Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη

της Μελάνθης Λουκαϊδου


 

Η Υεμένη αποτελεί κομμάτι ενός πολύπλοκου σκηνικού το οποίο σχετίζεται με παράγοντες όπως η αστάθεια και η ανασφάλεια στην περιοχή της Αραβικής χερσονήσου ειδικότερα και της Μέσης Ανατολής ευρύτερα. Η συνεχιζόμενη διαμάχη, ανάμεσα στις δυνάμεις που παραμένουν πιστές στον πρόεδρο Abdrabbuh Mansour Hadi και σε αυτές που παραμένουν συνδεδεμένες με τους αντάρτες Houthi, έχει ήδη συμβάλει στην κλιμάκωση ισχυρών αντιπαλοτήτων στον Κόλπο και στη γειτονική περιοχή, όχι μόνο στη βάση εδαφικών και περιφερειακών διαφωνιών, αλλά και -κυρίως- θρησκευτικών. Ταυτόχρονα με το γεωπολιτικό σκηνικό που εξελίσσεται στην περιοχή, η Υεμένη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις στον κόσμο, με δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους να έχουν ανάγκη από άμεση ανθρωπιστική βοήθεια.[1]

 

Παρά το γεγονός ότι η Υεμένη θεωρείται η φτωχότερη χώρα της Μέσης Ανατολής, το εδαφικό της μέγεθος και η γεωγραφική της θέση αποτελούν χαρακτηριστικά στρατηγικής σημασίας τόσο για τους περιφερειακούς όσο και για τους διεθνείς δρώντες. Η χώρα βρίσκεται ανάμεσα σε σημαντικότατους θαλάσσιους διαδρόμους, ανάμεσα στην Κόκκινη και Αραβική θάλασσα, ένα στρατηγικό πέρασμα από την Ευρώπη και την Αφρική στην Ασία. Επιπλέον, ο Κόλπος του Aden βρίσκεται τοποθετημένος στο σταυροδρόμι κάποιων από τους πλέον πολυσύχναστους θαλάσσιους διαδρόμους στον πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα στα νοτιοδυτικά της, η χώρα βλέπει τα στενά του Bab-el-Mandeb. Τα στενά του Mandeb έχουν ιδιαίτερη αξία λόγω του ότι ενώνουν την Κόκκινη θάλασσα με τον Κόλπο του Aden και ταυτόχρονα αποτελούν δίοδο μεταξύ της Μεσογείου και του Ινδικού ωκεανού μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.

 

Οι διαμάχες στη χώρα δεν έχουν ως σημείο εκκίνησης την Αραβική άνοιξη του 2011 και το ξέσπασμα των αντικυβερνητικών εξεγέρσεων στον μουσουλμανικό κόσμο. Αντιθέτως, η Υεμένη ήταν αντιμέτωπη με εδαφικά και αποκεντρωτικά ζητήματα ανάμεσα στις αναρίθμητες φυλές του βορρά και του νότου, προβλήματα τα οποία έχουν την απαρχή τους στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τη συνεπακόλουθη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η βόρεια Υεμένη απέκτησε την ανεξαρτησία της ως κράτος το 1918 ενώ το νότιο τμήμα της χώρας μόλις το 1967. Επιπρόσθετα, υπήρξαν πολυάριθμες διαμάχες μεταξύ των δυο πλευρών, οι οποίες ξεκίνησαν το 1972, συνέχισαν το 1979 και έληξαν τελικώς τον Μάιο του 1990 όταν οι δυο πλευρές ενώθηκαν υπό τη μορφή της Δημοκρατίας της Υεμένης και με πρόεδρο τον Abdullah Saleh. Οι δογματικές αντιπαλότητες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα των αυτοδιοικούμενων στρατιωτικών φυλών τόσο σε βορρά, όσο και σε νότο, αποτελούν τη βάση ενός εμφυλίου πολέμου ο οποίος θα συνεχιζόταν κατά τη διάρκεια των χρόνων.[2] Ωστόσο, ο θεμελιώδης παράγοντας που συνέβαλε στην όξυνση της ήδη περίπλοκης κοινωνικής κατάστασης ήταν η έκρηξη του κύματος της Αραβικής άνοιξης. Οι μεγαλειώδεις διαδηλώσεις σε κυρίαρχες πρωτεύουσες του αραβικού κόσμου έδωσαν ώθηση στην ήδη υπάρχουσα εχθρότητα εντός της χώρας να πάρει αποχρώσεις θρησκευτικής διαμάχης, όπως επίσης και ενός περιφερειακού πολέμου δια αντιπροσώπων. Ο πρόεδρος της χώρας Abdullah Saleh παραιτήθηκε τον Νοέμβριο του 2011 με τον αντιπρόεδρο Abdrabbuh Mansour Hadi να αναλαμβάνει τα ηνία της προεδρίας.

 

Όσον αφορά την τρέχουσα διαμάχη στη χώρα, παίκτες-κλειδιά αποτελούν η κυβέρνηση του προέδρου Hadi, οι επαναστάτες Houthi, οι υποστηρικτές-περιφερειακοί παράγοντες και των δυο πλευρών, καθώς επίσης και η Al-Qaeda στην αραβική χερσόνησο (AQAP) και το Ισλαμικό κράτος. Αρχικά, οι επαναστάτες Houthi αποτελούν ένα στρατιωτικό κίνημα συνδεδεμένο με μια μορφή του σιιτικού Ισλάμ, γνωστή ως Zaidism. Οι Houthi ή αλλιώς “Ansar Allah” («Οι υποστηρικτές του Θεού») όπως ονομάζονται συμμετείχαν στις διαδηλώσεις κατά του προέδρου Saleh το 2011. Επιπλέον, υπήρξαν αντίθετοι με την ανάληψη της προεδρίας από τον τωρινό ηγέτη της χώρας, Hadi, ιδίως όταν ο τελευταίος ανακοίνωσε την πρόθεσή του όπως η χώρα μετατραπεί σε μια έξι περιφερειών ομοσπονδία. Παράλληλα, είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι το 40% του συνολικού πληθυσμού της Υεμένης προέρχεται από την Zaidi σέκτα του σιιτικού Ισλάμ, η οποία βρίσκεται κυρίως εδραιωμένη στα βόρεια ορεινά της χώρας. Οι αντικαθεστωτικοί διατηρούν υπό τον έλεγχό τους την πρωτεύουσα Σαναά ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2014, έχοντας αναγκάσει τον πρόεδρο Hadi να υποχωρήσει στην περιοχή του Aden. Ακολούθως, τον Μάρτιο του 2015 η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση στη χώρα, μέσω συνασπισμού με το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου για την Υεμένη, και να υποστηρίξει την κυβέρνηση του Hadi. Το σουνιτικό βασίλειο διατηρεί συνοριακή γραμμή χιλίων περίπου χιλιομέτρων με την Υεμένη και συνάμα ηγείται του συνασπισμού ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα κράτη του Κόλπου εκτός του Ομάν και άλλων χωρών στη Μέση Ανατολή και το Μαγκρέμπ, όπως η Ιορδανία, η Αίγυπτος και το Μαρόκο. Παράλληλα, η στρατιωτική επιχείρηση με την ονομασία Operation Storm of Resolve (“Al-Hazm Storm”) υποστηρίζεται και από διάφορους περιφερειακούς δρώντες όπως η Τουρκία, καθώς επίσης και από τρία μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία. Η Ουάσινγκτον έχει προσφέρει στρατιωτική υποστήριξη στον σαουδαραβικό συνασπισμό, παρέχοντας υπηρεσίες πληροφοριών και εναέριους ανεφοδιασμούς για τα πολεμικά αεροσκάφη τα οποία βομβαρδίζουν τους αντάρτες Houthi.[3]

 

Επιπλέον, κατέχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η Υεμένη είναι η πατρογονική εστία του ιδρυτή της Al-Qaeda Osama bin Laden. Πέραν της εμφυλιοπολεμικής σύρραξης, η χώρα αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις εξαιτίας της παρουσίας τζιχαντιστικών ομάδων στα εδάφη της. Οι οργανώσεις αυτές είναι συνδεδεμένες είτε με το Ισλαμικό κράτος είτε με τη δράση της Al-Qaeda στην αραβική χερσόνησο. Στο παρελθόν, η AQAP (Al-Qaeda Arabian Peninsula) χρησιμοποίησε την ενδοχώρια κρίση έτσι ώστε να επεκτείνει τα εδάφη ελέγχου και επιρροής της, καταφέρνοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της σημαντικές περιοχές, συμπεριλμβανομένου του λιμανιού Mukallah, του πέμπτου μεγαλύτερου της χώρας. Οι ιδέες της οργάνωσης απολαμβάνουν υποστήριξης στην Υεμένη, κυρίως στις νότιες και νοτιοανατολικές επαρχίες. Εντούτοις, τόσο οι υποστηρικτές της Al-Qaeda όσο και του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού κράτους προκαλούν προβλήματα και στα εξωτερικά σύνορα της χώρας. Σημαντικός αντίκτυπος της σύρραξης και της δραστηριοποίησης των εξτρεμιστικών αυτών οργανώσεων είναι το μεταναστευτικό ζήτημα. Η Υεμένη, πρέπει να τονισθεί ότι, παρά το ότι θεωρείται μια μικρή χώρα, διατηρεί ένα από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού στον κόσμο. Συνεπώς, ο εμφύλιος πόλεμος καθώς και η φτώχεια έχουν ωθήσει πολλούς κατοίκους να μετακινηθούν προς γειτονικά κράτη. Ως αποτέλεσμα, τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και το Ομάν υποχρεούνται να αντιμετωπίσουν την παράνομη διακίνηση και την εμπορία ανθρώπων στα σύνορά τους.[4]

 

Παρ’ όλα αυτά, οι γεωπολιτικές διαστάσεις του πολέμου είναι το στοιχείο που θα καθορίσει τη συνέχιση και την έκβασή του. Υποστηρίζεται ότι το Ιράν υποδέχθηκε στα εδάφη του θρησκευτικούς σπουδαστές της ομάδας των Houthi οι οποίοι, βάσει αναφορών, επέστρεψαν στην Υεμένη εμπνευσμένοι από την αντιδυτική και επαναστατική ρητορική της Τεχεράνης.[5] Από την πλευρά του το Ριάντ υπολογίζει τους Houthi ως τμήμα της διευρυνόμενης ιρανικής επιρροής στην περιοχή. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι το χάος στην Υεμένη έδωσε τόσο στο Ριάντ, όσο και στη Τεχεράνη, το άλλοθι της επέμβασης σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων βρίσκει νόημα.[6] Υπό τη θρησκευτική οπτική, ο πόλεμος στη χώρα αποτελεί τμήμα των διαφορετικών προσεγγίσεων και αποκλίσεων ανάμεσα στο σιιτικό και σουνιτικό Ισλάμ. Για παράδειγμα, το Ριάντ θεωρεί ότι πιθανή πτώση του προέδρου Hadi θα αποτελέσει ευκαιρία ξεσηκωμού για τους σιιτικούς πληθυσμούς του βασιλείου, οι οποίοι ζουν κυρίως στις ανατολικές επαρχίες, όπου σημειωτέον βρίσκονται και oι σημαντικότερες πετρελαιοπηγές του. Επιπλέον, το Ριάντ φαίνεται προσανατολισμένο στο στόχο της απομόνωσης της Τεχεράνης, ανησυχώντας ταυτόχρονα για τη βοήθεια που παρέχει η ιρανική κυβέρνηση στους σιίτες αντικαθεστωτικούς της Υεμένης καθώς και στην αλαουτική κυβέρνηση της Δαμασκού.

 

Υπό τη περιφερειακή οπτική σκοπιά, το Ριάντ θεωρεί ως ζωτικής σημασίας απειλή την αναδυόμενη επιρροή του Ιράν στη Μέση Ανατολή εάν αναλογιστεί κανείς τη συμφωνία P5+1 αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, γεγονός βεβαίως που πρέπει να αναλυθεί υπό την παρούσα τάξη πραγμάτων στον Λευκό Οίκο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά το πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Donald Trump χρησιμοποίησε ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα απέναντι στο Ιράν, κατηγορώντας το ευθέως μεταξύ άλλων και για χρηματοδότηση της διεθνούς τρομοκρατίας. Από την ιρανική θεώρηση, η Υεμένη φαίνεται να προσφέρει μια low cost ευκαιρία για την Τεχεράνη να πιέσει τον περιφερειακό της αντίπαλο, χωρίς να λησμονείται και η επέκταση των οικονομικών και πολιτικών της συμφερόντων.[7] Είναι, επίσης, σημαντικό να λεχθεί ότι η άνοδος του Ισλαμικού κράτους σε Συρία και Ιράκ έχει προσφέρει τη δυνατότητα στο Ιράν να παρουσιαστεί ως ο προστάτης των σιιτικών πληθυσμών στην περιοχή. Τέλος, το γεγονός ότι και οι δυο πλευρές υποστηρίζουν αντίπαλες πλευρές, πέραν της Υεμένης, και στον συριακό εμφύλιο πόλεμο αποτελεί μια ακόμη περιφερειακή διάσταση του προβλήματος. Η απειλή για το σουνιτικό βασίλειο -και όχι μόνο- εδράζεται στον άξονα συνεργασίας μεταξύ της σιιτικής οργάνωσης του Λιβάνου Hezbollah, των σιιτικών πολιτοφυλακών στα ιρακινά εδάφη, με την κυβέρνηση του Bashar al-Assad στη Δαμασκό και την οργάνωση Houthi στην Υεμένη.

 

Συμπερασματικά, η Υεμένη αποτελεί σήμερα ένα ακόμα πεδίο μάχης στην πολυτάραχη περιοχή του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής. Η συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ των περιφερειακών παικτών, καθώς επίσης και οι τραγικές συνέπειες των συνεχιζόμενων βομβαρδισμών της χώρας έχουν τεράστιο αντίκτυπο στον τοπικό πληθυσμό. Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές της υπηρεσίας συντονισμού ανθρωπιστικών υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών (OCHA) το 70% του συνολικού πληθυσμού χρειάζεται κάποιο είδος ανθρωπιστικής βοήθειας, περισσότερα από δύο εκατομμύρια παραμένουν εκτοπισμένοι και περίπου δεκαεφτά εκατομμύρια αντιμετωπίζουν επισιτιστικά προβλήματα. Εν τέλει, αναλογιζόμενη τις τραγικές αυτές συνθήκες, η διεθνής κοινότητα πρέπει να θέσει ως πρωταρχική προτεραιότητά της την προστασία των κατοίκων της χώρας. Ο απώτερος στόχος πρέπει να αφορά τον τερματισμό της εμφύλιας σύρραξης και των περιφερειακών αντιπαλοτήτων που μετατρέπουν κυρίαρχα κράτη σε θέατρα εμφυλίων συρράξεων.



[1] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs, “Humanitarian Crisis in Yemen one of the worst in the world, says ERC O’Brien” (21/9/2016) http://bit.ly/2sjx8sK
[2] Russia Today, “Five facts you need to know about Yemen and its conflicts” (27/3/2015) http://bit.ly/2dqtPEM
[3] Australian Broadcasting Corporation, “Yemen conflict: Who’s who in the conflict tearing the Arab world’s poorest country” (15/4/2015) http://ab.co/1a8rKeD
[4] Indian Council of World Affairs, “The crisis in Yemen” (21/3/2016) http://bit.ly/2erYnH1
[5] Vatanka, Alex, “Iran’s Yemen Play; What Tehran Wants-And What it Doesn’t”, Foreign Affairs Magazine (4/3/2015) http://fam.ag/2e7CO4b
[6] Roy, M., S., Rizvi, M., A., Zaidi, Z., “Crisis in Yemen: Imperatives for Region and Beyond”, Institute for Defense Studies and Analyses (5/5/2015) http://bit.ly/2dI9BHD
[7] Al-Maged, M., Sidahmed, A., Al-Muslimi, F., “The Roles of Regional Players in Yemen and Opportunities for Peace”, Sana’a Center for Strategic Studies (June, 2015), http://bit.ly/2dzYF0T
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου