Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Οι επιπτώσεις του πολέμου του Ιράκ – Β’ Μέρος


του Επίσκοπου Λεωνίδα
 
           Συνεχίζοντας (βλ. Δελτίο Φεβρουαρίου), αξίζει να αναφερθούν και οι επιπτώσεις του πολέμου για την οικονομία και τους πληθυσμούς της περιοχής.  Σε ανθρωπιστικό επίπεδο, ο πόλεμος και η κατοχή με τις εχθροπραξίες και τον εμφύλιο που ακολούθησαν, προκάλεσαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς τόσο στρατιώτες, όσο και αμάχους.  Παράλληλα, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων προσφυγικών ροών προς τις γειτονικές αραβικές χώρες, και πιο συγκεκριμένα προκάλεσε το μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα από την αραβό-ισραηλινή σύρραξη του 1948.  Επιπροσθέτως οι Η.Π.Α. κατηγορήθηκαν για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αιχμαλώτων στις διαβόητες φυλακές Abu Ghraib, οι οποίες από την εποχή Saddam Hussein συνιστούσαν τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες αντίπαλους του δικτατορικού καθεστώτος. 
Συν τοις άλλοις, ο πόλεμος είχε και τεράστιο οικονομικό κόστος τόσο για το Ιράκ, όσο και για τα κράτη που διατηρούσαν δυνάμεις κατοχής.  Πιο συγκεκριμένα, ο πόλεμος αποδυνάμωσε την ήδη αδύναμη και ευάλωτη ιρακινή οικονομία, αφού πολλές εγκαταστάσεις εξόρυξης πετρελαίου καταστράφηκαν στη διάρκεια της εισβολής, ενώ ευρύτερα όπως είναι απολύτως εύλογο χρειάζεται ένα χρονικό διάστημα κάποιων ετών για να επανέλθει η οικονομία σε μια τροχιά ανάπτυξης και στην όποια κανονικότητα την χαρακτήριζε πριν τη σύρραξη.  Οι Η.Π.Α. από την πλευρά τους, για την εξυπηρέτηση και την κάλυψη των αναγκών των στρατιωτικών δυνάμεων που διατηρούσαν στο Ιράκ δαπάνησαν πάνω από 2 τρις δολάρια[1]. 
Οι Η.Π.Α. επέδειξαν αδυναμία στο να επιτύχουν την ανασυγκρότηση των ιρακινών κρατικών δομών μετά την ανατροπή του καθεστώτος Saddam και την ουσιαστική αποδόμηση του κρατικού μηχανισμού της χώρας.  Η πολιτική «από-μπααθικοποίησης» της χώρας, περιθωριοποίησε αναίτια τους Σουνίτες, αποκλείοντας μια σημαντική ομάδα του πληθυσμού από τη προσπάθεια οικοδόμησης μιας νέας κρατικής οντότητας, ωθώντας τους εγγύτερα στην επιλογή της εξέγερσης[2]. 
Ο Πόλεμος στο Ιράκ όπως είναι απολύτως εύλογο δεν επηρέασε μονάχα το Ιράκ, αλλά τουναντίον είχε ευρύτερες συνέπειες για τη Μέση Ανατολή εν όλω[3].  Αρχικά, η σύγκρουση προκάλεσε την άνοδο των πετρελαϊκών τιμών, οπότε τα κράτη της Μέσης Ανατολής τα οποία βασίζονται κατά κύριο λόγο στην πετρελαϊκή παραγωγή για την επιβίωσή τους επωφελήθηκαν.  Παράλληλα, ο πόλεμος δίχασε την Ευρώπη, ανάμεσα στις χώρες που υποστήριξαν τις Η.Π.Α. (Μ. Βρετανία, Ισπανία) και εκείνες που εναντιώθηκαν στην εισβολή (Γερμανία, Γαλλία)[4]. 
Ταυτόχρονα, προκάλεσε το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων στη περιοχή από το 1948, γεγονός που σε συνδυασμό με τον εμφύλιο στη χώρα ενίσχυσε το φαινόμενο της διάχυσης των συγκρούσεων πέρα από τα εθνικά σύνορα, σε γειτονικές χώρες με δυσμενείς συνέπειες για την ασφάλεια της περιοχής. 
Ειδικότερα, επέφερε σημαντικές μεταβολές στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Μέσης Ανατολής, καθώς με την κατοχή της χώρας, το Ιράκ δεν συνιστούσε πια το αντίβαρο στην ιρανική ισχύ και επιθετικότητα, μεταβάλλοντας το ισοζύγιο ισχύος στη Μέση Ανατολή.  Επιπρόσθετα, ο πόλεμος ανέδειξε για άλλη μια φορά τις δυσμενείς συνέπειες της ατυχούς σχεδίασης των συνόρων από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τις δεκαετίες του 10’ και του 20’, όταν συγκροτήθηκαν τα συγκεκριμένα κράτη.  Ο πόλεμος δημιούργησε πρωτόγνωρες κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές εντός των κρατών. Ιστορικές και βαθιές διενέξεις που κυριαρχούν στην περιοχή ήρθαν στο προσκήνιο στο εσωτερικό του Ιράκ, όπως και σε άλλες χώρες όπως η Συρία και δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την διάχυση των συγκρούσεων αυτών και σε άλλα κράτη και προκάλεσαν κεντρόφυγες και αποσχιστικές τάσεις που θέτουν εν σοβαρώ κινδύνω την σταθερότητα της Μέσης Ανατολής. 
Μια ακόμη συνέπεια που προκλήθηκε από τον Πόλεμο του Ιράκ είναι και η άνοδος της ιρανικής ισχύος[5].  Η Τεχεράνη βρήκε πρόσφορο έδαφος για να επεκτείνει την επιρροή της στο Ιράκ, εξαιτίας της διοικητικής αποδόμησης που προκάλεσε ο πόλεμος, αλλά και εξαιτίας της πολιτικής αποξένωσης των σουνιτικών πληθυσμών που ακολουθήθηκε από τις Η.Π.Α. και την κυβέρνηση Maliki.  Η επιρροή του Ιράν δεν περιορίζεται φυσικά στην επίδραση που ασκεί στην κυβέρνηση του Ιράκ, η οποία σε κάποιο βαθμό περιορίζεται από την εθνική συνείδηση των Ιρακινών.  Αντιθέτως, ακόμη και στη περίπτωση που το Ιράν δει την ισχύ του στη Βαγδάτη να μειώνεται, θα εστιάσει τη προσοχή του περιοχές πιο άμεσου ενδιαφέροντος του, όπως δηλαδή τον Λίβανο, τη Συρία και την Λωρίδα της Γάζας, όπου μη κρατικοί δρώντες που υποστηρίζονται από αυτό μάχονται τόσο το σουνιτικό Ι.Κ., όσο και το Ισραήλ.  Η Χεζμπολάχ στο Λίβανο και η Χαμάς στη Παλαιστίνη, αποτελούν το «μακρύ χέρι» της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής. 

Παράλληλα, η κάποτε ισότιμη εταίρος του Ιράν, Συρία αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα τα οποία την αναγκάζουν να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη της Τεχεράνης.  Την ίδια στιγμή, εμφύλιος μαίνεται στην Υεμένη όπου το Ιράν υποστηρίζει τους Χούθι, οι οποίοι συνιστούν παρακλάδι του σιιτισμού με σκοπό την αποδυνάμωση της επιρροής της θέσης της Σαουδικής Αραβίας ακριβώς στα σύνορα της, περικυκλώνοντας εφόσον εγκαθιδρυθεί μια σιιτική κυβέρνηση σύμφωνη με τα ιρανικά πρότυπα διακυβέρνησης.  Μια βασική προτεραιότητα του Ιράν είναι να αποτρέψει το Ιράν να αναδυθεί εκ νέου ως στρατιωτική απειλή.  Με το Ιράκ διαλυμένο, η ιρανική ισχύς μπορεί ευκολότερα να επεκταθεί στον πυρήνα της Μέσης Ανατολής.  Το Ιράκ όντας φοβερά αποδυναμωμένο, βρίσκεται σε δεινή θέση.  Μάλιστα, θα μπορούσε να ειπωθεί με περισσή βεβαιότητα πως μελλοντικά τείνει να μεταβληθεί σε ένα δορυφόρο του Ιράν. 
Πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία των εξελίξεων στο εσωτερικό του Ιράκ[6].  Το κενό εξουσίας σε εκτεταμένες περιοχές έξω από τον κυβερνητικό έλεγχο της Βαγδάτης καθώς και οι φυλετικοί, θρησκευτικοί και εθνοτικοί διαχωρισμοί στις περιοχές αυτές πιθανότατα θα αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για άσκηση επιρροής από έξωθεν δυνάμεις, όπως το Ιράν.  Τα κράτη του υποσυστήματος της Μέσης Ανατολής δεν είναι σε κανένα βαθμό μονωμένα από έξωθεν επιδράσεις, οπότε η γενικότερη αστάθεια προκαλεί μεγαλύτερη δυσπιστία και επιφυλακτικότητα στα κράτη που απειλούνται από τις ευρύτερες μεταβολές.  Αυτός είναι ένας από τους λόγους που το Ιράν προσπαθεί τόσο δυναμικά να καταστείλει το Ι.Κ.. 
Καθώς ο πόλεμος και η κατοχή του Ιράκ έφεραν τις αμερικανικές στρατιωτικές μονάδες στο κατώφλι του Ιράν, η Τεχεράνη διατηρεί ανησυχίες αναφορικά με μια πιθανή επανεμφάνιση τους στην περιοχή και η μερική ανάπτυξη δυνάμεων των Η.Π.Α. για το βομβαρδισμό θέσεων του Ι.Κ. εντείνουν αυτές τις ανησυχίες. 
Παράλληλα, ανησυχεί για τη συνεχιζόμενη αστάθεια στο Ιράκ, η οποία όχι μόνο δεν αποκλιμακώθηκε, αλλά τουναντίον ενισχύθηκε με την αμερικανική αποχώρηση του 2011[7], η οποία είχε ως αποτέλεσμα και την αναζωπύρωση του εμφυλίου στη χώρα.  Το Ιράν αντιμετωπίζει τον σοβαρό κίνδυνο αυτή η αστάθεια να εξαχθεί και στο δικό του έδαφος, γεγονός που θα έχει δραματικές συνέπειες για τις φιλοδοξίες του να καθιερωθεί ως ηγεμονική δύναμη στη Μέση ανατολή. 
Συνεχίζοντας, το Ιράν δεν περιορίζεται στην αναβάθμιση των δυνατοτήτων προβολής στρατιωτικής ισχύος του, αλλά προβαίνει και στη χρήση ήπιας ισχύος για να προωθήσει τα συμφέροντά του, μέσω βοήθειας για ανοικοδόμηση υποδομών και γενικότερη οικονομική υποστήριξη[8]. 
Τα αραβικά κράτη αντέδρασαν στην απειλή του Ιράν με συχνά αντικρουόμενες επιλογές και κατευθύνσεις.  Επί παραδείγματι, ο αραβικός κόσμος διατηρεί δύο εικόνες που περιγράφουν το πρόσωπο του Ιράν.  Η μία, καλή εικόνα του είναι εκείνη που το θεωρεί ως μια δύναμη που υπερασπίζεται το Ισλάμ και αντιμάχεται το σιωνιστικό Ισραήλ, επικρίνει διεφθαρμένα πολιτικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και εναντιώνεται στη δυτική επιρροή.  Στον αντίποδα, η κακή εικόνα του είναι εκείνη που θεωρεί πως το Ιράν έχει ως στόχο να εγκαθιδρυθεί ως ηγετική δύναμη στο μουσουλμανικό κόσμο και να επιβληθεί στις σουνιτικές χώρες. 
Όσον αφορά τα σουνιτικά αραβικά κράτη, ο πόλεμος του Ιράκ μετέβαλλε σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική ασφαλείας που είχε επικρατήσει στην περιοχή, η οποία είχε ως εγγυήτρια δύναμη τις Η.Π.Α. και το υπό τον Saddam Ιράκ ως αντίβαρο της ιρανικής ισχύος.  Το Ιράν βρήκε πρόσφορο έδαφος για την επέκταση της επιρροής του και την δημιουργία ενός σιιτικού τόξου ή άξονα, ο οποίος εκκινεί από την Τεχεράνη, περνά από την Βαγδάτη, τη Δαμασκό και καταλήγει στις ακτές της Μεσογείου και της Χεζμπολάχ.  Αυτή η πραγματικότητα, καθώς και οι ενδοισλαμικές αντιπαραθέσεις (σιιτικό Ιράν – σουνιτικά κράτη του Περσικού Κόλπου) προκαλούν έντονη ανησυχία σε κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, η πιο ισχυρή εκ των σουνιτικών κρατών του Κόλπου η οποία βάσιζε την ασφάλεια της στην ισχυρή παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στη περιοχή.  Όμως, η αμερικανική προτεραιότητα για αντιμετώπιση του κινεζικού κινδύνου στον Ειρηνικό ανάγκασαν τη Σαουδική Αραβία να σκληρύνει τη στάση της κατά του Ιράν.  Ωστόσο, τα αραβικά κράτη δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα ισχυρό μπλοκ δυνάμεων κατά του Ιράν, να διατυπώσουν και να ακολουθήσουν μια συνεκτική στρατηγική για την αντιμετώπισή του, εστιάζοντας σε πολιτικές που εξυπηρετούν τις προτεραιότητές τους[9]. 
Το στοιχείο που καθίσταται απόλυτα εμφανές είναι πως δεν υπάρχει ισχυρό αντίβαρο στην ιρανική ισχύ.  Ακόμη και η Σαουδική Αραβία με τη συνδρομή των κρατών του Κόλπου πόσο μάλλον μόνη της, δεν μπορεί να αντισταθεί στην επέκταση της ιρανικής ισχύος.  Πιθανότατα, αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει σε μια αναθέρμανση των σχέσεων της με έναν άλλο, διαφορετικό αντίπαλο, το Ισραήλ, στη βάση κοινών συμφερόντων.  Εναλλακτικά, ενίσχυσαν και τη συνεργασία τους με χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα που εισέρχονται δυναμικά στη περιοχή, δίχως βέβαια να θεωρούν τις χώρες αυτές ως το κατάλληλο υποκατάστατο στην αμερικανική στρατιωτική και διπλωματική παρουσία στη Μέση Ανατολή[10]. 
Η άνοδος της ιρανικής ισχύος προκαλεί έντονη ανησυχία στο Τελ Αβίβ, το οποίο για αρκετά χρόνια ήταν επιφυλακτικό με τις περιφερειακές φιλοδοξίες του Ιράν.    Παρά τη συμφωνία για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, το Ισραήλ εξακολουθεί να αισθάνεται απειλούμενο από την μελλοντική προοπτική ενός Ιράν που θα διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο. 
Τα αραβικά σουνιτικά κράτη και το Ισραήλ παρά την έντονη αντιπαλότητα που χαρακτήριζε τις σχέσεις τους κατά το παρελθόν, φανερώνουν κοινές ανησυχίες για την μείωση της αμερικανικής επιρροής και του περιορισμού της παρουσίας των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή και της ταυτόχρονης ενίσχυσης της ισχύος του Ιράν.  Το Ισραήλ, εμφανίζεται διατεθειμένο να αφήσει σε δεύτερη μοίρα την μεταξύ τους δυσπιστία και να αμβλύνει τις διαφορές του με τα άλλα αραβικά κράτη, αναζητώντας την κατάλληλη συνταγή για την διασφάλιση της ύπαρξης του.  Αξίζει να αναφερθεί πως το Ιράν θεωρείται ως μια απειλή όχι απλώς για τα συμφέροντα του Ισραήλ, αλλά ως απειλή για την ίδια την ύπαρξή του.  Μάλιστα, ύστερα από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιουλίου του 2015, σε συνδυασμό με τον ευρύτερο περιορισμό της παρουσίας και της δυνατότητας και διάθεσης παρεμβατικότητας των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή, αυτή η τάση πιθανής συνεργασίας με άλλα σουνιτικά κράτη έναντι του Ιράν αναμένεται να ενταθεί[11]. 
Συνεχίζοντας, η συρρίκνωση της επιρροής των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή ύστερα από τον Πόλεμο του Ιράκ δημιούργησε νέες ευκαιρίες για την εισδοχή περιφερειακών δρώντων στο γεωπολιτικό τοπίο της περιοχής και ειδικότερα της Κίνας και της Ρωσίας.  Η αποχώρηση των Η.Π.Α. από το Ιράκ και ευρύτερα από τη Μέση Ανατολή προς αντιμετώπιση της αναδυόμενης Κίνας στον Ειρηνικό Ωκεανό επέτρεψαν σε Πεκίνο και Κρεμλίνο να επεκτείνουν την επιρροή τους.  Αν και φυσικά η πηγή αυτής της πτώσης δεν μπορεί να εξηγηθεί από έναν παράγοντα, ο Πόλεμος του Ιράκ συνέβαλε στη δημιουργία αμφιβολιών σχετικά με τη δυνατότητα των Η.Π.Α. να εγγυηθούν τη σταθερότητα στη περιοχή.  Οι αμφιβολίες αυτές, προέρχονται από τα αραβικά κράτη, κυρίως του Κόλπου, τα οποία παραδοσιακά στήριζαν την ασφάλεια τους στον αμερικανικό παράγοντα.  Η Κίνα και η Ρωσία αποτελούν εναλλακτικές επιλογές ασφάλειας έναντι της απειλής που αντιπροσωπεύει η Τεχεράνη και γενικότερα διασφάλισης της σταθερότητας.  Η εξωτερική πολιτική των δύο αυτών χωρών μετά το πόλεμο, χαρακτηρίζεται από ένα έντονο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή.  Κρεμλίνο και Πεκίνο έχουν ενδυναμώσει σημαντικά την επιρροή τους στη περιοχή.  Η μεν Κίνα βασίζεται στην οικονομική της ισχύ, ενώ η Ρωσία πέρα από την οικονομική της βάση η οποία δέχτηκε σοβαρά πλήγματα ύστερα από την Κριμαϊκή Κρίση του 2014, βασίζεται περισσότερο στη χρήση σκληρής ισχύος (hard power) αναπτύσσοντας στρατεύματα στη περιοχή της Συρίας. 
Η Κίνα, αποτελεί την πιο ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία και το μεγαλύτερο καταναλωτή φυσικού αερίου παγκοσμίως και ως εκ τούτου οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας είναι τεράστιες.  Η ενεργειακή ασφάλεια είναι ένας τομέας που ενδιαφέρει ιδιαίτερα το Πεκίνο.  Προς αυτή την κατεύθυνση, η Κίνα κινείται έτσι ώστε να διασφαλίσει την ενεργειακή της επάρκεια μέσω συνεργασιών με τα κράτη του Κόλπου.  Πολλά θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο η Κίνα θα κατορθώσει να μεταφράσει την οικονομική της ισχύ σε στρατιωτική παρουσία τη Μέση Ανατολή.  Εντούτοις, η Κίνα προς το παρόν έχει εστιάσει την προσοχή της στην ενεργειακή και οικονομική συνεργασία με κράτη της Μέσης Ανατολής, συνεργασίες οι οποίες εξυπηρετούν τις ευρύτερες στοχοθετήσεις της για ενεργειακή επάρκεια[12].  Στον αντίποδα, η Ρωσία φαίνεται στην παρούσα φάση πως έχει κατορθώσει να ενισχύσει σημαντικά την θέση της μέσω της παρουσίας της στην Συρία.  Ωστόσο, η Μόσχα φέρει ως βαρύ φορτίο την κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης η οποία εξαιτίας του παρεμβατικού της παρελθόντος π.χ. Αφγανιστάν, και επίσης της υποστήριξής της σε δυνάμεις του σιιτικού Ισλάμ π.χ. Συρία, Ιράν αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα από τα υπόλοιπα σουνιτικά αραβικά κράτη[13]. 
Συνοψίζοντας, όπως αναλύθηκε στις σελίδες που προηγήθηκαν, ο Πόλεμος του Ιράκ είχε ευρύτατες συνέπειες για τα κράτη της Μέσης Ανατολής, αλλάζοντας ριζικά τόσο το πρόσωπό της περιοχής και το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, όσο και το Ιράκ.  Προβλέψεις για τη μελλοντική γεωπολιτική κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθούν.  Το μόνο σίγουρο είναι πως η Μέση Ανατολή δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.




[1] Amadeo Kimberly, “Cost of Iraq War: Timeline, Economic Impact”, 17 Ιανουαρίου 2017, online at: [https://www.thebalance.com/cost-of-iraq-war-timeline-economic-impact-3306301]
[2] M. Zinn Cherish, “Consequences of Iraqi De-Baathification”, Cornell international affairs review, 2016, VOL. 11 NO. 2, online at: [https://www.inquiriesjournal.com/articles/1415/consequences-of-iraqi-de-baathification]
[3] Cofman Wittes Tamara, “The regional impact of U.S. policy toward Iraq and Syria”, Brookings, 30 Απριλίου 2015, online at: [https://www.brookings.edu/testimonies/the-regional-impact-of-u-s-policy-toward-iraq-and-syria/]
[4] Lewandowski Wojciech, “The influence of the war in Iraq on transatlantic relations”, Sussex European Institute, Οκτώβριος 2004, online at: [https://www.sussex.ac.uk/webteam/gateway/file.php?name=sei-working-paper-no-79.pdf&site=266]
[5] Moon  Munir, “Intended Consequences of Iraq War”, Huffingtonpost, 25 Αυγούστου 2014, online at: [http://www.huffingtonpost.com/munir-moon/intended-consequences-of-iraq_b_5527993.html]
[6] Cofman Wittes Tamara, “The regional impact of U.S. policy toward Iraq and Syria”, Brookings, 30 Απριλίου 2015, online at: [https://www.brookings.edu/testimonies/the-regional-impact-of-u-s-policy-toward-iraq-and-syria/]
[7] Wehrey Frederic, Dassa Dalia, Watkins Kaye Jessica, Martini Jeffrey, Guffey Robert A., “The Middle East After the Iraq War – THE IRAQ EFFECT”, RAND,  2010, online at: [http://www.rand.org/content/dam/rand/pubs/monographs/2010/RAND_MG892.pdf]
[8] Wehrey Frederic, Dassa Dalia, Watkins Kaye Jessica, Martini Jeffrey, Guffey Robert A., Ibid.
[9] Wehrey Frederic, Dassa Dalia, Watkins Kaye Jessica, Martini Jeffrey, Guffey Robert A., “The Middle East After the Iraq War – THE IRAQ EFFECT”, RAND,  2010, online at: [http://www.rand.org/content/dam/rand/pubs/monographs/2010/RAND_MG892.pdf]
[10] Wehrey Frederic, Dassa Dalia, Watkins Kaye Jessica, Martini Jeffrey, Guffey Robert A., Ibid.
[11] Wehrey Frederic, Dassa Dalia, Watkins Kaye Jessica, Martini Jeffrey, Guffey Robert A., “The Middle East After the Iraq War – THE IRAQ EFFECT”, RAND,  2010, online at: [http://www.rand.org/content/dam/rand/pubs/monographs/2010/RAND_MG892.pdf]
[12] Wehrey Frederic, Dassa Dalia, Watkins Kaye Jessica, Martini Jeffrey, Guffey Robert A., “The Middle East After the Iraq War – THE IRAQ EFFECT”, RAND,  2010, online at: [http://www.rand.org/content/dam/rand/pubs/monographs/2010/RAND_MG892.pdf]
[13] Wehrey Frederic, Dassa Dalia, Watkins Kaye Jessica, Martini Jeffrey, Guffey Robert A., Ibid.
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου