Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017


Η διένεξη Ινδίας – Πακιστάν για το Κασμίρ
του Επίσκοπου Λεωνίδα
 
 

Για την καλύτερη κατανόηση του ανταγωνισμού μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν για το Κασμίρ αξίζει να επισημανθούν οι σχέσεις των μερών που εμπλέκονται στην διένεξη με τους άλλους μεγάλους γεωπολιτικούς παίκτες, οι οποίοι προσπαθούν από την πλευρά τους να εκμεταλλευθούν την κρίση στις σχέσεις Νέου Δελχί και Ισλαμαμπάντ για να αυξήσουν την επιρροή τους στην περιοχή.  Το Πακιστάν αισθάνεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την Ινδία τόσο στην οικονομία και τον πληθυσμό, όσο και στις δυνατότητες των ενόπλων δυνάμεων.  Το Ισλαμαμπάντ γνωρίζει πολύ καλά πως δεν μπορεί να επικρατήσει στηριζόμενο στις δικές του μονάχα οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις στην σύγκρουσή του με την Ινδία για το Κασμίρ.

Εκκινώντας την ανάλυση, το Πακιστάν έχει σαφή γνώση της αδυναμίας του έναντι της Ινδίας σε όρους πολιτικής επιρροής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος και για αυτό το σκοπό έχει αναπτύξει παραδοσιακά ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την Κίνα.  Στην λογική του Πακιστάν, το Πεκίνο φαντάζει ως η μόνη δύναμη στην περιοχή που μπορεί να αντιπαρατεθεί με επιτυχία στην Ινδία, καθώς το έχει κατορθώσει ξανά στο παρελθόν (σινό-ινδικός πόλεμος του 1962).  Τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις Πακιστάν και Κίνας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μια στρατηγική συνεργασία καθώς οι δύο χώρες έχουν πολλά κοινά συμφέροντα και κοινούς γεωπολιτικούς αντιπάλους.

Οι δύο χώρες συμφώνησαν το 2015 η Κίνα να πραγματοποιήσει επενδύσεις ύψους 46 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Πακιστάν για κατασκευή από κινεζικές εταιρίες αυτοκινητόδρομων, λιμανιών και ενεργειακών υποδομών[1].  Αυτές οι επενδύσεις στοχεύουν στην ενίσχυση  της οικονομικής και πολιτικής θέσης του Πακιστάν στην περιοχή, ενώ για την ίδια την Κίνα σηματοδοτούν την πολυπόθητη πρόσβαση του ναυτικού της στον Ινδικό Ωκεανό[2].  Αυτή η σημαντική συμφωνία εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ Ισλαμαμπάντ και Πεκίνου το όποιο ονομάζεται Οικονομικός διάδρομος Κίνας – Πακιστάν (C.P.E.C.).  Το Πεκίνο επιθυμεί μέσω της επιρροής του στο Πακιστάν να αποκτήσει πρόσβαση και να ενισχύσει την παρουσία του στον Ινδικό Ωκεανό, την Ανατολική Αφρική και την Μέση Ανατολή[3].  Η παρουσία της Κίνας σε αυτές τις περιοχές δικαιολογείται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η απαραίτητη ενεργειακή ασφάλεια της χώρας η οποία προκύπτει ως αδήριτη αναγκαιότητα εξαιτίας της έλλειψης φυσικών πόρων στο έδαφος της Κίνας και την στρατηγική του Πεκίνου να οικοδομήσει τον περίφημο νέο δρόμο του μεταξιού, μια οικονομική οδό που θα συνδέει την Κίνα με τις αγορές της Δύσης.  Η διατήρηση των περιοχών του Κασμίρ που ελέγχει το Πακιστάν κρίνεται ως απαραίτητη, καθώς μέσω αυτής οι δύο χώρες εξασφαλίζουν ανεμπόδιστη επαφή στα σύνορα τους δίχως την παρεμβολή της Ινδίας.

Πρόσθετα, το Πεκίνο έχει αναλάβει την κατασκευή των πακιστανικών πυρηνικών αντιδραστήρων. Την ίδια στιγμή, η Ισλαμαμπάντ αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα κινεζικών οπλικών συστημάτων παγκοσμίως. Επίσης, οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει από κοινού ένα νέο τύπο μαχητικού αεροσκάφους, το JF-17 Thunder[4].  Μάλιστα μετά την απόφαση των Αμερικάνων βουλευτών να μπλοκάρουν τα κεφάλαια για την αγορά 8 μαχητικών F16 μέσα στο 2016, το Πακιστάν κοιτάζει πλέον και στην ρωσική και κινεζική αγορά μαχητικών αεροσκαφών[5]. Το Πεκίνο επιδιώκει τη συνέχιση των επαφών σε υψηλό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και το συντονισμό των ενεργειών τους, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στον αντίποδα, η Κίνα εξακολουθεί να παραμένει ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος της Ινδίας. Η Ινδία για να ανταγωνιστεί αυτήν την σύμπραξη προώθησε την συνεργασία της με άλλες ασιατικές χώρες που αντίκεινται στην γενικότερη αναβάθμιση της θέσης της Κίνας, όπως π.χ. στην Νότια Σινική Θάλασσα.  Ταυτόχρονα, ενίσχυσε σημαντικά του δεσμούς της με τις Η.Π.Α. τόσο σε στρατιωτικό όσο και πολιτικό επίπεδο[6]. 

Το Πεκίνο διατηρεί κάποιες περιοχές υπό την κυριαρχία του, ύστερα από τον επιτυχή για αυτό πόλεμο του 1962 κατά την διάρκεια του οποίου απέσπασε κάποιες εδαφικές εκτάσεις του Κασμίρ από την Ινδία τις οποίες μετονόμασε σε επαρχία Aksai Chin. Θεωρεί πως η συγκεκριμένη επαρχία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας, αρνούμενο να δεχτεί την συμπερίληψη της περιοχής αυτής στην διαμάχη για το Κασμίρ.  Επίσης, δεν αποδέχεται τα όρια που όρισαν στον χάρτη οι βρετανικές αρχές πριν την ανεξαρτησία της Ινδίας και του Πακιστάν αναφορικά με το πριγκιπάτο του Κασμίρ και του Jammu βόρεια του Aksai Chin και του Trans Karakoram.  Ακόμη, η Κίνα διευθέτησε επιτυχώς τις συνοριακές διαφορές που διατηρούσε με το Πακιστάν μέσω του συμφώνου για το Trans Karakoram το 1963 με πρόβλεψη για πιθανή μεταβολή της συνθήκης, εάν επιτυγχανόταν μελλοντικά κάποια συμφωνία για το Κασμίρ.

Ακολούθως, η Μόσχα από την πλευρά της έσπευσε να καταδικάσει την τρομοκρατική επίθεση στην ινδική στρατιωτική βάση, αποφεύγοντας να επιρρίψει ευθύνες στο Πακιστάν για την ενέργεια. Τα τελευταία χρόνια, οι δεσμοί μεταξύ Κρεμλίνου και Ισλαμαμπάντ έχουν ενισχυθεί σημαντικά.  Αιτία αυτής της προσέγγισης είναι η στρατηγική στροφή της Ινδίας προς την Ουάσινγκτον καθώς και οι διαρκείς εντάσεις στην περιοχή του Κασμίρ, γεγονότα τα οποία αναγκάζουν το Πακιστάν να αναζητήσει βοήθεια για την επιτυχή αντιμετώπιση της αυξανόμενης ινδικής επιρροής στο Κασμίρ και στα κέντρα των αποφάσεων στις Η.Π.Α.. Επί παραδείγματι, η Ινδία χρησιμοποίησε την επιρροή της στην Ουάσινγκτον για να εμποδίσει την συμφωνία πώλησης 8 μαχητικών αεροσκαφών F16 στο Πακιστάν μέσα στο 2016.  Συνεχίζοντας, τον Ιούλιο του 2015 Ρωσία και Πακιστάν συμφώνησαν στην αγορά από το τελευταίο 4 επιθετικών ελικοπτέρων Mi-35M Hind E και παράλληλα βρίσκονται σε συζητήσεις για την πιθανή μελλοντική προμήθεια από το Ισλαμαμπάντ μαχητικών αεροσκαφών Su35[7].  Η Ρωσία ενδιαφέρεται επίσης να συμμετάσχει στον οικονομικό διάδρομο Κίνας – Πακιστάν (C.P.E.C.), ενώ μια διαφορετική μεταξύ τους συμφωνία περιελάμβανε επενδύσεις 2 δισεκατομμυρίων για την κατασκευή του North-South gas pipeline, η πρώτη φάση του οποίου αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2017.  Σε μια κίνηση που επέφερε την δριμεία αντίδραση του Νέου Δελχί, οι δύο χώρες διεξήγαγαν για πρώτη φορά κοινές στρατιωτικές ασκήσεις το 2016.  Όπως και να έχει, παρά την αναθέρμανση των σχέσεων Ρωσίας και Πακιστάν το πιθανότερο είναι οι σχέσεις Μόσχας – Νέου Δελχί να μην επηρεαστούν αρνητικά. 

Συνεχίζοντας, είναι υψίστης σημασίας να κατανοήσει ο μελετητής της συγκεκριμένης διένεξης πως στην εξίσωση δεν συμμετέχουν μόνο η Ινδία και το Πακιστάν, με την Κίνα να παίζει ένα πιο παρασκηνιακό ρόλο.  Αντιθέτως, κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν οι διάφορες παραστρατιωτικές ομάδες οι οποίες επιζητούν ανεξαρτησία από την ινδική κυριαρχία[8].  Οι οργανώσεις αυτές περιλαμβάνουν τις Hizbul Mujahideen, Harkat-ul-Jihad al-Islami, Al-Badr, το Jammu and Kashmir Liberation Front το οποίο αποβλέπει στην πλήρη ανεξαρτητοποίηση του Κασμίρ, Harkat-ul-Mujahideen, Jaish-e-Mohammed, το δίκτυο Haqqani καθώς και την Lashkar-e-Taiba.  Ειδικότερα για τις 4 τελευταίες οργανώσεις έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας ξεκάθαρης σχέσης συνεργασίας με την υπηρεσία πληροφοριών του Πακιστάν, την περίφημη Inter-Services Intelligence (I.S.I.), η οποία τους παρέχει εκπαίδευση, οπλισμό, εξοπλισμό και πληροφορίες για τον συντονισμό της δράσης τους στις ινδικές περιοχές του Κασμίρ.

Όλες σε κάποιο βαθμό έχουν διαλυθεί σε μικρότερες, συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους ομάδες οι οποίες έχουν διαφορετικές αντιλήψεις, στόχους, μέσα και τρόπους προώθησης των επιδιώξεων τους και επίλυσης της διένεξης. Τα τελευταία χρόνια, όλες οι ομάδες απώλεσαν την δυναμική και την επιρροή που διατηρούσαν στο παρελθόν και κάποιες διαλύθηκαν, ενώ άλλες συνεχίζουν να υφίστανται δίχως όμως ουσιαστική επιρροή στις εξελίξεις.  Οι οργανώσεις αυτές εκλαμβάνονται ως ιδιαίτερα σημαντικές για την πακιστανική εξωτερική πολιτική[9].  Το Πακιστάν χρησιμοποιεί τις τρομοκρατικές αυτές ομάδες στο Κασμίρ για να προκαλεί αστάθεια στις υπό ινδικό έλεγχο περιοχές του Κασμίρ.  Όπως είναι φυσικό, οι επιθέσεις τέτοιου τύπου ποτέ δεν βρήκαν σύμφωνες τις Η.Π.Α.. Η Ουάσινγκτον παρόλα αυτά δεν αντέδρασε ποτέ με έντονο τρόπο που να καταστήσει σαφές στο Ισλαμαμπάντ την όχληση της για την δράση των συγκεκριμένων ομάδων στο Κασμίρ, γεγονός που προκαλεί δυσαρέσκεια στο Νέο Δελχί. Οι Η.Π.Α. μπορούν αποτελεσματικά να επηρεάσουν τις εξωτερικές πολιτικές που ακολουθεί το Ισλαμαμπάντ μέσα από την στρατιωτική βοήθεια που παρέχουν στο Πακιστάν.  Ωστόσο, οι σχέσεις των δύο χωρών πέρα από την συνεργασία τους για τις ειρηνικές διαπραγματεύσεις με τους Taliban στο Αφγανιστάν δεν παρουσιάζουν την ίδια στρατηγική σπουδαιότητα που παρουσιάζουν οι σχέσεις της Ουάσινγκτον με το Νέο Δελχί[10].

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει ως ξεκάθαρο στόχο για τις επόμενες δεκαετίες την αναχαίτιση της κινεζικής επέκτασης στον Ειρηνικό Ωκεανό, ο οποίος περνά μέσα από την οικοδόμηση στενών σχέσεων με τον άλλο μεγάλο παίκτη της περιοχής, την Ινδία[11].  Η τελευταία αποτελεί σήμερα μια αναδυόμενη οικονομική και στρατιωτική δύναμη που επισκιάζει εμφανώς το Πακιστάν το οποίο αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, είναι πλήρως εξαρτημένο στρατιωτικά από τις Η.Π.Α. στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την ενδυνάμωση της ινδικής ισχύος στην περιοχή.  Η άνοδος της κινεζικής ισχύος ανησυχεί έντονα και την Ινδία, παραδοσιακή αντίπαλο της Κίνας, οπότε το Νέο Δελχί, παρά τις ιστορικά καλές σχέσεις που διατηρεί με το Κρεμλίνο, έχει αναγκαστεί να στραφεί προς τις Η.Π.Α. για να προωθήσει τα συμφέροντα του στο Κασμίρ και ευρύτερα, μετά μάλιστα και την πρόσφατη αποφασιστική προσέγγιση Μόσχας – Πεκίνου.  Επομένως, όπως καθίσταται σαφές, Η.Π.Α. και Ινδία προωθούν τα τελευταία χρόνια μια στρατηγική σχέση συνεργασίας σε τομείς όπως η οικονομία, στρατιωτική συνεργασία η οποία αφορά ναυπήγηση αεροπλανοφόρων, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, κοινές περιπολίες στον Ειρηνικό και συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων[12].  Εν τούτοις, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να εντοπίσουν έναν αποτελεσματικό φόρμουλα για την επιτυχή διαχείριση των σχέσεων τους με το Πακιστάν αναφορικά με το ζήτημα του Κασμίρ, γεγονός που θα συνεχίσει να αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις τόσο των Η.Π.Α. με την Ινδία όσο και της τελευταίας με το Πακιστάν, απειλώντας την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή. 

Εν συνεχεία, αξίζει να αναφερθεί και η στρατιωτική διάσταση της αντιπαλότητας Ινδίας και Πακιστάν. Οι δύο χώρες τα τελευταία χρόνια έχουν δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια από τον προϋπολογισμό τους για την αγορά αμυντικών συστημάτων.  Αντιστοίχως, έχουν αναπτύξει στρατιωτικά δόγματα τα οποία ενδέχεται να καταστήσουν πιο πιθανή μια μελλοντική σύγκρουση ανάμεσα τους. 

Αναφορικά με τα πυρηνικά όπλα, η Ινδία έχει ξεκαθαρίσει ότι ακολουθεί πολιτική μη πρώτης χρήσης «no first use», το οποίο σημαίνει ότι εάν το Πακιστάν δεν χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε μια ενδεχόμενη σύρραξη, τότε δεν υπάρχει περίπτωση η Ινδία να προβεί πρώτη στην χρήση τους.  Ωστόσο, η πιθανότητα και πολύ περισσότερο η επιθυμία από το Ισλαμαμπάντ να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά είναι μια ιδιαίτερα ανησυχητική πραγματικότητα. 

Το Πακιστάν ανησυχεί ιδιαίτερα για το διευρυνόμενο χάσμα στις συμβατικές στρατιωτικές ικανότητες μεταξύ εκείνου και της Ινδίας[13].  Η Ινδία διαθέτει διπλάσιο σε μέγεθος στρατό, ο οποίος ιστορικά αποδείχτηκε ικανότερος του μικρότερου αριθμητικά πακιστανικού. Παράλληλα, η Ινδία γνωρίζει σημαντικότατη οικονομική ανάπτυξη, λογιζόμενη στις 10 μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη, γεγονός που της επιτρέπει να ξοδεύει τεράστια ποσά σε αμυντικές δαπάνες και αγορές κορυφαίων οπλικών συστημάτων σε σημαντικούς μάλιστα αριθμούς. Επιπροσθέτως, αποτελεί μια σημαντική πυρηνική δύναμη. Διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο για λόγους αποτροπής, μολαταύτα δεν επιθυμεί να το αναπτύξει περαιτέρω. Στον αντίποδα, το Πακιστάν διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, όμως οι οικονομικές του δυνατότητες δεν του επιτρέπουν να δαπανήσει ποσά που να ανταγωνίζονται τις ινδικές αμυντικές δαπάνες. Περισσότερο, ανησυχεί για το ενδεχόμενο ενός διμέτωπου πολέμου με το Αφγανιστάν και την Ινδία, εξαιτίας των συχνών εχθροπραξιών στα σύνορα με ομάδες των Taliban. Πρόσθετα, η Ινδία από το 2004 ακολουθεί μια πιο ενεργητική στρατιωτική στρατηγική προς το Πακιστάν. Το Νέο Δελχί επιθυμεί να αποφύγει πάση θυσία την πιθανότητα ενός διμέτωπου πολέμου με το Πεκίνο και το Ισλαμαμπάντ και αποβλέπει στο να είναι ικανό να υπερκεράσει το εμπόδιο του Πακιστάν μέσα σε λίγες ώρες μέσω μιας ταχύτατης προέλασης των στρατιωτικών του δυνάμεων στο έδαφος του. Παράλληλα, στοχεύοντας να προχωρήσει όχι παραπάνω από 80 χιλιόμετρα, στοχεύει σε μια γρήγορη συνθηκολόγηση του Ισλαμαμπάντ βάσει της οποίας θεωρεί πως θα εξαλείψει την πιθανότητα χρησιμοποίησης του πακιστανικού τακτικού πυρηνικού οπλοστασίου, καθώς δεν θα στοχεύει στην άμεση απειλή της ύπαρξης του Πακιστάν. 

Αυτές οι δύο δυσμενείς στρατηγικές πραγματικότητες δημιουργούν έντονο αίσθημα ανασφάλειας το Ισλαμαμπάντ. Κατά αυτό τον τρόπο, το Ισλαμαμπάντ έχει επενδύσει στην δημιουργία ενός τακτικού πυρηνικού οπλοστασίου[14], θεωρώντας πως θα συμβάλουν στην εξισορρόπηση της καταφανούς υπεροχής της Ινδίας σε συμβατικές στρατιωτικές δυνατότητες και στρατιωτικές δαπάνες[15]. Θεωρεί πως θα προστατέψει τα κύρια πληθυσμιακά και οικονομικά κέντρα της επικράτειάς του, αποτρέποντας τον ινδικό στρατό να προελάσει στα εδάφη του, ενώ ταυτόχρονα δεν θα παραχωρεί στο Νέο Δελχί το δικαίωμα χρήσης των πυρηνικών του όπλων, ριψοκινδυνεύοντας την ραγδαία κλιμάκωση της κατάστασης σε μια ευρεία ανταλλαγή πυρηνικών πληγμάτων που θα περιλαμβάνει και μη στρατιωτικούς στόχους, π.χ. αστικά κέντρα.  Το τελευταίο εξηγείται αν γίνει κατανοητή η διαφορά μεταξύ τακτικών πυρηνικών και πυρηνικών μεγάλης ισχύος. Τα τακτικά πυρηνικά έχουν πολύ λιγότερη ισχύ, υψηλή καταστροφικότητα σε πολύ μικρότερη επιφάνεια, άρα είναι κατάλληλα για χρήση σε τακτικό επίπεδο από σχηματισμούς των ενόπλων δυνάμεων. 

Εντούτοις, τα τακτικά πυρηνικά όπλα θα επιδεινώσουν την κατάσταση[16]. Το Νέο Δελχί έχει ξεκαθαρίσει ότι ακόμα και η χρήση τακτικών πυρηνικών θα θεωρηθεί ως πυρηνική επίθεση που θα προκαλέσει ανταποδοτικά πυρηνικά πλήγματα από την πλευρά του. Πιθανή, θεωρείται επίσης μια μη εγκεκριμένη εκτόξευση κάποιας τακτικής πυρηνικής κεφαλής από τον πακιστανικό στρατό, εξαιτίας κάποιας δυσλειτουργίας στο σύστημα διοίκησης και ελέγχου, απόρροια κακού υπολογισμού των επιτελείων της ώρα της σύρραξης. Αυτό δεν θα μείνει σε καμία περίπτωση αναπάντητο από την Ινδία. 

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πως τα εκατέρωθεν στρατιωτικά δόγματα και κυρίως η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων αυξάνουν την ένταση και την ανασφάλεια, φέρνοντας πιο κοντά το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύρραξης όχι αποκλειστικά συμβατικής, αλλά και μιας ανταλλαγής πυρηνικών πληγμάτων μεταξύ τους με στόχους στο έδαφος της άλλης πλευράς.




[1] “Η Κίνα επενδύει 46 δισ. δολάρια στο Πακιστάν”, FortuneGreece, 22 Απριλίου 2015, [Online at: http://www.fortunegreece.com/article/i-kina-ependii-46-dis-dolaria-sto-pakistan/ ]     
[2] “Η Κίνα επενδύει 46 δισ. δολάρια στο Πακιστάν”, ibid.     
[3] “Η Κίνα επενδύει 46 δισ. δολάρια στο Πακιστάν”, ibid.     
[4] Gady Franz-Stefan, “Blocked F-16 Deal: Pakistan Threatens to Buy Chinese or Russian Fighter Aircraft”, The diplomat, 11 Μαΐου 2016, [Online at: http://thediplomat.com/2016/05/blocked-f-16-deal-pakistan-threatens-to-buy-chinese-or-russian-fighter-aircraft/ ] 
[5] Gady Franz-Stefan, ibid. 
[6] Harsh V. Pant, “The Important Difference in the US-India and US-Pakistan Relationships”, The diplomat, 10 Μαρτίου 2016, [Online at: http://thediplomat.com/2016/03/the-importance-difference-in-the-us-india-and-us-pakistan-relationships/ ] 
[7] Gady Franz-Stefan, “Blocked F-16 Deal: Pakistan Threatens to Buy Chinese or Russian Fighter Aircraft”, The diplomat, 11 Μαΐου 2016, [Online at: http://thediplomat.com/2016/05/blocked-f-16-deal-pakistan-threatens-to-buy-chinese-or-russian-fighter-aircraft/ ] 
[8] “Kashmir Fast Facts”, CNN, 31 Μαρτίου 2016, [Online at: http://edition.cnn.com/2013/11/08/world/kashmir-fast-facts/ ] 
[9] “Kashmir: Conflict profile”, Insight on conflict, Δεκέμβριος 2010, [Online at: https://www.insightonconflict.org/conflicts/kashmir/conflict-profile/ ] 
[10] Harsh V. Pant, “The Important Difference in the US-India and US-Pakistan Relationships”, The diplomat, 10 Μαρτίου 2016, [Online at: http://thediplomat.com/2016/03/the-importance-difference-in-the-us-india-and-us-pakistan-relationships/ ] 
[11] Harsh V. Pant, Ibid. 
[12] Harsh V. Pant, ibid. 
[13] “Kashmir: Conflict profile”, Insight on conflict, Δεκέμβριος 2010, [Online at: https://www.insightonconflict.org/conflicts/kashmir/conflict-profile/ ] 
[14] Lamrani Omar, “In the India-Pakistan Conflict, the Stakes Are Higher Than Ever”, Stratfor, 4 Νοεμβρίου 2015, [Online at: https://www.stratfor.com/analysis/india-pakistan-conflict-stakes-are-higher-ever ] 
[15] Bremmer Ian, “These 5 Facts Explain Why India and Pakistan’s Kashmir Dispute Is Going to Get Worse”, TIME, 13 Σεπτεμβρίου 2016, [Online at: http://time.com/4504654/india-pakistan-kashmir-dispute/ ] 
[16] Lamrani Omar, “In the India-Pakistan Conflict, the Stakes Are Higher Than Ever”, Stratfor, 4 Νοεμβρίου 2015, [Online at: https://www.stratfor.com/analysis/india-pakistan-conflict-stakes-are-higher-ever ] 
Share:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αρχειοθήκη ιστολογίου