Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Η μεταναστευτική κρίση στην Ιταλία του σήμερα: οι αλλαγές μεταξύ Βορρά-Νότου, οι πολιτικο-οικονομικές επιπτώσεις και η επόμενη μέρα στις σχέσεις Ιταλίας-ΕΕ


της Θεώνης Γρίβα

Θεωρείται ως κοινά παραδεκτή η άποψη ότι η Ιταλία βρίσκεται ίσως στην πιο δύσκολη και ταραχώδη φάση της σύγχρονης ιστορίας της. Σε μία περίοδο όπου η πολιτική και οικονομική σταθερότητα της χώρας θέτονται εν αμφιβόλω, το ξενοφοβικό στοιχείο κερδίζει συνεχώς έδαφος και οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση κρίνονται ως εξαιρετικά τεταμένες, η Ιταλία αναδεικνύεται πλέον ως «γρίφος για δυνατούς λύτες» αναφορικά με τη νέα πορεία που ήδη ακολουθεί. Πολλώ δε μάλλον μετά και τις πρόσφατες Ευρωεκλογές όπου η άνοδος της ιταλικής άκρας δεξιάς και η προσωπική επικράτηση του Αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης Matteo Salvini, θα επιφέρουν δριμείς αλλαγές στο εσωτερικό και κατ’ επέκταση στη Γηραιά Ήπειρο. Με αφετηρία, επομένως, τις συγκεκριμένες εξελίξεις, η παρούσα μελέτη θα επιχειρήσει να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της Ιταλίας μέσα από το πρίσμα και τις επιπτώσεις της μεταναστευτικής κρίσης, το πώς αυτή αποτιμάται στο χάσμα Βορρά - Νότου αλλά και το μέλλον των ιταλικών δεσμών με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ιταλία χαρακτηρίζεται από μία εσωτερική διαίρεση μεταξύ Βορρά και Νότου. Η Βόρεια και η Νότια Ιταλία συνιστούν μέχρι και σήμερα δύο κόσμους σε απόσταση, με τις διαφορές που παρουσιάζουν στην πάροδο του χρόνου να παραμένουν μία άλυτη κατάσταση. Η οικονομική, εμπορική και πολιτιστική υπεροχή του βόρειου μέρους και η μη προσαρμογή στις επιταγές του σήμερα από τον Ιταλικό Νότο είναι η διττή εικόνα που αποτυπώνεται σε ένα σχετικά νέο και κυρίαρχο κράτος, όπως η Ιταλία που δημιουργήθηκε ως σύγχρονο έθνος-κράτος το 1870. Κάτι άκρως αποθαρρυντικό για τις τοπικές αρχές, την κυβέρνηση που βρίσκεται κάθε φορά στην ηγεσία της χώρας, αλλά και επιπρόσθετα για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που πιέζει για την ενοποίηση όλων των κρατών και η υφιστάμενη ανισότητα στο εσωτερικό της χώρας επηρεάζει κατά κόρον τη θέση της τόσο εντός συνόρων όσο και σε επίπεδο Ευρώπης. Παρόλα αυτά, ο εν λόγω διαχωρισμός έχει διαδραματίσει κινητήριο παράγοντα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, διαμορφώνοντας τα επακόλουθα μίας σειράς πολιτικών σε τομείς όπως η οικονομία, η εντός συνόρων πολιτική αλλά και η εξωτερική πολιτική από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Πολιτικοί αναλυτές, οικονομολόγοι και ιστορικοί έχουν θέσει ως κυρίαρχο θέμα συζήτησης την ανομοιογένεια της Ιταλίας και επιχειρούν να προβάλλουν και να δώσουν τη δική τους ερμηνεία στο χάσμα που τις διακατέχει. Ουσιαστικά, αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι η Ιταλία έχει γίνει δύο κράτη, χωρισμένη «ανάμεσα σε έναν οικονομικά σφύζοντα βορρά και έναν στάσιμο νότο».[1] Σχετικά, λοιπόν, με το υφιστάμενο καθεστώς, το βόρειο τμήμα της χώρας εμφανίζεται ως το περισσότερο επιτυχημένο συγκριτικά με τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες και τις συνθήκες στον Νότο, στο πλαίσιο των οικονομιών τους. Αποτελεί την πιο ανεπτυγμένη και παραγωγική περιοχή της Ιταλίας που εκβιομηχανίστηκε πρώτη κατά το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, διαθέτοντας σήμερα ένα από τα υψηλότερα ΑΕΠ συλλήβδην στην Ευρώπη (€32-33,000), δηλαδή «10-14 τοις εκατό πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και συγκρίσιμο με τα εισοδήματα στη Γαλλία».[2] Αριθμοί εξωπραγματικοί αν ληφθεί υπόψη ότι «η υπόλοιπη Ιταλία βυθίζεται στην ύφεση και η ανεργία στερεί από τη νεότερη γενιά ένα μέλλον»,[3] οδηγώντας σε μία γενικότερη δυσφορία που δεν σχετίζεται σε τίποτα με το αποκαλούμενο οικονομικό θαύμα του Ιταλικού Βορρά. 
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται ως προς αυτό το οικονομικό πλεονέκτημα είναι οι λόγοι στους οποίους οφείλεται. Ειδικότερα, η ανάπτυξη αποδίδεται στην παρουσία του αποκαλούμενου βιομηχανικού τριγώνου, πυλώνες του οποίου είναι το Μιλάνο, το Τορίνο και η Γένοβα, τρεις από τις πλουσιότερες ιταλικές πόλεις. Μία δυνατότητα που προσέφερε εύφορο έδαφος για την ανέγερση εργοστασίων, επιτρέποντας στο σύνολο της Βόρειας Ιταλίας να έχει μεγαλύτερη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές όπως αυτές της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας. Συνέπεια αυτής της ευκαιρίας είναι η πιο εύκολη προώθηση των αγαθών που παράγονται όπως και η κατασκευή δικτύου υποδομών, προκειμένου να διευκολύνεται η μεταφορά βιομηχανικών προϊόντων και εξοπλισμού. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη περιοχή της Ιταλίας είναι υπεύθυνη για το 75% του εθνικού πλούτου που παράγεται, εξάγεται και έχει καθιερώσει τη χώρα ως την τρίτη οικονομική δύναμη της Ευρώπης και εξίσου ως την ένατη παγκόσμια, παρουσιάζοντας, μεταξύ άλλων, μειωμένα ποσοστά ανεργίας σε σχέση με το αντίπαλον δέος της.
Παρατηρώντας, συνεπώς, το πώς έχει η κατάσταση στα βόρεια της Ιταλικής Δημοκρατίας, η πραγματικότητα που λαμβάνει χώρα στη Νότια Ιταλία ή αλλιώς Mezzogiorno έρχεται σε πλήρη αναντιστοιχία με ό,τι έχει ήδη περιγραφεί. Περιλαμβάνοντας μέρη όπως η Σικελία, η περιοχή νότια της Ρώμης χαρακτηρίζεται «από διαφθορά, η οικονομία της βυθίζεται στην οικονομική κάμψη και οι κοινότητες της διαβρώνονται από την ανεργία».[4] Παραμένει μία κυρίως αγροτική περιοχή στην οποία η φτώχεια, το πολύ χαμηλό επίπεδο διαβίωσης, η μη ύπαρξη στοιχειωδών υποδομών όπως το οδικό δίκτυο, αλλά και το οργανωμένο έγκλημα έχουν οδηγήσει στην αύξηση του ποσοστού όσων μεταναστεύουν στα αστικά κέντρα του βορρά, επιθυμώντας να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής τους και να αποκτήσουν ευημερία. Από τη στιγμή που η έλλειψη ευκαιριών εξαιτίας της απόκρημνης γης και άλλων παραγόντων είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη, η εσωτερική μετανάστευση συνιστά ίσως τη μοναδική διέξοδο για τους κατοίκους αυτών των πόλεων. Κάτι που αποδεικνύεται από τους δείκτες ανεργίας, οι οποίοι βρίσκονται στο απόλυτο ζενίθ, με το 80% των θέσεων εργασίας να έχει χαθεί από την αρχή της οικονομικής κρίσης ενώ το ΑΕΠ εμφανίζει συνεχή συρρίκνωση. Απότοκος αυτών των υφιστάμενων συνθηκών είναι ότι πολλές νότιες πόλεις όπως η Νάπολη βρίσκονται αντιμέτωπες με καταστάσεις όπως η χρεοκοπία.
Εντούτοις, υπάρχει ένας παράγοντας που έχει μεταβάλει σε κάποιο βαθμό τα τεκταινόμενα στον Ιταλικό Νότο. Πρόκειται για τη μεταναστευτική κρίση στη διάρκεια της οποίας μικρές πόλεις της Νότιας Ιταλίας βιώνουν οικονομική αλλά και κοινωνική αναζωογόνηση έπειτα από την αποδοχή και την επέκταση προγραμμάτων σχετικών με την επανεγκατάσταση των προσφύγων. Είναι γεγονός ότι «το 2016, περίπου 2.500 αγροτικές ιταλικές πόλεις αντιμετώπισαν σοβαρή δημογραφική ύφεση ακόμα και αφανισμό».[5] Αυτό, όμως, άλλαξε όταν πολλές εξ αυτών, ενθαρρύνοντας τους προσφυγικο-μεταναστευτικούς πληθυσμούς να εγκατασταθούν στις δικές τους κοινότητες, κατάφεραν να επιβραδύνουν και κατά περιπτώσεις, να αντιστρέψουν την «ετοιμοθάνατη» πορεία τους.  Ειδικότερα, αύξηση των προσφυγικο-μεταναστευτικών ροών παρατηρήθηκε μετά την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη το 2011.[6]  Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της εγκάρδιας πρωτοβουλίας, όπως έχει περιγραφεί, τοπικοί ταγοί προχώρησαν σε παροχές προς τα αλλεπάλληλα κύματα προσφύγων τα οποία αναζητούσαν την «προσωπική τους Ιθάκη». Δωρεάν στέγαση σε εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα, βοήθεια από οικογένειες της ευρύτερης περιοχής για την πιο εύκολη ενσωμάτωση στις κοινότητες και για τις αιτήσεις ασύλου, υποχρεωτικά μαθήματα της ιταλικής γλώσσας στους μετανάστες προκειμένου να επανδρώσουν κενές, χειρωνακτικές θέσεις εργασίας είναι ορισμένες μόνο από τις ενέργειες που έλαβαν χώρα. Οι νεοφερμένοι κάτοικοι του Νότου λειτούργησαν δηλαδή ως το πολυπόθητο κίνητρο για το άλλο πρόσωπο της Ιταλίας που επιζητούσε αναδιαρθρωτικές κινήσεις για να «ξεκολλήσει» από το ναδίρ. Σταδιακά, ολόκληρες πόλεις οι οποίες είχαν εκκενωθεί εξαιτίας της εσωτερικής μετακίνησης κατοικήθηκαν ξανά ενώ οι μετανάστες, με τη σειρά τους, «έχουν υποκινήσει την αύξηση της εργασίας και στέλνουν τα παιδιά τους στα τοπικά σχολεία που ήταν στα πρόθυρα της μη λειτουργίας με λιγότερους από δώδεκα μαθητές».[7] Όλα αυτά, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και να υποστηριχθούν χωρίς την παρουσία του δικτύου του Συστήματος Προστασίας των Προσφύγων και των Αιτούντων Άσυλο της Ιταλίας (SPRAR).  Ένας οργανισμός που έχει σχεδιαστεί για να βοηθά τις τοπικές κοινωνίες προκειμένου να εγκατασταθούν και να αφομοιωθούν οι προσφυγικοί πληθυσμοί.[8]
Εντούτοις, στο ζήτημα της διαφοροποίησης μεταξύ Βορρά – Νότου τα οικονομικά στοιχεία δεν επαρκούν μόνα τους ως προς την ανάλυση και την κατανόηση του. Ένας παράγοντας, εξίσου σημαντικός και διαφωτιστικός που χαρακτηρίζει την εσωτερική κατάσταση της Ιταλίας, είναι ο πολιτικός διαχωρισμός. Από τον Ιούνιο του 2018, το κράτος της Νότιας Ευρώπης βρίσκεται μπροστά σε μία εκ θεμελίων αλλαγή του πολιτικού σκηνικού που έγκειται αναντίρρητα στην επικράτηση της κεντροδεξιάς «Λέγκας του Βορρά» με επικεφαλής τον ευρωσκεπτικιστή Matteo Salvini στις περισσότερες βόρειες περιοχές αλλά και αντίστοιχα του αντισυστημικού «Κινήματος των Πέντε Αστέρων» με ηγέτη του τον Luigi Di Maio στον Ιταλικό Νότο, καταλήγοντας σε μία κυβέρνηση συνασπισμού. Δύο κόμματα με τις δικές τους «κόκκινες γραμμές», ιδεολογίες και επιδιώξεις. Από τη μία πλευρά, η «Λέγκα του Βορρά» (Lega Nord)[9] η οποία επεδίωκε στο παρελθόν μεγαλύτερη τοπική αυτονομία για τις περιοχές της Βόρειας Ιταλίας. Η στρατηγική αυτή άλλαξε επί Salvini, πλησιάζοντας περισσότερο σε μία ιταλική εκδοχή του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας με βάση τις συνέπειες της Αραβικής Άνοιξης και του συριακού μετώπου που αναδιαμόρφωσαν την πολιτική σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ένας «αέρας αλλαγής» που επιβεβαιώνεται και από το διαφορετικό όνομα με το οποίο πορεύεται πλέον το κόμμα από την προεκλογική περίοδο του 2018. Αφαιρώντας τη λέξη “Nord” από την μέχρι πρότινος ονομασία, ο Υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας και το κόμμα του “Lega Salvini Premier” αποβλέπουν στο άνοιγμα του εκλογικού σώματος, προσεγγίζοντας ψηφοφόρους από περιοχές του Νότου με απώτερο στόχο μία πιο καθολική επικράτηση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε ότι, υπό τη δική του ηγεσία, η «Λέγκα» αποτέλεσε την τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στις προηγούμενες γενικές εκλογές, με τη δημοτικότητα του κόμματος να φτάνει στα υψηλότερα επίπεδα δημοτικότητας που έχει σημειώσει από την ίδρυσή του. Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» (Movimento 5 Stelle)[10] και ο αναπληρωτής Ιταλός Πρωθυπουργός Luigi Di Maio που υπόσχεται την αναζωογόνηση του νότου συλλήβδην, στοχεύοντας να πετύχει εκεί που οι προηγούμενοι απέτυχαν. Στη βελτίωση των μισθών, στις περικοπές φόρων για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, στην πολιτική υπέρ του προστατευτισμού στην οικονομία, στην αναγκαστική και αυτόματη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ αλλά και σε έναν διάλογο με την Ευρώπη, διατηρώντας, όμως, μία ισχυρή στάση.  
Η συγκεκριμένη πολιτική αλλαγή στην Ιταλία, μετά από μία περίοδο αναταραχής και εκλογικών αναμετρήσεων που δεν έδιναν λύση στην ακυβερνησία της χώρας, κάτι που είχε ενισχυθεί μετά την παραίτηση Renzi εξαιτίας του δημοψηφίσματος για την συνταγματική αναθεώρηση, έχει θεωρηθεί ως κίνηση που προσδίδει ισορροπία, επουλώνοντας τις όποιες γεωγραφικές διαφορές ή διακρίσεις και ολοκληρώνοντας πιθανώς την ενοποίηση της Ιταλίας που ξεκίνησε πριν από ενάμιση αιώνα. Σε αυτό βοηθά το γεγονός ότι και οι δύο σχηματισμοί έχουν ως κοινό εχθρό τους την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία στάση που επιβεβαιώθηκε και πριν λίγες ημέρες, στις Ευρωεκλογές που διεξήχθησαν και στις οποίες νίκησε κατά κράτος ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης. Αυτή η επικράτηση της τάξης του 34,3% στις εκλογές της 26ης Μαΐου για το κόμμα Salvini, διπλασιάζοντας τις επιδόσεις και την αριθμητική του δύναμη συγκριτικά με τον κυβερνητικό του εταίρο Di Maio ο οποίος έλαβε το 17,1% της προτίμησης και των ψήφων θα αποτελέσει, αναντίρρητα, παράγοντα εξελίξεων εντός και εκτός συνόρων.  Πιο συγκεκριμένα, η άκρα δεξιά στην Ιταλία και το κόμμα που την εκπροσωπεί θα εστιάσουν στην προεκλογική υπόσχεση για τις γενναίες περικοπές των φόρων, μολονότι αυτό ισοδυναμεί με ανυπακοή και αναπόφευκτη σύγκρουση προς τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανονισμούς. Η παράμετρος, ωστόσο, που δεν πρέπει να παραβλεφθεί ή να υποτιμηθεί είναι η προσωπική κυριαρχία Salvini επί ευρωπαϊκού εδάφους ο οποίος με εμφατικό τρόπο και λόγο επιθυμεί να συσπειρώσει τους Ιταλούς ως ο de facto πρωθυπουργός της χώρας του. Με motto του «η Ιταλία πάνω από όλα», θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να μην καταπλέουν προσφυγικοί πληθυσμοί στα ιταλικά λιμάνια, θα εναντιωθεί ακόμα περισσότερο στην Ευρώπη που έχει, κατά τον ίδιο, επιδιώξει να επιβραδύνει, να βλάψει και να παρεμποδίσει την Ιταλία στο να εφαρμόσει μία μείωση των φόρων 30-50 δισεκατομμυρίων ευρώ επί παραδείγματι.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το νέο status quo στο οποίο έχει εισέλθει η Ιταλία, με τους πολιτικούς άρχοντές της να ακολουθούν, όπως φαίνεται, μία πολιτική αλά Trump, την καθιστά πλέον έναν κυρίαρχο και ίσως απρόβλεπτο παίκτη. Με έναν κυβερνητικό συνασπισμό που δεν είναι βέβαιο ότι θα μακροημερεύσει μετά και τη νίκη του Matteo Salvini, το κλίμα απογοήτευσης και δυσαρέσκειας ανάμεσα στα δύο ημίσεια της Ιταλίας θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει τις μεταξύ τους σχέσεις ενώ παράλληλα ελλοχεύει ο κίνδυνος να διαιωνιστεί η εικόνα ενός διχασμένου κράτους με εντελώς διαφορετικές οικονομικές προοπτικές και προδιαγραφές. Πολλώ δε μάλλον σε μία περίοδο όπου η μεταναστευτική κρίση δεν έχει εκλείψει στο ελάχιστο, τα εσωτερικά προβλήματα και οι κλυδωνισμοί πληθαίνουν ενώ η Ιταλία καλείται να ξαναβρεί τη θέση της, εντός και εκτός ευρωπαϊκού οικοδομήματος σε μία εποχή όπου οι μεταξύ τους σχέσεις βρίσκονται, κατά τα φαινόμενα, σε μία κρίσιμη καμπή.


[1] N. Ottens, (2018), "Italy has become two countries", Diplomatic Courier. Διαθέσιμο σε: https://www.diplomaticourier.com/posts/italy-has-become-two-countries [Ημερομηνία πρόσβασης: 30/05/2019].
[2] Ibid.
[3] A. Jung, (2012), "Booming Economy in Northern Italy Could Be a Model for the Country", Spiegel Online. Διαθέσιμο σε: https://m.spiegel.de/international/europe/booming-economy-in-northern-italy-could-be-a-model-for-the-country-a-848759.html [Ημερομηνία πρόσβασης: 29/05/2019].
[4] M. Day, (2015), "Fears for southern Italy as unemployment, organized crime and economic recession sees young people leave the country", The Independent. Διαθέσιμο σε: https://www.independent.co.uk/news/world/europe/fears-for-southern-italy-as-unemployment-organised-crime-and-economic-recession-sees-young-people-10498516.html [Ημερομηνία πρόσβασης: 01/06/2019].

[5] T. Travers, (2018), "Migrants Revive Dying Italian Towns", South EU Summit. Διαθέσιμο σε: https://www.southeusummit.com/europe/italy/migrants-revive-dying-italian-towns/ [Ημερομηνία πρόσβασης: 29/05/2019].
[6] Σύμφωνα με το Ίδρυμα Μελέτης Μετανάστευσης της Ιταλίας (Italy’s Migration Study Foundation), εκτιμάται ότι από το 2013, περισσότεροι από 690.000 μετανάστες, προερχόμενοι κατά κύριο λόγο από την υποσαχάρια Αφρική, έχουν αφιχθεί ακτοπλοϊκώς στην Ιταλία από τη Μεσόγειο.
[7] T. Travers, ibid.
[8] Το έργο του SPRAR έχει θεμελιωθεί στην ιδέα της «ενσωματωμένης υποδοχής» (“accoglienza integrata”). Μέσω προγραμμάτων που προωθούνται από το ιταλικό Υπουργείο Εσωτερικών, την ιταλική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχεται χρηματοδότηση σε τοπικούς συνεταιρισμούς ανάλογα με τον αριθμό προσφύγων ή μεταναστών που φιλοξενούνται. Ο υψηλότερος αριθμός τέτοιου είδους χρηματοδοτημένων προγραμμάτων συναντώνται στη Σικελία και την Καλαβρία.  
[9] Η «Λέγκα του Βορρά» κινείται περισσότερο στην προοπτική των μαζικών απελάσεων μεταναστών και προσφύγων και στην επαναδιατύπωση των ευρωπαϊκών συνθηκών.
[10] Τα πέντε αστέρια αντιπροσωπεύουν τα εξής πέντε ζητήματα για τα οποία ενδιαφέρεται περισσότερο το κόμμα: δημόσια ύδρευση, βιώσιμες μεταφορές, βιώσιμη ανάπτυξη, δικαίωμα στην πρόσβαση στο Internet και περιβάλλον.
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου