Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Λιβύη και Responsibility to Protect: Από την θεωρία στην πράξη… και την απραξία

της Άντας Καλλιτέρη

Δάκρυα, εναγκαλισμοί, και εκκλήσεις για βοήθεια: Για τους περισσότερους, η αίθουσα συνεδριάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν συνδέεται με εκδηλώσεις έντονων συναισθημάτων. Πρωταγωνιστής ήταν ο Abdel Rahman Shalgham, Πρεσβευτής της Λιβύης στον ΟΗΕ το 2011, και προσωπικός φίλος του Muammar Gaddafi. Ωστόσο, μετά την απόφαση του Gaddafi να διατάξει την ένοπλη καταστολή των διαδηλωτών στη Βεγγάζη, ο Shalgham απέσυρε τη στήριξή του προς τον Λίβυο ηγέτη, και ζήτησε από το Συμβούλιο Ασφαλείας να ενεργοποιηθεί ώστε να σταματήσει την αιματοχυσία.[1] Σε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις μη άσκησης βέτο, τα μέλη θα ενέκριναν τελικά τη λήψη «κάθε απαραίτητου μέτρου … για την προστασία των πολιτών».[2] Παρόλο που δεν αναφέρεται ρητά, η επιρροή της αρχής ‘Responsibility to Protect’ καθίσταται ιδιαίτερα σαφής, όταν διαβάσει κανείς τη σχετική ανακοίνωση.[3] Αυτή ήταν μία από τις πρώτες φορές που το Συμβούλιο Ασφαλείας αξιοποίησε το πλαίσιο της RTOP, το οποίο είχε υιοθετηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Συμπτωματικά, ο Shalgham, από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών τότε, ήταν ο αντιπρόσωπος της Λιβύης στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του 2005, η οποία είχε υιοθετήσει την RTOP. 
Αν και η Responsibility to Protect υιοθετήθηκε το 2005, δεν πρόκειται για καινοφανή αρχή στη διεθνή πολιτική. Αντιθέτως, οι ιδέες περί ανθρωπιστικών επεμβάσεων και δικαίου πολέμου αποτελούν διαχρονικά ζητήματα στην πολιτική θεωρία, με τον Πλάτωνα να εξετάζει τη σχέση ανάμεσα σε συμφέρον και δικαιοσύνη.[4] Αιώνες αργότερα, ορισμένοι από τους θεμελιωτές των διεθνών σχέσεων, όπως ο Θωμάς Ακινάτης και ο Γκρότιος, θα έθεταν το συγκεκριμένο θέμα στο επίκεντρο των έργων τους.[5] Οι εμπειρίες των νικητών στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός νομικού πλαισίου κατά την ίδρυση του ΟΗΕ, το οποίο  δικαιολογούσε την ένοπλη δράση ως τελικό μέσο διατήρησης της ασφάλειας και της ειρήνης.[6] Η πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου, όμως, κατέστησε αυτό το σύστημα γενικά αδρανές. Το τέλος της αντιπαράθεσης σήμανε μία σταδιακή μεταστροφή προς την πρακτική των ανθρωπιστικών επεμβάσεων, με διάφορους περιφερειακούς οργανισμούς ή ad-hoc συμμαχίες να επιχειρούν να σταματήσουν μία σειρά εγκλημάτων που συνήθως διέπρατταν οι ίδιες οι κρατικές αρχές.[7] Η δεκαετία του 1990 έφερε, επίσης, στο προσκήνιο και δύο πρωτοφανείς από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανθρωπιστικές τραγωδίες: τις γενοκτονίες σε Βοσνία και Ρουάντα. Η αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να εμποδίσει αυτά τα εγκλήματα άνοιξε έναν νέο γύρο συζητήσεων σχετικά με την αναγκαιότητα των ανθρωπιστικών επεμβάσεων.[8] Οι θεωρητικές και νομικές διαφωνίες κορυφώθηκαν το 1999, με την επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, μία μονομερή κίνηση που θεωρήθηκε παράτυπη καθώς δεν είχε εξασφαλίσει την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας.[9]
Λίγα χρόνια αργότερα, οι επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ επανέφεραν το δίλημμα ανθρωπισμός ή συμφέροντα στο προσκήνιο. Οι γενικά λανθασμένοι χειρισμοί της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της στα δύο αυτά μέτωπα και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις των δύο πολέμων, τόσο για την ατομική ασφάλεια των πολιτών των δύο χωρών όσο και την παγκόσμια ασφάλεια σε σχέση με τον εξτρεμισμό και την τρομοκρατία, ανέδειξαν το θέμα των επεμβάσεων ως βασικό στην πολιτική ατζέντα.[10] Η Αραβική Άνοιξη και οι εμφύλιες συγκρούσεις που ξέσπασαν στις αρχές της δεκαετίας του 2010 διαδραμάτισαν, εξίσου, σημαντικό ρόλο για τους θεωρητικούς διαλόγους εκείνης της εποχής.[11]
Πριν την επίσημη υιοθέτησή της από τον ΟΗΕ, υπήρχαν μία σειρά από μελέτες σχετικά με τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις που έστρεψαν το ζήτημα προς μία νέα επιστημονική κατεύθυνση. Η πιο κρίσιμη από αυτές ήταν, ενδεχομένως, η έκθεση της ‘Διεθνούς Επιτροπής για την Επέμβαση και την Κρατική Κυριαρχία’ υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών του Καναδά.[12] Η έκθεση δημοσιεύτηκε το 2001 και διαμόρφωσε την προσέγγιση της Responsibility to Protect στο ζήτημα των ανθρωπιστικών επεμβάσεων. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των προηγούμενων επιχειρημάτων που έθεταν τις έννοιες της ανθρωπιστικής επέμβασης και της κρατικής κυριαρχίας σε αντίστιξη, η ICISS πρότεινε την έννοια της ευθύνης. Όπως εξηγείται στην έκθεση, η ευθύνη ως κομμάτι της κρατικής κυριαρχίας έχει τρεις πτυχές:
1. Οι κρατικές αρχές είναι υπεύθυνες για την προστασία των πολιτών.
2. Οι εθνικοί πολιτικοί θεσμοί είναι υπεύθυνοι προς τους πολίτες στο εσωτερικό και προς τη διεθνή κοινότητα στο εξωτερικό.
3. Τα στελέχη των κρατικών αρχών είναι υπεύθυνα για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους.[13]
Πέραν αυτών, η ICISS υπογράμμιζε ότι η RTOP είναι κρατικο-κεντρική, με την έννοια ότι η ευθύνη για την προστασία των απειλούμενων πληθυσμών ανήκει πρωτίστως στο κράτος στο οποίο κατοικούν. Εντούτοις, αν το συγκεκριμένο κράτος δεν επιθυμεί ή δεν μπορεί να επωμιστεί αυτή την ευθύνη, τότε η διεθνής κοινότητα δύναται να ενεργοποιηθεί μέσω των οργάνων του ΟΗΕ.[14]
Η ICISS διεύρυνε το νέο πλαίσιο, προτείνοντας ότι η RTOP δεν αφορά μόνο στην επέμβαση, δηλαδή μία μεμονωμένη στρατιωτική επιχείρηση. Αντιθέτως έχει τρία στάδια:
-          Πρώτον, την ευθύνη να εμποδίσει τις ανθρωπιστικές καταστροφές. Το στάδιο αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο, καθώς η αποτελεσματική εφαρμογή του σημαίνει την αποφυγή της ένοπλης βίας. Για τον στόχο αυτό απαιτούνται όχι μόνο οι κατάλληλοι μηχανισμοί διαμεσολάβησης, αλλά και η πολιτική βούληση εκ μέρους όλων των πλευρών.[15]
-          Δεύτερον, την ευθύνη να αντιδράσει στις ανθρωπιστικές καταστροφές. Το στάδιο αυτό, που ενεργοποιείται μόνο αν δεν λειτουργήσει το προηγούμενο, είναι το πιο οικείο, επειδή, θεωρητικά, καταλήγει στην ανθρωπιστική επέμβαση. Ωστόσο, η χρήση στρατιωτικής δράσης οφείλει να είναι το τελευταίο μέσο, αφού πρώτα έχουν εξαντληθεί όλα τα υπόλοιπα, από τις διπλωματικές πρωτοβουλίες μέχρι τις οικονομικές κυρώσεις. Η ICISS τονίζει ότι η ορθή αξιοποίηση των διαφόρων μέτρων αντίδρασης είναι αναλογική και διαβαθμισμένη, δεδομένου ότι η αποφυγή της κλιμάκωσης είναι το βασικό ζητούμενο.[16]
-          Τρίτον, η ευθύνη να ανοικοδομήσει μετά τη στρατιωτική επέμβαση. Το στάδιο αυτό προϋποθέτει τόσο πολιτικές δεσμεύσεις, όπως την αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων, όσο και οικονομικές, όπως τη χρηματοδότηση απαραίτητων υποδομών. Μία από τους βασικούς λόγους που περασμένες ανθρωπιστικές επεμβάσεις θεωρούνταν αποτυχημένες, ήταν η απουσία μίας συνεκτικής στρατηγικής για την περίοδο μετά το τέλος των συγκρούσεων.[17]

Υπό ιδανικές συνθήκες, το πρώτο στάδιο της RTOP θα ήταν αρκετό για την ειρηνική επίλυση των περισσότερων ενδοκρατικών συγκρούσεων, όμως η αποτελεσματική εφαρμογή των άλλων δύο κρίνεται απαραίτητη σε περίπτωση που τελικά ενεργοποιηθούν.
Τον Σεπτέμβριο του 2005, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε την RTOP στο τελικό ψήφισμα της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 138 αναφέρει ότι: «Κάθε μεμονωμένο κράτος έχει την ευθύνη να προστατεύει τον πληθυσμό του από την γενοκτονία, τα εγκλήματα πολέμου, την εθνοκάθαρση, και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».[18] Το Άρθρο 139 αναφέρει ότι: «Η διεθνής κοινότητα, μέσω του ΟΗΕ, έχει την ευθύνη να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα διπλωματικά, ανθρωπιστικά, και άλλα ειρηνικά μέσα, σύμφωνα με τα Κεφάλαια VI και VIII του Χάρτη, ώστε να βοηθήσει για να προστατευθούν πληθυσμοί από την γενοκτονία, τα εγκλήματα πολέμου, την εθνοκάθαρση, και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».[19] Παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρονται ρητά, τα δύο πρώτα προτεινόμενα στάδια της ICISS υιοθετούνται στην απόφαση, καθώς οι μηχανισμοί έγκαιρης προειδοποίησης και τα διαφορετικά μέσα αντιμετώπισης των ανθρωπιστικών καταστροφών καταγράφονται στην απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.[20] Δυστυχώς, το τρίτο στάδιο δεν έτυχε της ίδιας αποδοχής. Η απουσία αυτή είναι ανησυχητική, διότι υπονομεύει εξαρχής κάθε μελλοντική εφαρμογή της RTOP. Όπως εξηγεί η Keranen, η ευθύνη για ανοικοδόμηση έχει ουσιαστικά αντικατασταθεί από μία σειρά αόριστων προτάσεων για βοήθεια των κρατών που υπέστησαν επεμβάσεις.[21] Αυτή η αλλαγή πιθανότατα συνδέεται με την απροθυμία των περισσοτέρων κρατών να εμπλακούν σε μακροχρόνιες και πολυδάπανες επιχειρήσεις ανοικοδόμησης, ιδιαίτερα μετά τις δυσάρεστες εμπειρίες παλαιότερων περιπτώσεων.    
Επιστρέφοντας στο ζήτημα της Λιβύης, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον συσχετισμό του με την εφαρμογή της RTOP. Το 2011, ο Muammar Gaddafi συμπλήρωνε 42 χρόνια στην ηγεσία της Λιβύης. Οι τέσσερις δεκαετίες που παρέμεινε στην εξουσία χαρακτηρίζονταν από φαινομενικά αντικρουόμενες θέσεις, τόσο στην εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε.[22] Αυτό που, όμως, θεωρείται δεδομένο είναι ότι ο Gaddafi αξιοποιούσε μία σειρά βίαιων μεθόδων προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο της Λιβύης. Στις αρχές του 2010, η ετήσια έκθεση του Human Rights Watch ανέλυε τις πολλαπλές παραβιάσεις δικαιωμάτων που σημειώνονταν στη Λιβύη. Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι φυλακίσεις πολιτών που κατέκριναν το καθεστώς Gaddafi και οι περιορισμοί στην ελεύθερη έκφραση ήταν δύο βασικά ζητήματα.[23] Ειδικά το φαινόμενο των φυλακίσεων αποδείχθηκε κρίσιμο, καθώς οι άγνωστες συνθήκες θανάτου εκατοντάδων κρατουμένων στη φυλακή Abu Salim[24] αποτέλεσαν την αφορμή για τις πρώτες διαδηλώσεις στη Λιβύη το 2011.[25] Η υπερβολική αντίδραση του καθεστώτος έναντι στις αρχικά ειρηνικές διαδηλώσεις, με χιλιάδες πολίτες να συλλαμβάνονται και τις αρχές να χρησιμοποιούν βίαια μέσα, οδήγησε στην κλιμάκωση της οργής των πολιτών. Οι δυνάμεις της Λιβύης έφτασαν να πολιορκούν με στρατιωτικό οπλισμό τις ίδιες τις πόλεις όπου είχαν ξεσπάσει διαμαρτυρίες.[26] Η καταφανής παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου δεν προκάλεσε μόνο την παγκόσμια κατακραυγή, αλλά και την αποστασία πολλών υψηλόβαθμων στελεχών του καθεστώτος. Ένας από αυτούς, ο Πρέσβης στον ΟΗΕ, Abdel Rahman Shalgham, ζήτησε από το Συμβούλιο Ασφαλείας να λάβει μέτρα για την παύση των εχθροπραξιών. Στις 26 Φεβρουαρίου 2011, το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε το Ψήφισμα 1970. Η απόφαση απαιτούσε την άμεση λήξη των συγκρούσεων, ενώ επέβαλε μία σειρά κυρώσεων, από το πάγωμα κεφαλαίων, μέχρι την απαγόρευση ταξιδιών, και το εμπάργκο όπλων.[27] Μολαταύτα, το καθεστώς Gaddafi αγνόησε το ψήφισμα και συνέχισε να χρησιμοποιεί ένοπλη βία εναντίον των Λίβυων πολιτών.[28]
Η στάση του Λιβυκού καθεστώτος οδήγησε σε μία νέα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, λίγες εβδομάδες αργότερα. Το Ψήφισμα 1973 διατηρούσε τα προηγούμενα μέτρα του Ψηφίσματος 1970, ενώ επέβαλε μία ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Παράλληλα, το Άρθρο 4 εξουσιοδοτούσε τα συμμετέχοντα κράτη να λάβουν όλα τα έννομα μέσα προκειμένου να προστατεύσουν τους Λίβυους πολίτες.[29] Δυνάμεις από τη Βρετανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, και τον Καναδά άρχισαν να πλήττουν στόχους του καθεστώτος. Άλλα κράτη συμμετείχαν στην επιβολή της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, ενώ υπήρξε μία γενικότερη κινητοποίηση υπέρ των επαναστατικών δυνάμεων.[30] Στα τέλη Μαρτίου, το ΝΑΤΟ ανέλαβε τη διοίκηση των επιχειρήσεων. Όπως αναφερόταν και στο Ψήφισμα 1973, η αρχική αποστολή του ΝΑΤΟ ήταν η προστασία του πληθυσμού από τα εγκλήματα του καθεστώτος, με βάση τις αρχές της RTOP. Ωστόσο, η αποστολή αυτή σύντομα μετατράπηκε σε άμεση στήριξη των επαναστατικών ομάδων. Με τον θάνατο του Gaddafi τον Οκτώβριο του 2011, το καθεστώς του ουσιαστικά κατέληξε, και το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο ανέλαβε την ηγεσία της Λιβύης.[31] Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραβιάσεις κανόνων του Διεθνούς Δικαίου δεν διεπράχθησαν μόνο από την πλευρά Gaddafi, αλλά από τους επαναστάτες, και ενδεχομένως τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.[32]
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το πλαίσιο της RTOP δεν λήγει με την επιτυχία της στρατιωτικής επέμβασης. Το μεταβατικό στάδιο της ανοικοδόμησης αποτελεί την κρίσιμη περίοδο για τη βιωσιμότητα του νέου πολιτικού συστήματος. Η επόμενη ημέρα μετά το τέλος των συγκρούσεων δεν αποτελούσε προτεραιότητα για τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε επανειλημμένα δηλώσει ότι θα προστάτευε τους Λίβυους πολίτες, δεν είχε όμως δεσμευτεί για την μετά-Gaddafi εποχή.[33] Η απουσία οποιαδήποτε διεθνούς πρωτοβουλίας για την ανοικοδόμηση της Λιβύης γρήγορα οδήγησε σε μία νέα παρατεταμένη περίοδο βίας, που γρήγορα εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο.[34] Ο νέος κύκλος εχθροπραξιών σημαδεύτηκε από περαιτέρω παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, με την κατάσταση στη Λιβύη να παραμένει εξαιρετικά δυσχερής.[35] 
Εξετάζοντας τα παραπάνω, καθίσταται εμφανές ότι η αποτελεσματικότητα της RTOP εξαρτάται από την εφαρμογή και των τριών σταδίων της διαδικασίας. Εφόσον η ασφάλεια του άμαχου πληθυσμού είναι το ζητούμενο, τότε η επιστροφή στο χάος μετά από μία ανθρωπιστική επέμβαση δεν αποτελεί επιτυχία. Η δεκαπενταετής, πλέον, πορεία της RTOP θεωρείται μάλλον αποτυχημένη αν αναλογιστεί κανείς τις περιπτώσεις όπου είχε επισήμως εφαρμοστεί. Σύμφωνα με τον Hehir, το πρόβλημα αυτό συνδέεται με συγκεκριμένους παράγοντες της διεθνούς πολιτικής, οι οποίοι έχουν επιτρέψει στα κράτη να επικαλούνται την RTOP, χωρίς απαραίτητα να υιοθετούν το ολοκληρωμένο πλαίσιο.[36] Ο μελετητής εξηγεί πως παρόλη την αισιοδοξία από διπλωμάτες, επιστήμονες, και ΜΚΟ, η RTOP προσομοιάζει με μία μαύρη τρύπα, η οποία απορροφά τους ερευνητικούς πόρους και τον πολιτικό χρόνο, χωρίς να παρουσιάζει θετικά αποτελέσματα.[37]
Το 2005, όταν η Responsibility to Protect είχε υιοθετηθεί επισήμως από τον ΟΗΕ, αρκετοί αναλυτές ήλπιζαν ότι αυτό θα σημάνει τη σταδιακή εξάλειψη φαινομένων, όπως τα εγκλήματα πολέμου. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική: τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία ραγδαία αύξηση των παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου. Εγκλήματα, όπως η εθνοκάθαρση, δεν αποτελούν πια ένα ακραίο μέτρο που χρησιμοποιείται από τα αυταρχικά καθεστώτα, όταν απειλούνται, αλλά μία καθημερινή πρακτική. Και παρόλη την εξάπλωση αυτών των παραβιάσεων, η διεθνής κοινότητα, και ειδικά τα όργανα του ΟΗΕ, εμφανίζονται απρόθυμα ή αδύναμα να σταματήσουν τις αυξανόμενες ανθρωπιστικές κρίσεις. Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς αν το παρόν σύστημα διεθνούς πολιτικής επαρκεί για να αντιμετωπίσει αυτές τις απειλές, που δεν έρχονται μόνες, αλλά συνοδεύονται από πρόσθετα προβλήματα, όπως εκείνο της κλιματικής αλλαγής. Η νέα δεκαετία, η οποία ξεκινά με ιδιαίτερα ανησυχητικές εξελίξεις για την παγκόσμια ασφάλεια, ενδεχομένως να αποδειχθεί καθοριστική, όχι μόνο για το μέλλον του ΟΗΕ, αλλά και των αξιών του ανθρωπισμού.   



[1] “UN Ambassador’s Tears for Libya”, BBC, 26 February 2011. [Online at: https://www.bbc.com/news/av/world-africa-12586796/un-ambassador-s-tears-for-libya]
[2] United Nations Security Council, “Resolution 1973 (2011)” S/RES/1973 (2011), United Nations, 17 March 2011. [Online at: https://www.undocs.org/S/RES/1973%20(2011)]
[3] Security Council, “Security Council Approves ‘No-Fly Zone’ over Libya, Authorizing ‘All Necessary Measures’ to Protect Civilians, by Vote of 10 in Favour with 5 Abstentions”, United Nations, 17 March 2011. [Online at: https://www.un.org/press/en/2011/sc10200.doc.htm]
[4] Mike Purcell, “Plato’s Republic and Humanitarian Intervention”, A Joint Services Conference on Professional Ethics, 2001. [Online at: http://isme.tamu.edu/JSCOPE01/Purcell01.html]
[5] Susan Breau, The Responsibility to Protect in International Law: An Emerging Paradigm Shift, Routledge, 2016, p.11.
[6] United Nations, “Charter of the United Nations and Statute of the International Court of Justice”, United Nations, 26 June 1945. [Online at: https://treaties.un.org/doc/publication/ctc/uncharter.pdf]
[7] Ibid, p.15-16.
[8] Ibid.
[9] Adam Roberts, “NATO’s ‘Humanitarian War’ over Kosovo, Survival, 41(3), 1999, p.105. [Online at: http://www.columbia.edu/itc/sipa/S6800/courseworks/NATOhumanitarian.pdf]
[10] Daniel L. Byman, “The Case for Continued U.S. Involvement in Afghanistan”, Brookings, 5 September 2017. [Online at: https://www.brookings.edu/blog/order-from-chaos/2017/09/05/the-case-for-continued-u-s-involvement-in-afghanistan/] & Daniel L. Byman, “The Case against Involvement in Afghanistan”, Brookings, 5 September 2017. [Online at: https://www.brookings.edu/blog/order-from-chaos/2017/09/05/the-case-against-involvement-in-afghanistan/]
[11] Elena Ianchovichina and Suleiman Abu Bader, “Unintended Consequences? Foreign Intervention, Polarization, and Conflict in MENA”, Brookings, 17 October 2018. [Online at: https://www.brookings.edu/blog/future-development/2018/10/17/unintended-consequences-foreign-intervention-polarization-and-conflict-in-mena/]
[12] International Commission on Intervention and State Sovereignty, “The Responsibility to Protect”, International Development Research Centre, December 2001. [Online at: http://responsibilitytoprotect.org/ICISS%20Report.pdf]
[13] “The Responsibility to Protect”, ibid, p.13.
[14] Ibid, p.17.
[15] Ibid, p.19.
[16] “The Responsibility to Protect”, ibid, p.29.
[17] Ibid, p.39.
[18] United Nations General Assembly, “Resolution adopted by the General Assembly on 16 September 2005” A/RES/60/1, United Nations, 24 October 2005, p.30. [Online at: https://www.un.org/en/development/desa/population/migration/generalassembly/docs/globalcompact/A_RES_60_1.pdf]
[19] “Resolution adopted by the General Assembly on 16 September 2005”, ibid, p.30.
[20] Ibid, p.30.
[21] Outi Keranen, “What Happened to the Responsibility to Rebuild?”, Global Governance: A Review of Multilateralism and International Organizations 2016, 22(3), p.18. [Online at: http://eprints.whiterose.ac.uk/141829/1/O_Keranen_What_Happened_to_the_Responsib.pdf]
[22] Tarik Kafala, “Gaddafi’s quixotic and brutal rule”, BBC, 20 October 2011. [Online at: https://www.bbc.com/news/world-africa-12532929]
[23] Human Rights Watch, “World Report 2010”, Human Rights Watch, 2010, p.536. [Online at: https://www.hrw.org/sites/default/files/world_report_download/wr2010_0.pdf]
[24] Ibid, p.537.
[25] Bukola A. Oyeniyi, The History of Libya, Greenwood, 2019, p.178.
[26]  Ibid, p.180.
[27] United Nations Security Council, “Resolution 1970 (2011)”, S/RES/1970 (2011), United Nations, 26 February 2011. [Online at: https://www.undocs.org/S/RES/1970%20(2011)]
[28] Bukola A. Oyeniyi, The History of Libya, Greenwood, 2019, p.186.
[29] United Nations Security Council, “Resolution 1973 (2011)”, S/RES/1973 (2011), United Nations, 17 March 2011. [Online at: https://www.undocs.org/S/RES/1973%20(2011)]
[30] Bukola A. Oyeniyi, The History of Libya, Greenwood, 2019, p.187.
[31] Ibid, p.187-188.
[32] Ibid, p.194.
[33] Paul Tang Abomo, R2P and the US Intervention in Libya, Palgrave Macmillan, 2019, p.244.
[34]  Bukola A. Oyeniyi, The History of Libya, Greenwood, 2019, p.197.
[35] VOA News, “Amnesty: Potential War Crimes Committed in Libya Fighting”, VOA, 22 October 2019. [Online at: https://www.voanews.com/middle-east/amnesty-potential-war-crimes-committed-libya-fighting]

[36] Aidan Hehir, Hollow Norms and the Responsibility to Protect, Palgrave Macmillan, 2019, p.8-15.
[37] Ibid, p.221.

Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *