oil Operations, Harouge Oil Operations Libyan Emirates Refining Company, Mabruk Oil Operations, Mellitah Oil and Gas, Nafusa Oil Operations, Waha Oil Company, Zueitina Oil Company.
[8] Supra note 1.
[9] International Crisis Group (2018) After the Showdown in Libya’s Oil Crescent, Middle East and North Africa Report No189, online at: https://www.crisisgroup.org/middle-east-north-africa/north-africa/libya/189-after-showdown-libyas-oil-crescent (12/1/2020).
[10] Baspinar, H (2017) Libya: Politics & Energy, Energy Policy Turkey, online at: http://www.energypolicyturkey.com/libya-politics-energy/ (12/1/2020).
[11] Ilardo M (2019) Conflict Analysis: The Second Libyan Civil War – and how to avoid a third one, AIES, FOKUS 9/19, online at: https://www.aies.at/download/2019/AIES-Fokus-2019_09.pdf, (12/1/2020).
[12] Supra note 10.
[13] Chivvis, C.S. and Martini, J., (2014) Libya after Gaddafi: Lessons and Implications for the future, RAND Corporation, National Security Research Division, online at: https://www.rand.org/pubs/research_reports/RR577.html (12/1/2020).
[14] Ansari, M., (2018) Libyan oil: Prospects for stability and growth, APICORP ENERGY RESEARCH, Vol. 03, No. 14/Nov 2018, online at: http://www.apicorp.org/Research/EnergyReseach/2018/APICORP_Energy_Research_V03_N14_2018.pdf (12/01/2020).
[15] Supra note 2.
[16] Supra note 14.
[17] Asghedom, A., (2013) Libyan crude oil production levels influence international crude oil markets, EIA, online at:  https://www.eia.gov/todayinenergy/detail.php?id=13951 (12/01/2020).
[18] Supra note 13,14.
[19] Supra note 9.
[20] Supra note 2.
[21] Supra note 2.
[22] Supra note 14.
[23]Λιβύη: Το χρονικό του χάους και οι ελπίδες για ειρήνευση, 19/01/2020, online at: https://www.naftemporiki.gr/story/1551898/libui-to-xroniko-tou-xaous-kai-oi-elpides-gia-eirineusi (20/01/2020).
[24] El Wardany, S., Libya Fighting has erupted again. Here’s the Oil Impact, 16/04/2019, online at: https://www.washingtonpost.com/business/libya-fighting-has-eruptedagain-heres-the-oil-impact/2019/04/14/8f6c5afc-5ec2-11e9-bf24-db4b9fb62aa2_story.html (14/01/2020).
[25] Supra note 13.
[26] Stankovska, E., Lavender, L., (2011) Libyan Oil – Before and After Moammar Gaddafi. Comprehensive Information on Complex Crises, Civil-Military Fusion Centre, Mediterranean Basin Report, online at: http://www.operationspaix.net/DATA/DOCUMENT/6407~v~Libyan_Oil__Before_and_After_Moammar_Gaddafi.pdf (12/01/2020).
[27] Ibid.
[28] Supra note 9.

Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *